Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Βλάχοι-Αρμάνοι κιρατζίδες αγωγιάτες

Βλάχοι-Αρμάνοι οδίτες, δηλ. φύλακες οδικών διαβάσεων, και αγωγιάτες / κιρατζήδες μεταφορείς ανθρώπων και αγαθών, στοίχειωναν κάποτε την πιο πολυσύχναστη και πιο σημαντική περιοχή του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου στον χώρο της χερσονήσου του Αίμου, την Ήπειρο και τη Μακεδονία, τις οποίες διέσχιζαν η Βασιλική Οδός των Μακεδόνων και η Εγνατία Οδός των Ρωμαίων, την αλλιώς Calea atsea Marea «Τον Μεγάλο Δρόμο» των Βλάχων...
Οι πρώτοι βλαχόφωνοι αγωγιάτες, που καταγράφονται από την Ιστορία, είναι αυτοί που στις αρχές του 7ου αιώνα συμπορεύονται με τον βυζαντινό στρατό σε εκστρατεία εναντίων των Αβάρων, όταν η μούλα του ενός γέρνει το φορτίο με τις αποσκευές και ο σύντροφός του τον ειδοποιεί με το περιβόητο πια torna, torna, frater «γέρνει,γέρνει, αδερφέ!».

Οι Βλάχοι, κατά τον ακαδημαϊκό και βυζαντινολόγο Κωνσταντίνο Άμαντο, ήταν ο πιο πολύτροπος και ευκίνητος πληθυσμός της Βαλκανικής. Πολύτροπος με τα διάφορα επαγγέλματα που εξασκούσε, όπως είναι οι τέχνες: του σαμαρά, του οπλοποιού, του μαχαιρά, του ξυλουργού, του βιοτέχνη μάλλινων υφαντών (φλοκάτες, κάπες, κλπ), του κτίστη κ.ά. Ήταν ευκίνητος πληθυσμός με τον ημινομαδισμό και το κιρατζηλίκι, δύο επαγγέλματα από τα οποία ο ημινομαδισμός επέβαλε την εποχική μετακίνηση των κοπαδιών από το βουνό στον κάμπο και αντίστροφα, ενώ το κιρατζηλίκι ασκούνταν σε συνεχή μετακίνηση από τον ένα στον άλλο τόπο, καθώς έκαναν διαδοχικά αγώγια.

Η μονοκαλλιέργεια της κτηνοτροφίας και της υλοτομίας δημιουργεί ελλείμματα στη συντήρηση και τη διατροφή τους και συνεπώς την ανάγκη ανταλλαγής προϊόντων. Η ανταλλαγή προϊόντων προϋποθέτει τη μεταφορά τους κι ευνοεί την άσκηση του επαγγέλματος του αγωγιάτη. Έτσι, η παρουσία Βλάχων στις αγορές δημιουργούσε παλιά την εντύπωση ότι έφθαναν λίγοι μόνο Βλάχοι για να στηθεί ολόκληρο παζάρι. Γι' αυτό ο λαός έλεγε το παροιμιώδες: «πέντε Βλάχοι ένα παζάρι», εννοώντας ότι οι Βλάχοι κατέβαζαν για πώληση ζώα πολλά: αιγοπρόβατα και αλογομούλαρα, μαλλί και μάλλινα υφαντά, κερεστέ, δηλ. Ξυλεία, και είδη ξυλουργικής τέχνης, όπως σκάφες, πινακωτές, κλειδοπίνακες κλπ, όλα σε μεγάλη ποσότητα.

Η κάθετη οικονομική ανάπτυξη των βλάχικων κοινοτήτων ξεκινάει από τον πρωτογενή τομέα της κτηνοτροφίας, συνεχίζει με τη βιοτεχνική επεξεργασία των προϊόντων της, που το εμπόριό τους διενεργείται με τη μεσολάβηση των κιρατζήδων για τη μεταφορά τους. Αυτή η κάθετη οικονομική ανάπτυξη κορυφώνεται τελικά με την ανάδειξη απαράμιλλων αργυροχρυσοχόων, εμπόρων κι επιχειρηματιών, καθώς και μεγάλων τραπεζιτών στην Κεντρική Ευρώπη, όπως είναι ο Σίνας, ο Δούμπας και άλλοι.

Έμποροι ή αλλιώς πραματευτάδες ονομαζόμενοι τότε με τους καλά οργανωμένους σχηματισμούς των κιρατζήδων έφθαναν με τα καραβάνια τους στην καρδιά, αλλά και στις εσχατιές, όπως θα δούμε, της Ευρώπης.

Οι Βλάχοι κιρατζήδες με τ’ αγώγια εξυπηρέτησαν τρεις αυτοκρατορίες: τη Ρωμαϊκή, τη Βυζαντινή και την Οθωμανική. Τελευταία φάση στον αστερισμό με τις μούλες, λίγο πριν την ολοσχερή σχεδόν εξαφάνισή τους, ήταν η υπηρεσία Βλάχων - και όχι μόνο βέβαια - ημιονηγών στο αλβανικό μέτωπο. Εδώ οι έμπειροι βλάχοι κιρατζήδες ξεχώρισαν για την ικανότητα να χειρίζονται τα σκληρόνυχα ορεινά μουλάρια, τόσο στην αποτελεσματική μεταφορά τροφών και πολεμοφοδίων όσο και στην συντήρηση των υποζυγίων τους μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Και διακρίθηκαν τόσο πολύ στον ζωτικό χώρο των μεταφορών στη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου, που ο στρατηγός Γιάννης Δασκαλόπουλος όταν συνάντησε τον Βεροιώτη και Σαμαριναίο στην καταγωγή κιρατζή, Νικόλα Μπαλαμπούτη, βραβευμένο με τον σταυρό πολεμικής ανδρείας, αναγνώρισε τη συμβολή τους με τα εξής περίπου λόγια: «Αν στο μέτωπο δεν ήταν έμπειροι ημιονηγοί σαν εσάς τους Βλάχους, δεν ξέρω πόσο θα μπορούσε να κρατήσει η άμυνά μας μέσα στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας».

Αναφέρθηκα πιο πάνω μόνο στα μουλάρια, ενώ υποζύγια, φορτηγά ζώα, είναι και τ’ άλογα, καθώς και τα γαϊδούρια. Αλλά, το μουλάρι με την αντοχή, τη σταθερότητα και τη γνωστή ευφυία του είναι το κατεξοχή φορτηγό ζώο, έτσι που έγινε το κύριο επαγγελματικό εργαλείο στα χέρια των αγωγιατών. Οι κιρατζήδες έλεγαν : mula calcă ca γumarlu calu scundipseashte, mula nu scundipseashte vîrnă oară «Το μουλάρι πατάει/περπατάει σαν το γαϊδούρι, το άλογο σκοντάφτει, το μουλάρι δεν σκοντάφτει ποτέ». Σχετική είναι και η παροιμιώδης φράση που λέει ο λαός: «Μουλάρι στον ανήφορο, γαϊδούρι στον κατήφορο κι άλογο στους κάμπους».

Υβριδικό ζώο το μουλάρι, συνδυάζει τα προσόντα των γονιών του, εκείνα της φοράδας και του γαϊδάρου. Είναι σαν τον σκληρό μπρούντζο, που προκύπτει ως κράμα από μαλακά μέταλλα, τον χαλκό και τον κασσίτερο ή καλάι.

Αυτή η σιγουριά, την οποία εμπνέει το μουλάρι και μάλιστα το θηλυκό, η μούλα, που φεύγει μπροστά από τον μούλο ως προς την σταθερότητα, την αντοχή και την ευφυία του, θα κάνει τον Κωστή Παλαμά, να την προσλάβει ως όχημα στο ποιητικό του ταξίδι στον Δωδεκάλογο του Γύφτου(λόγος Α΄), όπου χαρακτηρίζει στέρεο το περπάτημά της και γερή την περπατησιά της.

Στην Ανατολή, και μάλιστα στην Περσία, οι γέροντες θεωρούν πράξη τιμητική ν’ ανέβουν σε μούλα.

Κιρατζηλίκι ασκούσαν και παιδιά κτηνοτρόφων, καθώς οι γονείς τους φρόντιζαν πάντα κοντά στο τσελιγκάτο να υπάρχει και δικό τους καραβάνι, γιατί, όπως έλεγαν, «Το καραβάνι είναι μαγαζί», καθώς έφερνε σίγουρο εισόδημα, πράγμα που δεν γινόταν απαρέγκλιτα με το κοπάδι, που συχνά το απειλούσαν ασθένειες και βαρυχειμωνιές.

Η ζωή των καρβανάρων είχε τις χαρές της αλλά προπάντων είχε ταλαιπωρία, που, ωστόσο, τους έδινε την αίσθηση της κερδισμένης ζωής μέσα από τον προσωπικό τους αγώνα. Γιαυτό ένιωθαν πάντα δυνατοί και χρήσιμοι.

Παραθέτω στη συνέχεια κείμενο μεταφρασμένο από τα βλάχικα των Φρασαριωτών Βλάχων της Αλβανίας, ως ενδεικτικό για τη δύσκολη ζωή των κιρατζήδων, που καταχωρήθηκε στο Dicţionarul Dialectului Aromân του Τ. Παπαχατζή (σελ. 86).

«Alăgam frati, tu tuti părtsâli. Τρέχαμε, αδελφέ μου, σε όλα τα μέρη. Μας βαρούσε η βροχή και δε θέλαμε να το ξέρουμε, δηλ. αδιαφορούσαμε. Δουλεύαμε για ένα κομμάτι ψωμί. Το φθινόπωρο όταν οι φαμελιές κατέβαιναν στα χειμαδιά, φτάναμε μέχρι τη Λάρισα, τα Τρίκαλα, την Ελασσόνα. Αλλά, ερχόταν η άνοιξη, για δεύτερη φορά πηγαίναμε και μεταφέρναμε τις φαμελιές στο βουνό.

Παίρναμε αλάτι από το Δυρράχι και το πηγαίναμε στην Καβάια. Καθόμασταν όσο καθόμασταν εκεί, παίρναμε το δρόμο και φτάναμε στο Πικίνι. Εδώ δεν μέναμε πολύ και πηγαίναμε πιο πέρα και φτάναμε στο Ελμπασάν. Από το Ελμπασάν φορτώναμε άλλη πραμάτεια και κάναμε δυο μέρες για να φτάσουμε στην Κορυτσά. Από την Κορυτσά κατεβαίναμε στη Φλώρινα κι από εκεί βρισκόμασταν στα Μπιτόλια / Μοναστήρι».

Για το αλάτι του Δυρραχίου, που αναφέρεται στο παραπάνω κείμενο, έχω την πληροφορία από τον Γιάνκο Κουκουτέγο ότι ο μακεδονομάχος παππούς του Στέργιος μαζί με άλλους Βλάχους καρβανάρους από τη Βέροια, το κουβαλούσαν εκεί από την Τούζλα (τώρα Αλυκή) της Κατερίνης.

Τόσο το αλάτι όσο και ο ασβέστης έβαζε τους κιρατζήδες σε μεγάλη έγνοια από τον φόβο της βροχής. Το μεν αλάτι η βροχή το λυώνει, ενώ ο ασβέστης ανάβει με το νερό, κινδυνεύοντας να κάψει και το ζώο, που το μεταφέρει. Γιαυτό είχαν χοντρά και αδιάβροχα από γιδόμαλλο σαΐσματα και κάπες με τα οποία σκέπαζαν το φορτίο.

Στο τελευταίο μουλάρι είχαν την καλιγοθήκη με τα σύνεργα για πετάλωμα, αν κάποιο ζώο έχανε το πέταλό του. Με τα γκοβότσια κάρφωναν στο νύχι του ζώου τα πέταλα, που ήταν δυο ειδών: το συμπαγές πέταλο, με το οποίο καλίγωναν τα υποζύγια και ο καλτσάς (βλαχιστί câltsă) για τα άλογα που έσερναν κάρα. Αυτό ήταν άδειο στη μέση. Είχαν και άλλα σύνεργα, και ανάμεσά τους το τσαγκαροσούγλι για να ράβουν τη σαγή όταν σε κάποιο σημείο κόβονταν.

Και μια που τα μουλάρια πρωταγωνιστούσαν στις μεταφορές, τις τόσο αναγκαίες για την προαγωγή της υλικής όσο και της πνευματικής προόδου, θα σταθούμε για λίγο στην καταγραφή βασικών τους χρωματικών τύπων:

Καράσα ή gάλa είναι η «μαύρη μούλα», bάρτζα η «άσπρη μούλα», ενώ μέρτζhου ο «άσπρος μούλος», μάρα η «καφετιά», μαρέτσha η «μικρή μάρα», gέσα η «καφετιά με λίγο κόκκινο», ψάρα η «γκρίζα», λάφα η «μούλα με ανοιχτό μπεζ και μούργο κεφάλι», μάρκου ο «δυνατός μαυροκαστανός μούλος» και gόρι ο «μεγαλόσωμος και γερός μούλος».

Η πιο καλή (αποδοτική) για τη δουλειά ηλικία των υποζυγίων αυτών είναι από τα 4 έως τα 10 χρόνια-τους.

Άλογα και μουλάρια φορτώνονταν για πολύ κοντινές αποστάσεις μέχρι 200 οκάδες ξύλα, που τα πήγαιναν στη «συγκέντρωση»μέσα στο ίδιο δάσος. Για μακρινές, όμως, αποστάσεις, ανάλογα και με το ζώο, το φόρτωναν 80 πάνω-κάτω οκάδες.

Και για να μην πληγώνεται το υποζύγιο από το σαμάρι, καθώς πιεζόταν από το βάρος του φορτίου, του έστρωναν κατάσαρκα μάλλινο σάισμα, ενώ πάνω στο σαμάρι, για προστασία από τη βροχή, έστρωναν σάισμα από γιδόμαλλο. Στα καπούλια του ζώου και συρραμμένο στο σαμάρι προσάρμοζαν την εμβληματική câperδa, μια υφαντή μικρή κουβέρτα, που, ανάλογα με το χωριό προέλευσης του ιδιοκτήτη, έφερνε και τον χρωματικό τύπο, κυρίως με τετραγωνάκια και λωρίδες. Αυτό γινόταν προκειμένου να ξεχωρίζουν τ’ αλογομούλαρα, π.χ. Των Σαμαριναίων από εκείνα των Περιβολιωτών και των Κουπατσαραίων.

Για να μην αδιαφορούν οι νεότεροι για το αγώγι, οι πατεράδες τους έλεγαν την εμπειρία πως «όταν τα μουλάρια δουλεύουν, τα σαμάρια δε χαλούν, ενώ όταν κάθονται για μέρες, χαλούν, γιατί τα ζώα κυλιούνται μαζί με το σαμάρι».

Όταν το ταξίδι διαρκούσε μέρες πολλές, προμηθεύονταν γι’ αυτούς ξηρά τροφή και για τα ζώα κριθάρι σε σάκκους, που τα φόρτωναν σ’ ένα από τα πολλά μουλάρια. Την τροφή σε κριθάρι την έβαζαν στο αλογοτάγιστρο - βλαχιστί liγutastru. To περνούσαν στο κεφάλι του ζώου και είχαν κατά νου να μην περνούν από πίσω-του, γιατί αγρίευε και κλωτσούσε εκείνη την ώρα. Περισσότερο από απ’ τ’ άλογα κλωτσούσαν τα μουλάρια. Κι αυτό γιατί τα τελευταία είναι πιο νευρικά όπως το εξηγούν οι αγωγιάτες.

Τα μουλάρια στα βλαχοχώρια της γρεβενιώτικης Πίνδου ήταν πολλά σε κάθε χωριό. Ο Κρυστάλλης γράφει πως, ανάλογα με τις δυνατότητες κάθε κιρατζή, τα υποζύγιά-του αριθμούσαν τα 10, 15, 20, 30, 50, 100, 200 και καθεξής. Οι εύποροι καρβανάροι μας πληροφορεί ότι είχαν υπηρέτες. Οργανική συνέχεια των καρβανάρων της Δυτ.Μακεδονίας ήταν και οι κιρατζήδες από την περιοχή της Βέροιας, των οποίων ο μεγάλος αριθμός μουλαριών κατ’ άτομο προκαλούσε την έκπληξη των νότιων Ελλήνων, όταν, μετά την απελευθέρωση του 1912, αντίκρυζαν πολυάριθμα καραβάνια, πράγμα που τους έκαμνε να λένε: «Μωρέ αδελφέ μου, εμείς 20 μέχρι 30 κότες μόνο μπορούμε να έχουμε. Από μουλάρια, ένα κι αυτό δεμένο στο παλούκι».

Τις μεταφορές στην ευρύτερή-μας περιοχή διευκόλυναν δύο μεγάλες αρτηρίες: η Εγνατία οδός, που έξω από τη Θεσ/νίκη έστριβε προς τα βόρεια, περνώντας από τ’ ανατολικά της Αχρίδας και η Βασιλική οδός του Φιλίππου,η οποία διέσχιζε τα οροπέδια του Ξηρολιβάδου και της Κοζάνης και μέσα από την χαράδρα της Τσούργιακας και τώρα Αϊτιάς της γρεβενιώτικης Πίνδου, στα νότια της Σαμαρίνας, οδηγούσε προς την Ήπειρο. Υπολείμματά της σώζονται στην Τσούργιακα και το Ξηρολίβαδο, απ’ όπου περνούσε ο μεγαλοκαρβανάρης Ρόβας και ξεκουράζονταν στο μεγάλο χάνι του χωριού μας, που μπορούσε να χωρέσει κάπου 100 αλογομούλαρα.

Κι ενώ από το δημοτικό τραγούδι: «Κίνησε ο Ρόβας κίνησε για τη Βλαχιά να πάει…» μαθαίνουμε τ’ όνομα ενός μεγάλου κιρατζή από τα Ζαγόρια, από τον Κρυστάλλη μαθαίνουμε τα ονόματα των πιο ξακουστών καρβανάρων της περιοχής: Του Βασιλάκη από τη Βωβούσα, των Μισαίων από το Περιβόλι, του Χατζη-Πύρρου από τη Σαμαρίνα, ενώ από τους τελευταίους μεγάλους κιρατζήδες ήταν ο Βασίλης Νικολάου Γκόγκας από τη Σμίξη, που διετέλεσε για χρόνια πολλά πρόεδρος των κιρατζήδων.

Ο Κρυστάλλης αξιολογεί τους Σαμαριναίους και τους Μετσοβίτες ως τους καλύτερους σαμαράδες στο χώρο της Ελλάδας και της Αλβανίας. Και αυτό γιατί στα κεφαλοχώρια τούτα το επάγγελμα του αγωγιάτη ήταν υπερτροφικά αναπτυγμένο.

Κάποιοι από τους καρβανάρηδες είχαν και την ιδιότητα του έμπορου, καθώς κουβαλούσαν με τα υποζύγια τους δική τους πραμάτεια, που την πουλούσαν για λογαριασμό-τους (Κ. Κρυστάλλης, Βλάχοι της Πίνδου, σελ. 497).

Η μούλα υπερείχε από τον μούλο, όπως είπαμε, γι' αυτό στα καλά οργανωμένα καραβάνια ήταν το αποκλειστικά σχεδόν φορτηγό ζώο. Έτσι η μούλα, πρωτολάτης/μπροστάρης στο καραβάνι, ονομαζόταν câlăuzâ (κολαούζα). Της κρεμούσαν μεγάλο κυπρί, για να εντοπίζεται εύκολα η θέση του καραβανιού, τόσο από τον κιρατζή όσο και από άλλες μούλες όταν ξεμάκραιναν στην πορεία η μια από την άλλη. Οι άλλες μούλες αναγνώριζαν -θαρρείς- το ρόλο της να είναι επικεφαλής του καραβανιού και ποτέ καμιά δεν της έβγαινε από μπροστά. Σίγουροι, κιρατζήδες και ζώα, ότι η κολαούζα μούλα γνώριζε τη διαδρομή, την άφηναν ανενόχλητη και σταματούσε μόνον όταν, ύστερα από πορεία τεσσάρων έως έξη ωρών, ανάλογα πάντα με το βάρος του φορτίου, τη ζέστα και τη δυσκολία του δρόμου, ξεφόρτωναν για να πάρουν μια ανάσα άνθρωποι και ζώα.

Και όπως η μούλα - κολαούζος ήταν η κεφαλή του καραβανιού, έτσι ο κιρατζή-bάσh, ο επικεφαλής ενωμένων καραβανιών, αναλάμβανε την ευθύνη της σωστής και ασφαλούς πορείας. Με το μπινέκι του, το άλογο ίππευσης, πηγαινοερχόταν για να επιβλέπει. Και όταν τη νύχτα ξεπέζευαν,αυτός απομακρυνόταν από τον καταυλισμό, έχοντας μαζί του όλα τα χρήματα των συντρόφων του, ώστε να τα προφυλάξει από τυχόν επιδρομή ληστών.

Μετά την ολιγόωρη ανάπαυση και παρά την κούραση και χωρίς ξυπνητήρι, οι κιρατζήδες σηκώνονταν κοντά τρεις η ώρα, φόρτωναν και ξανάπιαναν την πορεία πριν τους ζώσει η ζέστα της ημέρας. Ο έναστρος ουρανός, με όλη τη φεγγερή λαμπρότητα, τους καθοδηγούσε στο σωστό δρόμο με τους αστερισμούς, με βάση τους οποίους προσανατολίζονταν. Και σαν ο αυγερινός,προπομπός του ήλιου, έμενε μόνος στο ανατολικό σημείο του στερεώματος, λίγο πριν φέξει, έπιαναν τα μακρόσυρτα κιρατζίδικα τραγούδια, ελληνικά και βλάχικα, που με τα ρεφραίν, τις επαναλήψεις, τους ξεκούραζαν, ενώ επέτρεπαν στον χρόνο της μακράς πορείας να περνάει πιο ανεπαίσθητα.

Ένα από αυτά μας προβάλλει την εικόνα του νιόγαμπρου κιρατζή που ακούει τα κοκόρια και με λύπη θυμάται πως πρέπει ν’ αφήσειτη θαλπωρή της συζυγικής κλίνης και ν’ ακολουθήσει τους καρβανάρηδες συντρόφους του: Cântâ cucotslji câ, câ,câ, scoalati Marushe «Τα κοκόρια λαλούνε κι, κι, κι, σήκω Μαρούσα».

Οι κιρατζήδες, διατρέχοντας ακατάπαυστατον ελληνόφωνο χώρο, άκουγαν, μάθαιναν και τραγουδούσαν ελληνικά τραγούδια, καθώς το απαιτούσε και η δουλειά τους. Έτσι, τα μετέφεραν και τα διέδιδαν σε βλαχόφωνους και σ’ ελληνόφωνους. Ο Κώστας Κρυστάλλης σημειώνει σχετικά με τα τραγούδια των κιρατζήδων: «Και απαράλλακτα όπως κάθε Ηπειρώτης, έτσι και ο Βλάχος της Πίνδου διοχετεύει τη λύπη ή τη χαρά του σε τραγούδια, στα ωραία εκείνα και περιπαθέστατα τραγούδια της ξενιτειάς, που αν και βλάχικα, έχουν όμως τον ίδιο πόνο, την ίδια χάρη, την ίδια μελωδία, το ίδιο πνεύμα με τα ελληνικά» ( Οι Βλάχοι της Πίνδου, Σαμαρίνα).

Τραγούδια κιρατζήδικα έχει περιλάβει ο Τάκης Παπαχατζής στη συλλογή του: Poezia lirică populară. Ωστόσο, κι ένας φοιτητής της νομικής το 1978 στην Αβδέλλα μου έλεγε ότι είχε συγκεντρώσει 150 περίπου κιρατζήδικα τραγούδια.

Ακολουθούν στη συνέχεια δυο σχετικά τραγούδια. Το πρώτο, καταγραμμένο από το Σύλλογο Βλάχων Βέροιας, είναι καθαρά κιρατζίδικο και καθρεφτίζει τη νοσταλγία του κιρατζή για τη φαμέλια του, ενώ η φτώχεια και οι ανάγκες της τον κρατάνε μακριά της. Το δεύτερο, από την Μπρεάζα και σήμερα Δίστρατο, καταγράφηκε από τον Κώστα Παγανιά (cd ‘Κόνιτσα μουσικές και μουσικοί’ επιμέλεια Νίκος Διονυσόπουλος 2007), και αναφέρεται στον καημό της κόρης για τον ξενητεμένο κι αγαπημένο της κιρατζή.

α) Unăvearămari mari

Ună veară mari mari

tse nji stau, muljari, tu xeani,

tse nji stau, muljari, tu xeani,

sărătorlu nu ari sari.

Stăteam di nji mi mintuiamu, muljari,

shi adutseam a minte, lai nji fumealji…

Mi lo toamna shi ku ploili

shi picuralji fug cu oili.

Nu nji am mălijotushi nu nji am tămbari,

shi nji mi stau, muljari tu arcoari

[Μετάφραση:

Ένα καλοκαίρι τρανό τρανό,

ένα καλοκαίρι τρανό τρανό

που στα ξένα, γυναίκα μου, μένω

που στα ξένα, γυναίκα μου, μένω

το πουγκί με τ’ αλάτι άδειο.

Καθόμουν και συλλογιζόμουνα, γυναίκα,

και στο νου μου έφερνα τη δόλια φαμελιά-μου…

με πήρε το χινόπωρο και με τις βροχές

τα πρόβατα οι τσομπάνοι ροβολάνε.

Μαλιότο δεν έχω, ο έρμος μήτε κάπα,

και στέκω, γυναίκα, ο δόλιος μου μες τ’ αγιάζι].

β) Τσι στάι φιάτα νίγκα αρâου

-Τσι στάι φιάτă νίγκα αρâου,

φιάτă μουσhιάτă νj;

-Σ’ τριάκâ αρâουλου σ’ μι λια,

μωρ, τζιόνι κιρατζή

-Τρâ τσι φιάτα σι νj τιλια

φιάτă μουσhιάτα νj;

-Κα νj αμ τζιόνιλιτου ξιάνι,

τζιόνι κιρατζή.

-Τσι νj ντάι, φιάτă νj, σ’ τσâ λ’αντούκου,

φιάτă μουσhιάτα νj;

-Προίκα νj τούτâ ντι λα ντάντα,

τζιόνι κιρατζή.

[Μετάφραση:

-Τί στέκεσαι κόρη δίπλα στο ποτάμι, κόρη μου όμορφη;

-Να περάσει το ποτάμι να με πάρει, μωρέ λεβέντη κιρατζή.

-Γιατί κόρη μου να σε πάρει, κόρη μου όμορφη;

-Γιατί έχω το λεβέντη μου στα ξένα, λεβέντη κιρατζή.

-Τί μου δίνεις, κόρη μου, να τον φέρω, κόρη μου όμορφη;

-Την προίκα μου όλη από τη μάνα μου, λεβέντη κιρατζή].

Να σημειωθεί ότι τα καθεαυτό κιρατζήδικα τραγούδια δε χορεύονται, καθώς είναι τραγούδια προσαρμοσμένα στις πραγματικές συνθήκες των στρατοκόπων αγωγιατών, που βρίσκονται σε συνεχή πορεία, καβάλα με το κεχριμπαρένιο κομπολόι στο χέρι ή πεζούρα. Είναι αργά, μακρόσυρτα, συχνά λυπητερά, αληθινοί σύντροφοι του κιρατζή στην ατέλειωτη πορεία.

Να πώς σχηματιζόταν ένα μεγάλο καραβάνι με μακρινό προορισμό: Στη Βωβούσα άκουσα τη σχετική παράδοση πως με την αρχή της καλοκαιρίας, κιρατζήδες που είχαν συγκεκριμένο προορισμό, όπως π.χ. Θεσσαλονίκη, Μοναστήρι,Κορυτσά, Δυρράχι, Βελιγράδι, Βουδαπέστη, κλπ, ξεκινούσαν από εκεί, περνούσαν από Περιβόλι, Αβδέλλα, Σμίξη και Σαμαρίνα, και όποιοι αγωγιάτες είχαν κοινό προορισμό, ενσωματώνονταν στο υπόσχηματισμό μεγάλο καραβάνι και μ’ πικεφαλής, όπως είδαμε, τον κιρατζή-bάσh, έναν καρβανάρο έμπειρο και ικανό για τις δύσκολες περιστάσεις που είχαν μπροστά τους, ξεκινούσαν το δρομολόγιό τους. Η ομοψυχία, όρος απαραίτητος για τη συνοχή και τη σωστή διεκπεραίωση της αποστολής των, γινόταν φανερή σε περίπτωση εμφάνισης ληστών, οπότε, εάν υπολόγιζαν ότι ήταν του χεριού τους, άρπαζε ο καθένας τη φορτωτήρα, μια φούρκα γερή συνήθως από κρανιά, που την είχαν πάντα πανωσάμαρα, και ρίχνονταν ομαδικά επάνω τους ή πυροβολούσαν με τα όπλα.

Στο Περιβόλι άκουσα γέροντα να μου λέει: «Ποια κτηνοτροφία. Δε λέω, είχαμε και κοπάδια, αλλά εμείς πολύ παλιά ήμασταν, παιδί μου, οι περισσότεροι κιρατζήδες. Γι' αυτό η φορεσιά μας ήταν μαύρη». Τότε κοντά στη μαύρη ενδυμασία των Περιβολιωτών, θυμήθηκα ότι στο Μέτσοβο οι κτηνοτρόφοι και οι αμπελουργοί φορούσαν τα albile, τα άσπρα, ενώ οι αγωγιάτες και οι εμποροβιοτέχνες τα vinjitle, τα βαθιά γαλάζια. Η ενδυματολογική τούτη διάκριση υπήρχε και σε άλλα βλαχοχώρια, όπου οι κτηνοτρόφοι φορούσαν άσπρα και οι κιρατζήδες με τους εμποροβιοτέχνες μαύρα.

Πριν από δεκαετίες ο έμπορος από τη Θεσσαλονίκη Κατσόχης μου είπε ότι στο χωριό του, την Αβδέλλα, τα μουλάρια δημόσιας χρήσης ανέρχονταν στα 1.500 ζώα, όταν η ελεύθερη τότε Ελλάδα της Μελούνας είχε ακριβώς 1.500 βιομηχανικούς ίππους. Ο ίδιος είχε πληροφορίες από γεροντότερους ότι οι κιρατζήδες μας έφθαναν στη Λειψία της Γερμανίας αλλά και μέχρι το Novgorod της Ρωσίας ανάμεσα από τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Έτσι, όταν επέστρεφαν με την πολύτιμη πραμάτεια και την παρέδιδαν, γύριζαν στα σπίτια τους και ζητούσαν από τις γυναίκες ν’ ανοίξουν την ποδιά κι εκεί, γεμάτοι περηφάνεια, έριχναν τις χρυσές λίρες που είχαν μαζέψει με τ’ ακριβοπληρωμένα αγώγια τους, εισπράττοντας ταυτόχρονα την ικανοποίηση ότι οι κόποι τους άξιζαν και δεν πήγαν χαμένοι.

To Νovgorod στα ΒΔ της Μόσχας μου φαινόταν τότε ως άπιαστο βεληνεκές στην πορεία των Αρμάνων κιρατζήδων και απέδιδα τη σχετική πληροφορία σε νεομυθολογική τάση ευφάνταστων Βλάχων. Αργότερα, όμως, ήρθε άλλη πληροφορία, τη φορά τούτη προσωπική αυτού που μου την κατέθεσε. Τώρα το βεληνεκές στη πορεία των αγωγιατών μας έφθασε μέχρι τα νότια της Βόρειας Φινλανδίας, κοντά στη χώρα των Λαπώνων. Εκεί ο συγχωριανός μας από το Ξηρολίβαδο Βερμίου, Φιλώτας Μπέλλας, τυρέμπορος, με διαβεβαίωσε ότι συνάντησε Βλάχους, που χάρηκαν όταν άκουσαν ότι ήταν από την Ελλάδα, και του είπαν ότι στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας οι πρόγονοι τους έφθαναν εκεί με τη πραμάτεια τους και ότι κάποτε πήραν τις οικογένειές τους από τη Βόρεια Μακεδονία κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο χωριό Κιουπέϊ (αν το θυμάται σωστά), όπου μέχρι σήμερα ασχολούνται με την προβατοτροφία και τις φλοκάτες. Τον φίλεψαν μάλιστα πίτα (teasă τη λένε) με γάλα και σταφίδα. Ο κύριος Μπέλλας βρέθηκεεκεί το 1975 (7 έως 22 Ιουνίου) με σκοπό ν’ αγοράσει μηχανήματα τυροκομικής από το εργοστάσιο της εταιρείας ΜΚΑΤΕ, απ’ όπου το χωριό τους απέχει περί τα 70 χιλιόμετρα. Σ’επιβεβαίωση της μαρτυρίας του μου έδωσε πιστοποιητικό που εμφαίνει ότι έκανε επιτυχώς ΣΑΟΥΝΑ, καθώς άντεξε υψηλούς βαθμούς θερμοκρασίας.

Αλλά, το βεληνεκές στην πορεία τωνΒλάχων - Αρμάνων κιρατζήδων εκτείνεται και προς τ’ ανατολικά, πέρα από την ινδική Πενταποταμία, όπου έφθασε ο Μεγαλέξανδρος, καθώς φτάνει στην άλλη άκρη της μεγάλης χερσονήσου, στην Καλκούτα. Απόδειξη της εκεί παρουσίας τους είναι τα επώνυμα των αφιερωτών στις εικόνες, που βρίσκονται στην ελληνοορθόδοξη εκκλησία της μεγαλούπολης, που ο πρεσβευτής κάποτε στο Δελχί Τζων Σωσσίδης από το Νυμφαίο αναγνώρισε ως τάματα βλάχων πολυπλάνητων κιρατζήδων.

Όσοι κιρατζήδες έκαμναν δρομολόγια σε περιοχές της Ν. Βαλκανικής, φρόντιζαν στις μεγάλες γιορτές του καλοκαιριού να γυρίζουν στα ορεινά χωριά τους. Εκεί η κοινότητα φύλαγε αβόσκητο τον μερά, το λιβάδι, όπου οι ξενιτεμένοι αγωγιάτες απολούσαν τ’ αλογομούλαρά τους. Ύστερα, πλυμένοι και ντυμένοι με την άσπρη γιορτινή φορεσιά, πιάνονταν στον πανάρχαιο κύκλιο δωρικό λαϊκοθρησκευτικό χορό (corlu ali hoarâ). Εδώ, ανύπαντροι νέοι και νέες αντάλλασαν διερευνητικά βλέμματα, που τη συνέχειά τους αναλάμβαναν οι γονείς και οι προξενήτρες.

Και ήταν τόσο αναπτυγμένο το κιρατζηλίκι στα Βλαχοχώρια της γρεβενιώτικης Πίνδου, που ο Αλή Πασάς, σύμφωνα με παράδοση από τη Σμίξη, έδωσε εντολή να μετοικίσουν οι αγωγιάτες στο χωριό Μάζια, έξω από τα Γιάννενα, προκειμένου να μεταφέρουν, για ένα κομμάτι ψωμί, τα εμπορεύματα από τα λιμάνια στην πρωτεύουσά του. Οι κιρατζήδες, όμως, προτίμησαν να φύγουν προς την Αν. Μακεδονία παρά να γίνουν υπηρέτες του Πασά. Κι επέστρεψαν όταν έληξε η τυρρανία του. Τη μνήμη του γεγονότος αυτού συντηρεί και δημοτικό τραγούδι από τη Σμίξη, χωριό που διακρινόταν για τους νοικοκυραίους καρβανάρους.

Στο Καλοχώρι της Λάρισας γέροντες Περιβολιάτες μου είπαν ότι τα καραβάνια τους προτιμούσαν να πηγαίνουν τα ορεινά μονοπάτια, γιατί στον κάμπο τους εντόπιζαν εύκολα οι ληστές. Ακόμα, όταν ήταν δυνατό, απόφευγαν και το πέρασμα από τα δερβένια, για να γλυτώσουν από τις αυθαιρεσίες των δερβεναγάδων.

Στις ορεινές διαβάσεις, άλλωστε, έβρισκαν, πριν από αιώνες, οδοφύλακες, που στη βαλκανική ενδοχώρα, από την εποχή των Ρωμαίων -με διακυμάνσεις- παρέμειναν σε χέρια βλαχόφωνων αρματωλών.

Κι ενώ η γλώσσα των Βλάχων στην πρώτη καταγραφή της, όπως είδαμε, σχετίζεται με το επάγγελμα του αγωγιάτη, η πρώτη καταγραφή τους με τ’ όνομα Βλάχοι τους συνδέει με την ιδιότητα του Βλάχου-καστροφύλακα ή αλλιώς Μπουρτζόβλαχου, όταν τον 10ο αιώνα αναφέρονταν ρητά πια ως Βλάχοι-οδίται, δηλ. Φύλακες οδικών διαβάσεων, οι οποίοι οδίτες σε θέση, ανάμεσα στη Καστοριά και τις Πρέσπες, σκότωσαν τον αδερφό του τσάρου Σαμουήλ.

Την παραπάνω μαρτυρία του Κεδρηνού, ενισχύει μεταξύ των άλλων, και το προσωνύμιο των Αρμάνων ως Μπουρτζοβλάχων, δηλ. «καστροφυλάκων» καθώς, η λέξη μπούρτζι σημαίνει στη γλώσσα του λαού «πύργος, κάστρο», ενώ σε ακριτικό τραγούδι από τη Σητεία της Κρήτης γίνεται λόγος για το μικρό βλαχόπουλο, τον καστροπολεμίτη, όπως τον αποκαλεί.

Αλλά, και τα χάνια, τα καραβάν-σεράγια, στο δρόμο τους, ήταν πολλά από αυτά σε χέρια Αρμάνων, γιατί το χάνι συνδυαζόταν με το κιρατζιλίκι. Έτσι, ο σέρβος L. Sreten, Popovits μας αποκαλύπτει ότι: «Σε όλα τα χάνια των μεγάλων δρόμων, στη Σερβία, οι χαντζήδες ήσαν κυρίως Τσίντσαροι (δηλ. Αρμâνj) οι οποίοι ευχαρίστως εξελληνίζονταν […]. Στον μεγάλο δρόμο (Εγνατία) που οδηγούσε στην Κωνσταντινούπολη δεν υπήρχε ούτε ένα χάνι ή πανδοχείο, που το αφεντικό να μην είναι Τσίντσαρος» (Putovanje σελ. 45, 213).

Στα χάνια, εκτός από ξεκούραση και ανεφοδιασμό, αντάμωναν ανθρώπους με διαφορετική προέλευση και κουλτούρα. Η επικοινωνία μεταξύ τους έφερνε πληροφορίες ποικίλου ενδιαφέροντος, γνώσεις και γνωριμίες που διεύρυναν τον επαγγελματικό τους ορίζοντα. Έτσι, έμποροι και αγωγιάτες, ως μεσαία κοινωνικά στελέχη, που είχαν άμεση επαφή με τις λαϊκές -και όχι μόνο- τάξεις, μετάγγιζαν στον χώρο της υπόδουλης ρωμιοσύνης τις γνώσεις και τις νεωτερικές ιδέες, όπως αυτές του διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, που τις αντλούσαν από τα πολυσύχναστα πανδοχεία, τις άτυπες ακαδημίες της εποχής, καθώς και από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης,όπως ήταν η Βουδαπέστη, η Βιέννη, η Λειψία και άλλα.

Και ήταν τόσο έντονη η επαφή με τα παραπάνω κέντρα, που στην Κλεισούρα με τις μεγάλες αποθήκες και τους φωτισμένους αδερφούς Δαρβάρηδες, η παράδοση μας λέει ότι τον ίδιο μήνα ένα καραβάνι πήγαινε και άλλο ερχόταν από την πρωτεύουσα της κλασικής μουσικής, τη Βιέννη.

Πιστοποίηση σήμερα της επαφής των ανθρώπων της Κλεισούρας με τη Βιέννη συνιστά και το θαυμαστό ξυλόγλυπτο τέμπλο στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της ανθηρότατης κάποτε κωμόπολης. Το τέμπλο αυτό το σκάλισαν στη Βιέννη Κλεισουριώτες τεχνίτες και το μετέφεραν συγχωριανοί τους κιρατζήδες με τα υποζύγιά-τους.

Και μια και μίλησα για μεταφορά με αλογομούλαρα ολόκληρου τέμπλου, να σας αναφέρω ότι στο Μέτσοβο κατασκεύαζαν καράβια, που σε λυμένη -ασφαλώς- μορφή, τα φόρτωναν σε υποζύγια με προορισμό την Πρέβεζα, όπου και τα συναρμολογούσαν.

Για να φθάσουν με σωστό τρόπο στον προορισμό τους άνθρωποι, ζώα, εμπόρευμα και χρήμα, στ’ ανασφαλή εκείνα χρόνια, έπρεπε ο αγωγιάτης να διαθέτει πείρα, θάρρος, σύνεση, φυσική δύναμη, κάτω από την εγγύηση μεγάλου αριθμού ενωμένων καρβανάρων (η ισχύς εν τη ενώσει).

Τα προϊόντα που μετέφεραν σε κοντινές αποστάσεις ήταν: αλάτι, σιτηρά, τυροκομικά, ξυλεία, κατράμι, ασβέστη κ.ά.

Σε μακρινά, όμως, δρομολόγια διακινούσαν βαμπάκι, σαφράνι (κρόκο), κάπες, δέρματα κλπ από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Από την Ανατολή διακινούσαν πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια, πιπέρι και μπαχαρικά, μεταξωτά υφάσματα και νήματα και άλλα είδη πολυτελείας. Τα προϊόντα τούτα είχαν μικρό όγκο και άφηναν μεγάλα περιθώρια κέρδους. Στον χώρο της Αυστρίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας το χερσαίο αυτό εμπόριο το ευνοούσε πολύ το γεγονός ότι το μονοπώλιο των «ανατολικών» αυτών προϊόντων το είχαν οι ναυτικές δυνάμεις της εποχής. Έτσι, οι παραπάνω χώρες έμεναν αποκλεισμένες από την άμεση προμήθειά τους.

Αλλά, οι Αρμάνοι γνώριζαν να σπάνε και τον αποκλεισμό, που στη στεργιά επέβαλε, κάθε φορά, στην Οθωμανική αυτοκρατορία η Αυστροουγγρική κυβέρνηση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γεωργίου Σίνα, που, έφηβος κιόλας, έμαθε από τους κιρατζήδες μας τα μυστικά περάσματα της Βαλκανικής προς την κεντρική Ευρώπη και όταν αργότερα το απαιτούσε η περίσταση, καθοδηγούσε αποτελεσματικά τους αγωγιάτες για τη μεταφορά λαθραίου βαμπακιού από την Τουρκία στην Αυστρία, όπου το «λευκό χρυσάφι» ανταλλάσσονταν με το πολύτιμο κίτρινο μέταλλο.

Κομβικό σημείο για το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης στάθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα το Ζεμούν ή Σεμλίνο στην όχθη του πλωτού ποταμού Σάβου, εκεί που σμίγει με τον, επίσης, πλωτό ποταμό Δούναβη, απέναντι από το Βελιγράδι. Το Σεμλίνο ανήκε τότε στην Αυστρία και ήταν το σύνορο ανάμεσα στις αυτοκρατορίες των Αψβούργων και των Οθωμανών, καθώς μέσω του Σεμλίνου εμπορεύονταν οι δυο αυτές δυνάμεις της εποχής.

Εδώ, ακολουθώντας ένα βορειότερο κλάδο της Εγνατίας, έφταναν τα καραβάνια, για να παραδώσουν προϊόντα της Ανατολής και να φορτώσουν προϊόντα που έφταναν από την Ουγγαρία, την Αυστρία, τη Γερμανία,την Ιταλία, την Ολλανδία, ακόμα και την Αγγλία.

Να τι γράφουν σχετικά οι ερευνητές Κάνιτς και Σβάρντνερ: «Οι Τσίντσαροι -πάντα οι Αρμάνοι- αμέσως μετά την ειρήνη του Ποζάρεβιτς, κρατούσαν στα χέρια τουςολόκληρο σχεδόν το εμπόριο Εγγύς Ανατολής - Κεντρικής Ευρώπης. Πολλοί τσιντσαρικοί οίκοι είχαν άμεση συνεργασία με τα κυριότερα λιμάνια και τις βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου και των χρημάτων της Ουγγαρίας ήταν στα χέρια τους. Μέσω των εμπορικών εταιρειών τους, ήλεγχαν το εμπόριο από την Αθήνα μέχρι την Πέστη και τη Βιέννη» (Kanits, σελ.336, Schwartner, Statistik, σελ. 138).

Οι Βλάχοι της Κεντρικής Ευρώπης απέκτησαν μυθικά πλούτη, τεράστια κτήματα, ισχυρές τράπεζες, περίλαμπρα μέγαρα και τίτλους ευγενείας στον οίκο των Αψβούργων. «Κυριάρχησαν στη Βούδα, την Πέστη και τη Βιέννη, όπου έκτισαν μνημειώδεις ελληνικούς Ναούς και θεόρατα καραβάνσαράι για τα καραβάνια τους, ανέπτυξαν ισχυρότατες επιχειρήσεις, έγιναν μεγάλοι τραπεζίτες, βαρόνοι και μυστικοσύμβουλοι του Αυτοκράτορος» (Ν. Μέρτζος, Η Βλαχόφωνη Ρωμιοσύνη» σελ. 17). Στην ανάδειξη του παραπάνω μεγαλείου οι καρβανάροι πρωταγωνίστησαν. Έγιναν το δυνατό νεύρο της Ρωμιοσύνης, ενώ η ακολουθία των καραβανιών έγινε η μεγάλη αρτηρία της, όπου το κιρατζηλίκι -σε ρόλο συγκοινωνούντων αγγείων- επέτρεπε να κυκλοφορούν αγαθά και ιδέες και να μεταγγίζονται από την καθ’ ημάς Ανατολή στην καρδιά της Ευρώπης και αντίστροφα.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην ορεινή Βαλκανική δεν υπήρχαν αμαξητοί δρόμοι, γι' αυτό το επάγγελμα του αγωγιάτη ήταν απαραίτητο και θεωρούνταν αξιοπρεπές και ανεξάρτητο. Όταν, όμως, δημιουργήθηκαν τα εθνικά κράτη, η χάραξη συνόρων περιόρισε την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών, ενώ το αποφασιστικό κτύπημα ήρθε με τη χάραξη σιδηροδρομικών γραμμών (1895-97), οπότε τα τραίνα αφήρεσαν τον μεγαλύτερο όγκο εμπορευμάτων από την δικαιοδοσία των καρβανάρων.

Αργότερα ήρθε και το αυτοκίνητο και το επάγγελμα του αγωγιάτη ασκούνταν μόνο σε ορεινά μέρη, όπου δεν υπήρχε ακόμα πρόσβαση γι’ αυτό. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος δύο κατοίκων από χωριό των Γρεβενών, που όταν έφθασε για πρώτη φορά στον τόπο τους φορτηγό αυτοκίνητο, ο πρώτος ρώτησε, γεμάτος απορία: «Αλήθεια, τι τρώει αυτό το πράμα; » και ο δεύτερος: «Αυτό από σήμερα αρχίζει να τρώει μούλες και κιρατζήδες…».

Βρήκα πολλά σε ξένους περιηγητές σχετικά με Αρμάνους κιρατζήδες στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ωστόσο, προτίμησα να καταγράψω ό,τι πρόλαβα ν’ ακούσω από τους τελευταίους εν ζωή κιρατζήδες, προτού τα στοιχεία τους χαθούνε στη χοάνη του χρόνου.

Από τους περιηγητές παραθέτω μόνο την εκτίμηση ενός, που δεν θυμάμαι πια το όνομά του, ότι «είναι τυχερός ο ξένος που στην Τουρκία του έλαχε να έχει Βλάχο οδηγό και αγωγιάτη».

Σε βλαχοχώρια μ’ έντονο κιρατζηλίκι, βιοτεχνία κι εμπόριο έβρισκε κανείς αρχοντόσπιτα με βιβλιοθήκες, εμπλουτισμένες με βιβλία κλασικής παιδείας κι ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, για τα οποία έγραψαν με θαυμασμό ξένοι περιηγητές, που τα επισκέφθηκαν και όπου φιλοξενήθηκαν, ενώ μπορούσαν και να ενημερώνονται για την ισοτιμία των κυριότερων ευρωπαϊκών νομισμάτων. Κι όλος αυτός ο πλούτος, υλικός και πνευματικός, μεταφέρθηκε από τους ακαταπόνητους και ακατάβλητους στρατοκόπους, τους αγωγιάτες.

Ο κόσμος των κιρατζήδων, που τον σφυρηλάτησε η περιπέτεια, η ευθύνη, η καρτερικότητα, η επαγρύπνιση, το πνεύμα συνεργασίας και τους πότισε η άρμη από τον ιδρώτα στις μεγάλες πορείες, έγραψε εποποϊα ειρήνης και πολιτισμού, που στον καιρό της ακμής του δε βρέθηκε κανείς να τη γράψει και να την απαθανατίσει.

Μιμούμενοι τον αείμνηστο Ευάγγελο Αβέρωφ, που στην αυλή της Πινακοθήκης στο Μέτσοβο έστησε το άγαλμα του ανώνυμου βοσκού και του ανώνυμου ξυλοκόπου, θα πρότεινα -έστω και σε χρόνους οικονομικής δυσπραγίας- να στηθεί σε βλαχοχώρι σύμπλεγμα του ανώνυμου αγωγιάτη με την ορεινή μούλα σε ένδειξη αναγνώρισης κι ευγνωμοσύνης για την πολύτιμη κάποτε προσφορά τους.

*η λ. κιρατζής προέρχεται από το τουρκ. kiraci, που ετυμολογείται από το kira, αραβικής αρχής, και σημαίνει «ενοικιάζω». Στον χώρο των βαλκανικών γλωσσών έχουμε: αλβαν. kiragi, σερβ. και βουλγ. kiragija, ρουμ. chiragiu «καραγωγέας» και chiragelic «επάγγελμα καραγωγέα», ενώ chiriash «ενοικιαστής» και inchiria «ενοικιάζω».

Αντώνης Μπουσμπούκης, καθηγητής γλωσσολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου