Ο κρόκος Κοζάνης, το χρυσάφι της ελληνικής γης όπως αποκαλείται, συγκαταλέγεται στα πιο προσφιλή και πολύτιμα μπαχαρικά των αρχαίων πολιτισμών, για το άρωμα, το χρώμα, τις φαρμακευτικές και αφροδισιακές του ιδιότητες. Ο Συνεταιρισμός Κροκοπαραγωγών Κοζάνης ιδρύθηκε το 1971, απαρτίζεται από 1.500 μέλη και έχει το αποκλειστικό δικαίωμα συλλογής, συσκευασίας και διακίνησης του κρόκου. Η ίδρυση του Συνεταιρισμού δημιούργησε ένα φορέα που έχει τη συνολική ευθύνη της συγκέντρωσης, επεξεργασίας, τυποποίησης και διάθεσης του προϊόντος, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητά του και να αποφεύγεται η νοθεία που γινόταν στο παρελθόν, από τους εμπορομεσίτες, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση και την αρνητική εικόνα του προϊόντος. Καταναλώτριες χώρες θεωρούνται οι Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ελβετία, Αγγλία, Γερμανία, Σκανδιναβικές και Κάτω Χώρες, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ, Βραζιλία, Αργεντινή, Ιαπωνία.
Είναι ένα καθαρά εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν, αφού το 95% της ελληνικής παραγωγής αποστέλλεται στο εξωτερικό. Τα κυριότερα κέντρα παραγωγής στη χώρα μας βρίσκονται στα Γιαννιτσά, την Καβάλα, την Ημαθία, την Εδεσσα, την Ορεστιάδα, την Αιτωλοακαρνανία και την Ξάνθη.


καλλιέργεια της στέβιας, που εκτιμάται ότι μπορεί να αντικαταστήσει την καπνοκαλλιέργεια, συγκαταλέγεται η Ελλάδα. Η στέβια είναι ένα μικρό βότανο που φυτρώνει στη βορειοδυτική Παραγουάη και αποτελεί παραδοσιακό γλυκαντικό των αυτοχθόνων Γουαρανών. Είναι 300 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη, χωρίς καθόλου θερμίδες, ενώ μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις για ανεπιθύμητες δράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό. Αντιθέτως, έρευνες του Πανεπιστημίου της Ασουνσιόν στην Παραγουάη έχουν δείξει ότι η στέβια διαθέτει αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιβακτηριδιακές ιδιότητες. Ενα ακόμα πλεονέκτημα είναι ότι η κρυσταλλική γλυκιά ουσία της στέβια είναι σταθερή σε θερμοκρασία έως και 200 βαθμών Κελσίου, ιδιότητα που επιτρέπει τη χρήση της στη μαγειρική, σε αντίθεση με τη συνθετική ασπαρτάμη.
κατάγεται από τη νοτιοδυτική Ασία και συγκεκριμένα από την περιοχή Ιράν, Ιράκ και Τουρκμενιστάν. Στην Ελλάδα και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο εισήχθη κατά τους Ελληνοπερσικούς πολέμους, τον 5ο αιώνα π.Χ. Η μηδική είναι το σπουδαιότερο χορτοδοτικό φυτό σε παγκόσμια κλίμακα, γεγονός που οφείλεται στην υψηλή θρεπτική του αξία. Το χόρτο της μηδικής είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ανόργανα άλατα και βιταμίνες. Χρησιμοποιείται ως χονδροειδής ζωοτροφή στα σιτηρέσια βοοειδών, αιγοπροβάτων, χοίρων και πουλερικών, με τον περιορισμό ότι μπορεί να προκαλέσει τυμπανισμό στα μηρυκαστικά εφόσον καταναλωθεί χλωρή. Τα τελευταία χρόνια, εξαπλώνεται διαρκώς η βιολογική καλλιέργεια της μηδικής, προς κάλυψη των αναγκών των βιολογικά εκτρεφόμενων ζώων, ο αριθμός των οποίων συνεχώς αυξάνεται.


ενεργειακούς. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε άγονες και ξηρές περιοχές που είναι ακατάλληλες για άλλες καλλιέργειες, γιατί δεν χρειάζεται νερό και λιπάσματα και καθόλου φυτοφάρμακα. Με την καλλιέργεια αυτή έχουμε και αποκατάσταση των εδαφών διότι δεν χρησιμοποιούμε χημικά πρόσθετα. Η αγριοαγκινάρα, μπορεί να εξελιχθεί στο «ελληνικό ντίζελ», δίνοντας τη δυνατότητα στους αγρότες να βρουν μια αποδοτική καλλιέργεια και στους καταναλωτές ένα φθηνό καύσιμο.

επιστημονική του ονομασία, το σταμναγκάθι λέγεται Cichorium Spinosum και όσον αφορά τη λεκτική συνύπαρξη της στάμνας με το αγκάθι, λέγεται ότι ευθύνεται μια παλιά συνήθεια των Κρητικών να καλύπτουν με αυτά τα χόρτα τα στόμια των σταμνών με το νερό για να εμποδίζονται τα μαμούνια και τα έντομα να μπαίνουν στο πόσιμο νερό τους. Το χόρτο έχει μια υπέροχη πικράδα μαζί με μια ελαφριά γλυκύτητα, που δεν μοιάζει με κανενός άλλου και είναι σήμα κατατεθέν της κρητικής κουζίνας.

Ο ελαιόκαρπος συλλέγεται άγουρος και νωρίς, από τα μέσα Οκτώβρη μέχρι τέλη Νοέμβρη συνήθως και ανάλογα με την περιοχή, πριν ωριμάσει πλήρως και ρυτιδωθεί, διατηρώντας το πράσινο χρώμα του. Καλύτερη ποιότητα εξασφαλίζεται αν οι άγουρες ελιές μαζεύονται με τα χέρια και όχι με ραβδισμό (ή «πεσιά»), για να μη πληγώνονται και οξειδώνονται. Το όφελος φυσικά έχει να κάνει και με τις τιμές, καθώς το «πρωτόλαδο» πωλείται σε τιμή καλύτερη από ό,τι και το έξτρα παρθένο. Επίσης πέρα από την τιμή ο παραγωγός δεν χάνει εισόδημα από το να του πέσουν οι ελιές κάτω λόγω άσχημου καιρού και αέρα, καθώς τις μαζεύει αρκετά νωρίς το φθινόπωρο. Ακόμη μη ραβδίζοντας ή ραβδίζοντας νωρίς, το δέντρο επανέρχεται πιο γρήγορα, αφού έχει περίπου 6 μήνες ξεκούραση μέχρι την εποχή της καρπόδεσης τον Μάιο. Έτσι μπορεί να δώσει και πάλι μια καλή παραγωγή την επόμενη χρονιά.
Άλλα ξεχωριστά τοπικά προϊόντα που εξακολουθεί να παράγει η ελληνική γη, αλλά τείνουν να τα παρατήσουν οι αγρότες είναι: η κορινθιακή σταφίδα, ξερά σύκα Μεσσηνίας, Λακωνίας, Εύβοιας και Αττικής, τοματάκι της Σαντορίνης, κουμ-κουάτ της Κέρκυρας, πατάτες Νάξου, πεπόνι της Μυτιλήνης, καρπούζια της Μεσσηνίας, μανταρίνι Καλύμνου, νεροκρέμμυδο Ζακύνθου, η οινοποιήσιμη ποικιλία βαρτζαμί της Λευκάδας, φράουλες της Ηλείας, κάστανα της Λακωνίας και της Αρκαδίας, όσπρια της Δυτικής Μακεδονίας και του Έβρου, πατάτες των Σερρών, της Δράμας του Αμυνταίου και της Πελοποννήσου, οπωροκηπευτικά των Μεγάρων, ακτινίδια της Πιερίας, φάβα της Σαντορίνης, αχλάδια της Λέσβου.

περιεκτικότητα σε THC (Δ9 τετρανδροκανναβινόλη) κάτω από 0,2%. Πρόκειται για φυτό που καλλιεργείται παγκοσμίως [1], καθώς είναι ποικιλία με διεθνώς αναγνωρισμένες οικολογικές ιδιότητες [2] και το σύνολο του υπέργειου μέρους του είναι πλήρως αξιοποιήσιμο και μπορεί να παράγει περισσότερα από 25.000 προϊόντα όπως ίνες για υφαντά, χαρτί, οικοδομικά υλικά, χρώματα – βερνίκια- βαφές, είδη κοσμητικής, φαγητό και συμπληρώματα διατροφής, ενέργεια, βελτιωτικά εδάφους, κα. Μάλιστα, το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ) και το Εργαστήριο Γεωργίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε μελέτη με τίτλο «Σχέδιο καλλιέργειας κλωστικής κάνναβης και κλωστικού λιναριού στην Ελλάδα» (2000) σημειώνει συμπερασματικά: «Η κλωστική κάνναβη είναι δυνατόν να αποτελέσει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και η μεταποίηση της σημαντικό παράγοντα πράσινης ανάπτυξης».
Επομένως είναι προφανές ότι για να υπάρξει ουσιαστική δυνατότητα καλλιέργειας του φυτού, που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε εξαγωγές αλλά και στην δημιουργία ενός καινούριου παραγωγικού, εμπορικού και μεταποιητικού κλάδου, χρειάζεται να επιτραπούν όχι μόνο τα προϊόντα αλλά και το ίδιο το φυτό. Αυτό θα πρέπει να είναι ένα αίτημα των αγροτών προς την όποια νέα κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές και όχι μόνο η απαλλαγή τους από την εξαντλητική φορολογία που θα προκύψει από την εφαρμογή του 3ου μνημονίου.
Τελειώνουμε με μια παρατήρηση, όσον αφορά στα ελληνικά προϊόντα που πρέπει να προωθηθούν σαν ανταγωνιστικά στη παγκόσμια αγορά, που είναι και η κύρια λογική σε σχέση με την «αναδιάρθρωση» των καλλιεργειών που προτείνει σχεδόν όλο το πολιτικό σύστημα προεκλογικά. Η λογική αυτή των ανταγωνιστικών προϊόντων οδήγησε την ελληνική γεωργία στο να γίνει αντιπαραγωγική και να εισάγουμε πια τα περισσότερα προϊόντα διατροφής-συνεισφέροντας και στη διόγκωση του χρέους, αφού το ετήσιο ισοζύγιο των γεωργικών προϊόντων είναι βαθειά αρνητικό όλα τα τελευταία χρόνια - και να χάσουμε την αυτάρκεια στα περισσότερα από αυτά. Η αναδιάρθρωση που πρέπει να γίνει από τους έλληνες αγρότες-στα πλαίσια και της επερχόμενης διατροφικής κρίσης-δεν είναι η στροφή σε εξεζητημένα ανταγωνιστικά προϊόντα, αλλά σε καλλιέργειες που θα εξασφαλίσουν την διατροφική ασφάλεια του πληθυσμού και την αυτάρκεια για τις τοπικές κοινωνίες. Και λόγω αύξησης της ζήτησης των προϊόντων διατροφής στη Ν.Α.Ασία, και λόγω μειωμένης παραγωγής-βλέπε κλιματικές αλλαγές- αλλά και λόγω κερδοσκοπικών παιχνιδιών όσον αφορά στις τιμές τους, η κρίση διατροφής θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια. Σκεφτόμενοι παγκόσμια λοιπόν θα πρέπει να δράσουμε τοπικά, ώστε να αποκαταστήσουμε -τουλάχιστον τοπικά- τις παγκόσμιες ανισορροπίες, από τη στιγμή που δεν έχουμε δυνατότητες αρκετές για δράσουμε σε παγκόσμιο επίπεδο.
Γιώργος Κολέμπας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου