Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Και είπεν ο άνθρωπος, γεννηθήτω φως - Γιώργος Γραμματικάκης

Στην μακραίωνη διαδρομή του ανθρώπου, η καταλυτική παρουσία του φωτός αποτέλεσε πηγή μύθων και θαυμασμού. Παράλληλα όμως η δημιουργία τεχνητού φωτός, που καταλύει τα σκοτάδια και την νύχτα άλλαξε ουσιαστικά τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητά του...



Η φωτιά συνιστά την πρώτη τεχνητή πηγή φωτός, και η ανακάλυψή της τοποθετείται στο απώτερο παλαιολιθικό παρελθόν. Αξιόπιστες όμως τεχνικές για την εκμετάλλευσή της φαίνεται να διαθέτει μόνο άνθρωπος της νεολιθικής εποχής. Από τότε οι χρήσεις της φωτιάς φωτίζουν -κυριολεκτικά και μεταφορικά- τον δρόμο των κοινωνιών του πολιτισμού, και στηρίζουν την τεχνολογική πρόοδο.

Είναι λοιπόν δίκαιη η υπερηφάνεια και η πίκρα που εκφράζει, απαριθμώντας τις ευεργεσίες του στους ανθρώπους, και όμως δεσμώτης πια, ο Προμηθέας του Αισχύλου:

Τους έκανα κι ένα άλλο δώρο: τη φωτιά
Απ όπου αμέτρητες τέχνες θα μάθουν.

Από παλιά, πάντως, το άναμμα των ξύλων δεν είχε την αποκλειστικότητα στην παραγωγή της φωτιάς και των αγαθών της. Στην κλασική Αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν πυρσούς που έκαιγαν κουρέλια ή πίσσα Με τον ίδιο τρόπο φώτιζαν αργότερα τις πόλεις τους οι Ρωμαίοι. Πολύ παλαιός επίσης τρόπος φωτισμού είναι η καύση ζωικών λιπών ή λαδιού, που θα οδηγήσει στην κατασκευή του λυχναριού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα από τα αρχαιότερα λυχνάρια που έχουν ανακαλυφθει έχει ηλικία 15.000 χρόνων! Στερεοποιημένο λάδι είναι επίσης το κερί που έχει μακρά ιστορία και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα – είτε για λόγους ανάγκης είτε σε στιγμές ρομαντικές. Το φως των κεριών θα χρησιμοποιηθεί από τον Καβάφη σε έναν σπαρακτικό συμβολισμό του χρόνου που περνά:

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν –
μια θλιβερή σειρά κεριά σβησμένα’
τα πιο κοντά βγάζουν καπνό ακόμα –
κατάμαυρα κεριά, κυρτά, λιωμένα…

Είναι, πάντως χαρακτηριστικό ότι κατά τον Μεσαίωνα τα κεριά ήταν τόσο ακριβά, που κατά τις δίκες πλήρωναν στον δικαστή ειδικό φόρο για την χρήση τους!

Με τις κατάλληλες τεχνικές, για το άναμμα φωτιάς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η θερμότητα του ηλιακού φωτός. Έτσι, η Ολυμπιακή Φλόγα άναβε με την βοήθεια κατόπτρου, ενώ η μεταφορά της με πυρσούς είχε έναν βαθύ συμβολισμό. Την σύγχρονη εκδοχή της τελετουργίας είχαν άλλωστε την ευκαιρία να ζήσουν οι Έλληνες -άλλοτε με υποβλητικό και άλλοτε με γραφικό τρόπο- στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. O Αρχιμήδης πάντως είναι εκείνος που θα εκμεταλλευθεί το ηλιακό φως για έναν εντυπωσιακό όσο και ανορθόδοξο λόγο. Με μια σειρά επίπεδων κατόπτρων -το γεγονός φαίνεται να έχει ιστορική βάση- θα πυρπολήσει τον ρωμαϊκό στόλο που απειλούσε την πατρίδα του, τις Συρακούσες.

Ορόσημο τεχνητού φωτός θα αποτελέσει ο φάρος της Αλεξανδρείας, ο αρχαιότερος που έχει καταγραφεί στα ιστορικά κείμενα. Φαίνεται ότι ήταν μια μνημειακή, περίτεχνη κατασκευή, ύψους 80 μέτρων. Το φως που προερχόταν από την καύση ξύλων, ενώ ήταν εξοπλισμένος με όλες τις επιστημονικές καινοτομίες και τα επιτεύγματα της εποχής. «Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της αρχιτεκτονικής», σημειώνει ο Ε.Μ. Φόρστερ, «δεν λατρεύθηκε τόσο και δεν απέκτησε δική του πνευματική ζωή ένα κτήριο που δεν ήταν συνδυασμένο με την θρησκεία. Δεν οδηγούσε μόνον τα πλοία, σηματοδοτούσε και την φαντασία- κι όταν το φως του είπε πια σβήσει, η μνήμη του εξακολουθούσε, για πολύν καιρό, να λάμπει -τις σκέψεις των ανθρώπων».

Κατά τον 19ο αιώνα, σε πόλεις και κωμοπόλεις ήταν πολύ διαδεδομένο το φωταέριο, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη λιθανθράκων. Αρχικά, οι λάμπες γκαζιού παρήγαν φως μέσω ενός απλού μπεκ, για την καύση του φωταερίου. Με την χρήση όμως ενός πλέγματος αμιάντου που προσαρμόστηκε στο μπεκ αυξήθηκε πολύ η φωτεινότητά τους. Ο αμίαντος λευκοπυρώνεται και εκπέμπει ένα λαμπρό, χαρακτηριστικό φως, που φώτιζε τα πρόσωπα και τον δρόμο.

Είναι αυτονόητο ότι όσο πλήθαιναν οι επιστημονικές γνώσεις για το φως τόσο ανοίγονταν και νέες δυνατότητες στις φωτεινές πηγές κι στις χρήσεις τους. Η μεγάλη, η ουσιαστική στροφή θα γίνει με τη ανακάλυψη του ηλεκτρισμού και την εντυπωσιακή εξάπλωση των εφαρμογών του. Σήμερα, που οι τρόποι του ηλεκτρικού φωτισμού εμφανίζουν μια απέραντη λειτουργική και αισθητική ποικιλία, δύσκολα συνειδητοποιείται ότι η εφεύρεση του ηλεκτρικού λαμπτήρα έχει ηλικία μόλις μεγαλύτερη από έναν αιώνα.

Την ιστορική εκείνη ημέρα το 1879 ο ιδιοφυής Θωμάς Έντισον επέδειξε, υπό τις επευφημίες ενός κατάπληκτου κοινού, την πρώτη ηλεκτρική λάμπα. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή μιας εφημερίδας της εποχής: «Το εργαστήριο το. Έντισον άνοιξε απόψε για το μεγάλο κοινό, που ήθελε να θαυμάσει το ηλεκτρικό φως. Έκτακτα τρένα είχαν δρομολογηθεί από ανατολικά κα δυτικά και εκατοντάδες ανθρώπων, αψηφώντας ακόμα και τον θυελλώδη καιρό, μπόρεσαν έτσι να εκμεταλλευθούν αυτό το προνόμιο. Το εργαστήριο φωτιζόταν άπλετα από είκοσι πέντε λαμπτήρες, το γραφείο και ο προθάλαμος από άλλους οκτώ, ενώ μερικοί ακόμα είχαν κατανεμηθεί στον δρόμο που οδηγούσε στον σταθμό του τρένου και στα γειτονικά σπίτια. Το σύστημα επεξηγούσε ο ίδιος ο Έντισον και οι βοηθοί του, ενώ το ηλεκτρικό φως υποβαλλόταν σε λογής-λογής δοκιμές κι επιδείξεις…». Ο λαμπτήρας του Έντισον είχε γρήγορα μεγάλη διάδοση, αλλά για καιρό τα ξενοδοχεία της εποχής χρειαζόταν να υπενθυμίζουν στους πελάτες τους ότι η «λάμπα» του δωματίου ανάβει μόνη της. χωρίς σπίρτα! Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο Έντισον είχε επίσης εφεύρει τον φωνογράφο και τον τηλέγραφο, ενώ βελτίωσε ουσιαστικά την πρώτη τηλεφωνική συσκευή.

Η εξέλιξη των λαμπτήρων και των άλλων πηγών ηλεκτρικού φωτισμού υπήρξε ταχύτατη. Στην σύγχρονη εποχή, τρεις είναι οι τρόποι με τους οποίους παράγεται το φως από ηλεκτρικές λάμπες. Στους λαμπτήρες πυρακτώσεως, πρώτα, το ηλεκτρικό ρεύμα θερμαίνει έντονα ένα νήμα, που ακτινοβολεί φως με μεγάλη χρωματική ποικιλία. Αντίθετα, στους λαμπτήρες φθορισμού -ο δεύτερος τρόπος- δεν υπάρχει νήμα, αλλά αέριο υπό χαμηλή πίεση. Όταν το αέριο διεγερθεί από ηλεκτρικό ρεύμα εκπέμπει υπεριώδη ακτινοβολία, που προσπίπτει σε μια επένδυση φωσφόρου και παράγει, λόγω του φθορισμού, ορατό φως. Ο τρίτος, τέλος, τρόπος δημιουργίας φωτός απαντά στους λαμπτήρες εκκενώσεως. Χρησιμοποιεί και πάλι αέριο υπό χαμηλή πίεση και όχι νήμα. Εδώ όμως η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος από το αέριο παράγει απευθείας ορατό φως, που το χρώμα του καθορίζεται από το είδος του αερίου.



Δεν αξίζει η επιμονή σε τεχνικές λεπτομέρειες. Γεγονός είναι ότι η εξάπλωση των ποικίλων τρόπων ηλεκτρικού φωτισμού άλλαξε την ανθρώπινη καθημερινότητα – αλλά και τις προοπτικές της. Η ζωή μας συναντά σε κάθε βήμα της το τεχνητό φως: με μεγάλη ποικιλία ως προς την ένταση, το χρώμα του ή την ευκολία που υπηρετεί τις ανάγκες μας. Οι χώροι δουλειάς και τα καταστήματα έχουν τους δικούς τους φωτισμούς, οι δρόμοι είναι και τη νύχτα προσπελάσιμοι, στους υπόγειους σιδηροδρόμους οι επιβάτες μπορούν ακόμα και να διαβάσουν, η νυχτερινή ψυχαγωγία -αν είναι ψυχαγωγία!- χρησιμοποιεί προβολείς και δέσμες φωτός.

Η αφθονία του τεχνητού φωτός διώχνει τη νύχτα από παντού, έχει όμως παράλληλα και τα σοβαρά της παρεπόμενα: αυξάνει ακόμα περισσότερο την απόσταση του ανθρώπου από την φύση και τους ψιθυρισμούς της. Στις σημερινές κατοικίες, το άπλετο φυσικό φως θεωρείται ακριβό πλεονέκτημα, ενώ ακόμα και η θέαση του νυχτερινού ουρανού είναι πια αδύνατη στις μεγάλες πόλεις.

Η βασανιστική νοσταλγία του φυσικού φωτός και της μοναδικής ποιότητάς του -είτε πρόκειται για το ήπιο φως του δειλινού είτε για το λαμπρό φως μιας καλοκαιρινής ημέρας- χαρακτηρίζει την σύγχρονη ζωή. Παράλληλα όμως με την νοσταλγία του φωτός, τον συγγραφέα βασάνιζε και η νοσταλγία εκείνης, οι προσδοκίες που γεννά η μνήμη. Κάποιες στιγμές ωστόσο δεν ήταν βέβαιος αν την συνάντησε ποτέ, φοβόταν ότι μπορεί να ήταν απλώς μια οπτασία του φωτός, ότι το πρόσωπο και οι κινήσεις της οφείλονταν στο φως και στους αντικατοπτρισμούς του.

Από το βιβλίο του Γιώργου Γραμματικάκη “Η αυτοβιογραφία του φωτός”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου