Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Το διήγημα της Κυριακής: Ο θησαυρός της οδού Σαμουήλ

Ένα διήγημα του Τάτση Αποστολίδη από το βιβλίο «Μια πόλη στη λογοτεχνία, Γιάννινα»...







«Τι τα θέλεις τα κυπαρίσσια στην αυλή μας, νεκροταφείο θα το κάνεις;», έλεγε η γιαγιά Σεβαστή στον μπαμπά. Δυο σειρές κυπαρίσσια άνοιγαν διάδρομο — κι αυτό ήταν η είσοδος του πατρικού μου τη μέρα χορεύανε, το βράδυ θανατερά. Μετά, στρίβαμε δεξιά κι άρχιζε ο κήπος. Τα λουλούδια τα φρόντιζε ο μπαμπάς, ντυμένος την άσπρη μπλούζα του ιατρείου. Με την άνοιξη το άρωμα τους αβάσταχτο, το βράδυ γαρδένιες και γιασεμί μ’ έπιαναν δυνατά, το πρωί θλίψη απερίγραπτη.

Το σπίτι μας ήταν παλιά χαρέμι. Γκρεμίσανε το μισό — κι έγινε Συσσίτια. Ύστερα το έζωσαν μπρος πίσω με κήπους. Ανέβαινε τώρα δίπατο με τα πολλά δωμάτια: κάτω το χαγιάτι, το ιατρείο, το δωμάτιο του Θόδωρου, το εργαστήριο, οι αποθήκες, επάνω η κουζίνα της Σεβαστής, οι κάμαρες, το καθιστικό με τα χωνευτά ντουλάπια και το αναλόγιο, βιβλία, πάρτες, το βιολί, παιχνίδια• εκεί κι η σόμπα, Σαλαμάντρα τη λέγαμε, η πορσελάνη της έκαιγε. Το σαλόνι το άνοιγαν μόνο τις μεγάλες μέρες• οι λάμπες κατέβαιναν απ’ το ξυλόγλυπτο χρωματιστό ταβάνι — άλλος ουρανός αυτό θρόιζαν οι κουρτίνες. Πλάι η μεγάλη κρεβάτα με τους μπουφέδες και το κινέζικο παραβάν, που το είχε ζωγραφίσει η θεία Εμορφία• τα νοτερά χρώματα, τώρα —έλεγες— θα χυθούν στη σκάλα που άρχιζε εκεί κοντά — κάθε σκαλί η άλλη νότα. Ανάμεσα στα πανύψηλα παράθυρα, το μικρό μπαλκόνι κοίταζε τα κυπαρίσσια. Πέρα η λίμνη και χΛ γαλάζιο βουνό.

Το καλοκαίρι τον μπαμπά τον πήραν εξορία. Στην τελευταία επίσκεψη στο κρατητήριο, χαμογελαστός, όμως χλωμός και σαν αφηρημένος — η πληγή στο μέτωπο φρέσκια. Φεύγοντας, γύρισα να τον δω• μου έκανε το σημάδι του βιολιού: «να μελετάς»- τα δύο χέρια σταυρωμένα ψηλά. Σε λίγες μέρες θα ‘φευγα κι εγώ με τη μαμά για την Αθήνα, όμως εκείνο το απόγευμα καθόμουνα στο μπαλκόνι με το βιβλίο ανοιχτό στα γόνατα. Χαμήλωνε το φως, το κορμί βούλιαζε• η λίμνη σήκωνε αχλύ, στον πίσω κήπο πότιζε ο Θόδωρος. Από τα κυπαρίσσια, φάνηκε η γριά στα μαύρα• το μαντίλι χαμηλά στα μάτια, σκυφτή, με το ζύγιασμα των γυναικών που κουβαλάνε στην πλάτη φόρτωμα. Πλησίασε, σήκωσε το κεφάλι —ξάφνου ψηλότερη— τα χέρια της γροθιές στη μέση: «Είν’ εδώ ο γιατρός;» «Όχι», απάντησα θυμωμένος που δεν ήταν. «Εσύ τι του είσαι;» «Γιος του». Η μαμά στάθηκε πίσω μου: «μην της απαντάς• φοβάμαι». «Ο γιατρός είναι εξορία», είπα. Κατέβασε τα χέρια, τα ‘νοιξε — τίνα κάνουμε• μόνο το νερό ακουγόταν. «Τότε θα μιλήσω σε σένα. Έρχομαι απ’ το Αργυρόκαστρο, είμαι γειτόνισσα του Μουράτ-μπεη. Έμενε στο σπίτι σας, πριν την ανταλλαγή• είναι στα τελευταία του. Να πας να βρεις το γιατρό, μου είπε• είναι καλός άνθρωπος. Να του πεις πως στα υπόγεια είναι κρυμμένος μεγάλος θησαυρός». Σφούγγισε τα μάγουλα με το μαντίλι της• «κάντε ό,τι καταλαβαίνετε, εγώ φεύγω — έχω δρόμο». Δεν πρόλαβα λέξη να πω, την πήραν τα κυπαρίσσια. Ούτε ένα νερό δεν της δώσαμε.

Ξαναείδα τον μπαμπά μετά από ενάμιση χρόνο, λίγο πριν από τη δεύτερη εξορία. Τον ρώτησα. «Ανοησίες», είπε• «δεν ξέρω κανέναν Μουράτ-μπεη». Επέμεινα. «Πρέπει να ψάξουμε, όταν θα γυρίσουμε». «Θέλεις δηλαδή να γκρεμίσω το σπίτι;» και γέλασε —το γέλιο του όταν ήμουν παιδί. Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ γι’ αυτό. Μετά, το σπίτι το ρίξανε, το είχαμε εγκαταλείψει. Πήγα, λίγες μέρες πριν πέσει. Στην εξώπορτα τα σημάδια απ’ τις τσεκουριές, σύρριζα στην ταμπελίτσα με το όνομα του μπαμπά και το Ιατρός. Τα δωμάτια υγρά, σαν πιο μεγάλα. Είχαν κρατήσει τους ήχους, λίγες νότες παραπάνω στα φαγωμένα σκαλιά και στα πατώματα που έτρεμαν. Η σκόνη άναβε στη δύση. Μια καρέκλα βελούδινη —παλιά δόξα— με τη ζακέτα της Αθηνάς περασμένη στη ράχη της, ο ονειροκρίτης της, ένα κομμάτι του μεκανό, προγράμματα του Ωδείου, μία ξεβαμμένη θήκη βιολιού, φωτογραφίες: η θεία Ελενίτσα, παιδιά, αιχμάλωτοι στο Αφιόν, κάποιος πλάι στη θάλασσα. Άνοιξα το παράθυρο, στο περβάζι, ο κύβος από το παιχνίδι μου – το κεφαλάκι του κοριτσιού που ερωτεύτηκα. Με προσοχή έβαλα ό,τι βρήκα μέσα στη θήκη. Το βουνό κατέβαζε σύννεφα. Έξω στον κήπο τα κυπαρίσσια κομμένα. Χτύπησα ολόγυρα τον τοίχο, κάπου εδώ ίσως υπήρχε θησαυρός. Το σπίτι τον πήρε μαζί του. Εγώ κρατώ τη θήκη του βιολιού.

*Αναδημοσίευση από το βιβλίο «Μια πόλη στη λογοτεχνία, Γιάννινα» του Τάτση Αποστολίδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου