Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Γιατί εγκαταλείψατε το Πωγώνι;

Δεν χρειάζεται καμιά κρατική μέριμνα για να αγαπήσεις το πέτρινο σπίτι σου στο χωριό και να φροντίσεις να μην το ρίξουν οι κισσοί!...




Είναι 3 η ώρα το πρωί και αποκαμωμένος κάθομαι δίπλα στο τζάκι, κρατώντας ένα ποτό στο χέρι. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν πολύ κουραστικό, αλλά δεν είναι αυτό που με έχει καταβάλει. Ένα βαρύ σκοτεινό πέπλο έχει καθίσει επάνω στην ψυχή μου, μα δεν αγωνίζομαι να το διώξω. Απλώς το ψάχνω, το ψηλαφώ και προσπαθώ να καταλάβω. Καιρό τώρα στριφογυρνάω στην Ελλάδα και όσο ξεστρατίζω από το γνωστό και πιθανώς τουριστικό τόσο συναντάω το τίποτα και την εγκατάλειψη. Βλέπω κομμάτια της χώρας να αποδεκατίζονται πληθυσμιακά, ενώ δίπλα τους γίνονται τεράστια έργα, φαρδείς δρόμοι ασφάλτινοι, όχι χωμάτινοι. Βλέπω σχολεία έρημα με σπασμένα τζάμια, χορταριασμένες αυλές, κούνιες που στριγκλίζουν νευρικά στο πέρασμα του βοριά. Βλέπω εικόνες ερήμωσης, εικόνες χωριών-φαντασμάτων, εικόνες ηλικιωμένων που, αποκαμωμένοι από τη ζωή, περιμένουν να έρθει ο θάνατος να τους λυτρώσει. Βλέπω αραιά και πού πιτσιρικάδες, οι οποίοι έχουν όνειρο να πάνε στην Αθήνα για να κλειστούν στην υγρή γκαρσονιέρα και να παρατηρούν τον κόσμο μέσα από το Ίντερνετ και τις οθόνες. Βλέπω κοπελιές σαν τα κρύα τα νερά να ζηλεύουν την πλούσια ζωή που βλέπουν στα σίριαλ και να φεύγουν από το χωριό για να γευθούν το χειρότερο.

Όλα ετούτα τα στενάχωρα έρχονται σήμερα το βράδυ μαζί με εικόνες αυθεντικής ηπειρώτικης γης, γνήσιων αρχιτεκτονικών μορφών, υπέροχων κτισμάτων και απίστευτου φυσικού τοπίου. Την ίδια στιγμή ξεκινάει και ένα τραγούδι... «Γιάννη μου το, Γιάννη μου τόοο, Γιάαανη... Γιάννη μου το μαντίλι σου...». Μόλις έχω γυρίσει από το Πωγώνι και η ψυχή μου «βαράει πωγωνίσιο», ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι με «Πάρτη», «Γυριστή», «Κλώστη» και ένα σωρό «Ισοκράτες».

Το βλέμμα μου αστράφτει. Ρε σεις, εσείς που κατάγεστε από το Πωγώνι, πώς βάσταξε η ψυχή σας και το αφήσατε έτσι; Πώς μπορείτε να μιλάτε για την πατρίδα σας, όταν έμειναν πίσω σας μονάχα συντρίμμια; Όταν εγώ με τα μάτια μου βλέπω μία γιαγιά να πηγαίνει μία γαβάθα φαγητό σε μιαν άλλη που είναι περισσότερο άρρωστη και στριφογυρνάει μονολογώντας ανάμεσα στα ερείπια σαν τρελή; Όταν τη ρωτάω αν έχει γιους ή κόρες και μου γνέφει πως ναι, αλλά είναι μακριά! Τόσα χρόνια δεν μάθατε την ξενιτιά; Δεν την τραγουδήσατε;

«Η ξενιτιά, η φυλακή, ο θάνατος, η αγάπη, τα τέσσερα ζυγίστηκαν και πιο βαριά είν' τα ξένα...».

Τα τραγούδια σας μιλάνε από μόνα τους. Δεν θέλω να ακούσω για κρατική μέριμνα και τα ρέστα, που παπαγαλίζουν όλοι οι μικρόνοοι. Δεν χρειάζεται καμιά κρατική μέριμνα για να αγαπήσεις το πέτρινο σπίτι σου στο χωριό και να φροντίσεις να μην το ρίξουν οι κισσοί! Και μη μου πείτε ότι αυτά τα πελεκημένα λιθάρια δεν έχουν καμιάν αξία!

Για όλους εμάς τους υπόλοιπους, το Πωγώνι βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Νομού Ιωαννίνων και ένα τμήμα του βρίσκεται στη Βόρειο Ήπειρο, στην Αλβανία. Πολλά βουνά κυκλώνουν το Πωγώνι, μα ένα από αυτά έβλεπα όπου και αν πήγα. Το μάτι μου καρφωνόταν πάντα στη Νεμέρτσικα ή αλλιώς Μερόπη. Οι ψηλότερες και ασπρισμένες κορυφές της μπορεί να βρίσκονται στην Αλβανία (και είναι φοβερό ότι οι δύο ψηλότερες ονομάζονται Πάπιγκο και Μικρό Πάπιγκο!), αλλά η θέα τους είναι μοναδική. Δεν μπορείς να νιώσεις τη Νεμέρτσικα από φωτογραφίες. Πρέπει να πας στο Πωγώνι για να συγκλονιστείς στη θέα του βουνού.

Στο Πωγώνι τα ισιάδια σπανίζουν. Συνεχείς χαμηλοί λόφοι και ομαλές χαράδρες χαρακτηρίζουν το τοπίο και οι μικρές κοιλάδες που σχηματίζονται, μοιάζουν με οάσεις. Για να δώσεις πιο σωστά την εικόνα από το Πωγώνι, πρέπει να μιλήσεις για τη βελανιδιά, ή αλλιώς «ντούσκο», πρέπει να ατενίσεις τα απέραντα δρυοδάση. Ιερό δένδρο το ντούσκο για την περιοχή αυτή. Δυστυχώς, όμως, ούτε καρβουνιάρηδες θα δεις ούτε κλαδεμένες βελανιδιές. Η οικονομία μερικές δεκαετίες πιο πριν επέβαλλε την πρακτική των «κλαδαριών». Τα κλαδιά από τις βελανιδιές κόβονταν και στοιβάζονταν πάνω στα ίδια τα δένδρα. Αυτά τα κλαδιά τα έπαιρνε ο κτηνοτρόφος, για να ταΐσει τα ζώα τον χειμώνα. Θέριευε η κλαδεμένη βελανιδιά την άνοιξη, έδινε και παχύ ίσκιο το καλοκαίρι!

Η γεωργία και η κτηνοτροφία αποτελούν τις διαχρονικές ασχολίες των κατοίκων στο Πωγώνι, αλλά εκείνο που τους σημάδεψε όλους ήταν η ξενιτιά. Ο περιηγητής Leake αναφέρει ότι οι άνδρες από το Δελβινάκι αποδημούν στην Κωνσταντινούπολη ως κηπουροί και κρεοπώλες. Άλλους τους βρίσκουμε στη Ρωσία να πωλούν μήλα και άλλους στη Γερμανία να εμπορεύονται χρυσές κλωστές. Ως πλανόδιοι τεχνίτες, οι Πωγωνίσιοι (βαρελάδες, χασάπηδες, ασβεστάδες κ.λπ.) πορεύονται στον χώρο της Βαλκανικής, αλλά και πιο πέρα, ενώ μερικά επαγγέλματα παρουσιάζουν απίστευτη εξειδίκευση, ανάλογα με τον χώρο καταγωγής. Χασάπηδες από το Δολό, μπακάληδες από τη Μερόπη, τσαρουχάδες από τον Κακόλακκο. Ύστερα από τα 1830, λίγοι αντέχουν να μείνουν στο Πωγώνι, όχι μόνο γιατί οι φόροι είναι ασήκωτοι, αλλά και γιατί οι επιδρομές των αλλοφύλων στα χωριά είναι συνεχείς. Τραγουδάνε οι Πωγωνίσιοι την ξενιτιά, όπως τραγουδάνε τον θάνατο, και ονοματίζουν ένα λουλούδι του φθινοπώρου ως «διώχνη», γιατί διώχνει τους άνδρες στο ταξίδι.

Το σημερινό Πωγώνι με τη χειμερινή μορφή του, που αποκαλύπτει όλη την εγκατάλειψη και τη γύμνια από τους ανθρώπους που θα το στηρίξουν, το αγάπησα και το ένιωσα πολύ. Το μικρό μου οδοιπορικό στην περιοχή μπορεί να βγήκε πονεμένο, αλλά μοιρολόι δεν θα πω. Δεν πιστεύω ότι έχει έρθει το τέλος και περιμένω από την περήφανη ράτσα των Πωγωνίσιων να αφυπνιστεί και να περάσει στην πράξη... 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΤΡΕΝΟΓΙΑΝΝΗΣ 
ΤΑ ΝΕΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 11/02/2000 |

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου