Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Η σιωπηλή προπαγάνδα της αδιαφορίας

Υπάρχουν δημιουργοί σε όλες τις μορφές της τέχνης, που όπως σε διάφορες εποχές, έτσι και στη σημερινή, θεωρούν βασικό συστατικό του έργου τους, όχι απλά το να εμπεριέχει ένα κοινωνικό και πολιτικό μήνυμα, αλλά το να δηλώνει μια ξεκάθαρη πολιτική θέση. Οι δημιουργοί αυτοί βάζουν στη σφαίρα της κριτικής και της αξιολόγησης, όχι μόνο το έργο τους, αλλά και τα πιστεύω τους, με όποιο κόστος μπορεί να έχει αυτό για τους ίδιους και τη δουλειά τους. Εκφράζουν σαφέστατα την πλευρά που έχουν επιλέξει να σταθούν και θεωρούν ανήθικο, ειδικά στις μέρες μας, να διαχωρίζεται η τέχνη από τις ραγδαίες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις...

Από την άλλη, βλέπουμε να επελαύνει μια τάση η οποία προσπαθεί επίμονα (συνειδητά ή ασυνείδητα) να αφαιρέσει το πολιτικό περιεχόμενο από το έργο, δημιουργώντας στον αναγνώστη μια εύπεπτη σύγχυση, ανάλογη της εποχής, δίνοντας παράλληλα το δικαίωμα αφαίρεσης κάθε συνοχής από μια φωτογραφική δουλειά (φωτογραφικό φορμά, διάσταση, φως, έγχρωμο – ασπρόμαυρο), κάνοντάς την τελικά εντελώς κενή νοήματος και ρίχνοντας νερό στο μύλο των δυνάμεων της εποχής που θέλουν τα πράγματα να είναι ασύνδετα μεταξύ τους και ει δυνατόν μεμονωμένα, κατακερματισμένα και ανούσια. Η παρουσία μιας αφήγησης χωρίς κοινωνικοπολιτική θέση που κυριαρχεί πλέον παντού, βρίσκει πρόσφορο έδαφος να εδραιωθεί και στη σύγχρονη φωτογραφία. Η δήλωση του καλλιτέχνη περιορίζεται σε ένα shock value και μια instant αισθητική εντελώς εξατομικευμένη και αποκομμένη από το φορτίο που θα μπορούσε να φέρει το έργο, κάνοντάς το εύπεπτο και τερματίζοντας βίαια την επαφή στο στάδιο πρωτογενών συμπερασμάτων. Η συγκεκριμένη «παρουσία», χωρίς πολλή σκέψη και χωρίς κανένα πρόβλημα, μπορεί να συνδεθεί με άλλες ανάλογες φωτογραφικές δουλειές, έχοντας εν τέλει ως μοναδικό κριτήριο συνοχής την απουσία περιεχομένου και πολιτικής θέσης. Πρόκειται για εικόνες τόσο «ανοιχτές» σε διαφορετικές αναγνώσεις που διαδέχονται η μια την άλλη χωρίς να καταφέρνουν να μιλήσουν τελικά για τίποτα. Εικόνες που κάποιες φορές δεν πλαισιώνονται καν με μια τοποθέτηση-κείμενο που θα μπορούσε να προσδώσει στο έργο μια ενδεχόμενη εννοιολογική διάσταση. Αυτή η επικίνδυνα αποδομητική τάση εμπεριέχεται σε μια πρόταση η οποία τείνει να γίνει το σλόγκαν της εποχής και είναι το: «Δεν ασχολούμαι εγώ με αυτά…». Δυστυχώς, το «αυτά» κάπου μέσα του εμπεριέχει το παρόν και το μέλλον όλων μας.

Αυτή η προσπάθεια απεμπλοκής από μία συγκεκριμένη πολιτική θέση, στη φωτογραφία και στην τέχνη γενικότερα, είναι η άρνηση της ανάληψης οποιασδήποτε ευθύνης, που τελικά οπτικοποιείται σε μια ανάλογη αισθητική της ίδιας λογικής και φιλοξενείται σε χώρους τέχνης που υπάρχουν και λειτουργούν σαν προθάλαμος της βραδινής εξόδου, φιλοξενώντας φωτογραφίες που δεν θα καταγγείλουν ούτε καν θα προβληματίσουν και σε καμία περίπτωση δεν θα διακόψουν ούτε για μια στιγμή τη μέθη της φαινομενικής ευτυχίας, επιβεβαιώνοντας το τρομακτικό ψέμα του «Δεν τρέχει τίποτα….». Αν, όπως λέγεται, ο μοντερνισμός αποθέωσε την φόρμα και ο μεταμοντερνισμός το περιεχόμενο, σήμερα, στην εποχή της παγκόσμιας κρίσης που αναπόφευκτα συνοδεύεται με μια κρίση αξιών, έχουμε το φαινόμενο της αποθέωσης του τίποτα.

Η πολιτική θέση του καλλιτέχνη είναι αναπόσπαστο μέρος της σύνθεσης του έργου του, το ίδιο και η απουσία της. Είναι κάτι που, είτε το θέλουμε είτε όχι, μας δίνει μία βασική οπτική γωνία από την οποία θα δούμε το κάθε φωτογραφικό (και όχι μόνο) έργο. Το ίδιο θέμα μπορεί να καταγγέλλει ή να επευφημεί έχοντας ως μόνη διαφορά την πολιτική θέση του δημιουργού του. Αν ένας εβραίος και ένας ναζί φωτογράφιζαν τα κρεματόρια, ασχέτως του αισθητικού αποτελέσματος, και ενώ βρισκόμαστε ακόμα στο στάδιο της απόφασης εκκίνησης του έργου, η κοινωνική και κατ’ επέκταση πολιτική θέση του καθενός, βάζει τη θεμέλια λίθο της σύνθεσης, η οποία δεν μπορεί να μην φτάσει στα μάτια μας. Μας δημιουργεί μια οπτική ανάγνωσης, πριν τελικά το κρίνουμε για το αισθητικό του αποτέλεσμα. Ένα έργο δεν μας αφορά μόνο για την τεχνική του και το αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά και για την γενεσιουργό δύναμη που το προκάλεσε. Τα έργα δεν διαγωνίζονται, ούτε έχουν ανάγκη από πρώτες και δεύτερες θέσεις· τα έργα κρίνονται από το κατά πόσο μας άγγιξαν ή όχι με την αλήθεια τους. Δεν κρίνονται μόνο από επαγγελματίες κριτικούς τέχνης και καθαγιασμένες αυθεντίες, τα έργα κρίνονται από την ιστορία. Μαζί με τους δημιουργούς τους.

Αυτό καθιστά αυτόματα το κάθε έργο να είναι και μια πολιτική πράξη, η οποία ελπίζει σαν μήνυμα σε μπουκάλι να φτάσει στα χέρια κάποιου. Έτσι και η απουσία πολιτικής θέσης, είναι τελικά και αυτή μια πολιτική πράξη, μια πράξη που προωθεί την πολιτική του εφησυχασμού και της ψευδεπίγραφης θεωρίας του «όλα θα παν’ καλά». Στηρίζει τον ολοκληρωτισμό της απάθειας σε μια εποχή που η λέξη αυτή πρέπει να σβηστεί από τα λεξικά, ως μέρος της συστημικής προπαγάνδας που έχει φέρει τα πράγματα στο σημείο που βρίσκονται. Το να αποφεύγουμε να μιλήσουμε γι’ αυτά που συμβαίνουν σήμερα με πρόσχημα το «όχι άλλη μιζέρια… ας πούμε κάτι άλλο» είναι μια ξεκάθαρη προπαγάνδα, που -θέλω να πιστεύω- ασυνείδητα γίνεται από καλλιτέχνες της εποχής και ειδικά από Έλληνες. Σε μια εποχή που η μιζέρια μάς έχει επιβληθεί, η τάση να την δαιμονοποιούμε και να μην την αναφέρουμε είναι ακριβώς η ίδια με το «αισιόδοξο» μήνυμα των κυρίαρχων συστημικών ΜΜΕ, που πλαισιώνουν το ζοφερό γίγνεσθαι με «ευχάριστες» εκπομπές και αστραφτερά τηλεπαιχνίδια, προσπαθώντας να μεταφέρουν την αίσθηση ότι υπάρχει ελπίδα, χωρίς εμείς να χρειαστεί να πράξουμε, γιατί θα το κάνει για εμάς ένας, κάποιος, άλλος.

Η τέχνη ήταν πάντα όπλο από όποιο στρατόπεδο και αν χρησιμοποιήθηκε. Είναι καιρός να διαλέξει ο καθένας το δικό του.

Μια φωτογραφία δεν λέει ποτέ ψέματα… ας παραμείνει έτσι.

Κοσμάς Σταθόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου