'Ηταν την άνοιξη του 1909 όταν ο τσέλιγκας του Ανωγείου Ιωαννίνων Κώστας Ρέντζος πήγε στο βουνό να δει τα ζα του και χάθηκε για πάντα . Φήμες αργότερα έλεγαν πως τον σκότωσαν ζωωκλέφτες και το κουφάρι του τα εφάγαν τα αγρίμια.
Εμεινε χήρα η γυναίκα του και πέντε ορφανά που απο τσελιγκόπουλα βολόδερναν για να επιβιώσουν .
Εκείνη την εποχή...
οι διάσημοι της ιστορίας μας τα δύο ορφανά ο Γιάννης και ο Θύμιος ήταν 10 και 7 χρονών αντίστοιχα .
Τα χρόνια περνούν τα Γιάννενα ελευθερώνονται απο τους Τούρκους και ο Γιάννης πάει φαντάρος. Εκεί κάποιος του σφυράει ότι δολοφόνοι του πατέρα του ήταν οι τάδε ταδε και τάδε. Μια και δυό λοιπόν λιποτακτεί μαζί με τον οπλισμό του πάει στο χωριό βρίσκει τον μικρό αδερφό τον Θύμιο και πάνε να πάρουν εκδίκηση.
Βγαίνουν λοιπόν στο βουνό, ανακαλύπτουν τους 3 θεωρούμενους δολοφόνους και τους σκοτώνουν.
Λιποταξία και φόνος ίσον ικανή αιτία την εποχή εκείνη για να πάρουν τα βουνά.
Το ρίχνουν στις ληστείες και στις απαγωγές . Τον Μάρτιο του 1917, μαζί με άλλους λήστεψαν ένα καραβάνι που κατευθυνόταν από τα Ιωάννινα προς την Καλαμπάκα, σκότωσαν έναν εβραίο έμπορο και του αφαίρεσαν 100.000 κορώνες και, ακόμη, κινδύνεψε από αυτούς η σωματική ακεραιότητα του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, ο οποίος κατευθυνόταν στα Ιωάννινα.
Μέρα με την μέρα ληστεία με την ληστεία το κύρος τους μεγαλώνει στα χωριά ανάμεσα στις περιοχές Πρεβέζης Αρτας και Ιωαννίνων. Μοίραζουν μέρος των κλοπιμαίων σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους απονέμουν και "δικαιοσύνη" .Αυτό τους εξιδανικεύει στα μάτια των χωρικών
Παρόλα αυτά βαρύνονταν για πάνω από 80 φόνους ήταν ανεξέλεγκτοι και διέθεταν και σφραγίδα με την ένδειξη: «Ληστοσυμμορία αδερφοί Ρετζαίοι».
Στα χρόνια εκείνα τα «κακοποιά στοιχεία» που λυμαίνονταν την ύπαιθρο δρούσαν τελείως ανεξέλεγκτα Το τότε κράτος δικαίου στην δίνη των πολέμων και των πολιτικών ανακατατάξεων αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στην καταστολή.
΄Ανδρες για αποσπάσματα δεν υπήρχαν και το μέτρο της επικήρυξης από μόνο του δεν έφτανε.Οπότε η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου, βγάζει ένα νόμο (1924) που έλεγε ότι "Όποιος ληστής σκοτώσει άλλον επικηρυγμένο, παίρνει αμνηστία".
Όπως ήταν φυσικό έγινε χαμός μέγας .
Ολοι οι μεγάλοι λήσταρχοι "πούλησαν" στην κυβέρνηση κεφάλια ληστών μικρότερης ικανότητας για την αμνηστεία και την άρση της επικύρηξης
Στην περίπτωση αυτή οι Ρεντζαίοι σκοτώνουν 2 τύπους ονόματι Σταύρο Σιντόρη και Κοντογιώργη ( συντρόφους τους ίσως ), παίρνουν αμνηστεία, φοράνε δυτικά ρούχα και μπαίνουν ως κύριοι στα Γιάννενα, και επειδή ο βήχας και ο παράς δεν κρύβονται αγοράζουν ένα αρχοντικό στη κεντρική πλατεία.
Και βέβαια όταν έχεις χρήματα είναι όλοι φίλοι σου , η κοινωνία τους αποδέχεται και τους αποθεώνει.
Τα καλόπαιδα συναγελάζονται με όλα τα επιφανή μέλη της κοινωνίας. Τραπεζίτες, χωροφύλακες, στρατιωτικούς. Με τον διοικητή της χωροφυλακής δε, έχουν γίνει κώλος και βρακί. . Άσε που είναι και νοικάρης τους! Ο Γιάννης παντρεύεται κιόλας, αποκτάει και ένα παιδί.
Αλλά όπως λέει και ο λαός "πρώτα σου βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι" Σε κάποια στιγμή σε συνεργασία ίσως με τον διοικητή της Χωροφυλακής και τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας στα Γιάννενα, μαθαίνουν πως 13 Ιουνίου 1926, τάδε ώρα, φεύγει από την Πρέβεζα γκαζοζέν(τύπος αυτοκινήτου της εποχής) με προορισμό τα Γιάννενα, φορτωμένο με 15.000.000. Οι φρουροί θα ήταν 9.
Ετσι στις οκτώ και μισή το πρωί της 13 Ιουνη του '26 στο 74ο χιλιόμετρο της δημοσίας οδού Ιωαννίνων -Πρεβέζης, στη θέση Πέτρα η χρηματαποστολή της Εθνικής Τραπέζης ακινητοποιήται με την τοποθέτηση ενός κορμού δέντρου και μέσα σε μια κόλαση πυρός σκοτώνουν τους φρουρούς, αρπάζουν τα λεφτά και γίνονται μπουχός . Κάνουν όμως ένα λάθος. Νομίζουν για νεκρό τον φρουρό που καθόταν συνοδηγός . Αυτός όμως είναι ζωντανός. Δεν του δίνουν χαριστική βολή και αυτός ο ταλαίπωρος ακούει μέσα στη ζάλη του «καπετάν Θύμιο», «καπετάν Γιάννη»
Ενα τέτοιο γεγονός όμως δεν μένει εντός των τοιχών της κοινωνίας των Ιωαννίνων. Ο τύπος των Αθηνών ωρύεται και τα πράγματα για τους Ρεντζαίους είναι ζόρικα. Φεύγουν πάραυτα για την Αλβανία .Πολλά κλοπιμαία που δεν μπορούν να κουβαλήσουν τα χώνουν σε κουφάλες και μερικοί ταλαίπωροι τα ψάχνουν μέχρι σήμερα! Αλλάζουν ονόματα και πάνε στο Μπάρι της Ιταλίας, μετά Μιλάνο, Βελιγράδι , Βράιλα Ρουμανίας και τέλος στη Βάρνα της Βουλγαρίας.
Ο καιρός περνάει αλλά το γεγονός δεν ξεχνιέται και τον Νοέμβρη του 1928 συλλαμβάνονται στην Βουλγαρία και μπαίνουν σιδηροδέσμιοι στην Ελλάδα (λέγεται ότι τους πρόδωσε ο πεθερός του Γιάννη.) Στους σταθμούς του τρένου, πλήθος κόσμου συνέρρεε να δει από κοντά τους Ρεντζαίους μέχρι που έφτασαν στην Αθήνα όπου πλήθος τους «υποδέχθηκε» στο σταθμό Λαρίσης και στις φυλακές Συγγρού.
Μετά από λίγο καιρό μεταφέρθηκαν στις φυλακές Κέρκυρας για να περάσουν απο δίκη την «δίκη των δικών» όπως την ανέφερε ο τύπος της εποχής .
Μεχρι την δίκη συμβαίνει ένα γεγονός που αγγίζει τα όρια του θρύλου.
Οι Ρεντζαίοι, άγνωστο με ποιο τρόπο «ένα βράδυ βρέθηκαν έξω από τη φυλακή στο Βίδο, πήδηξαν σε μία βάρκα και με την απειλή μαχαιριού εξανάγκασαν τον βαρκάρη να τους μεταφέρει απέναντι στην Αλβανία, διαφορετικά θα τον σκότωναν του είπαν.
-Τραβάτε κουπιά ,τους είπε ο πονηρός βαρκάρης, αν θέλετε να φτάσουμε γρήγορα.
Οι δυο Ρεντζαίοι που να ήξεραν από θάλασσα και κουπιά. Έτσι οι δυο λύκοι βρέθηκαν να τραβούν κουπιά το πρωί από τους λιμενικούς λίγο έξω από την Κέρκυρα. Ο πονηρός βαρκάρης κρυφά είχε καταφέρει να ρίξει την άγκυρα και οι Ρεντζαίοι τραβούσαν κουπί, χωρίς να πάρουν χαμπάρι πως η βάρκα ήταν στο ίδιο σημείο. Βλαστημώντας και με σκυμμένα κεφάλια γύρισαν στα κελιά τους.»
Η δίκη γίνεται το 1929 και το κακουργοδικείο Κερκύρας αποφασίζει "είς θάνατον".
Στις 5 Μαρτίου του 1930 τα ξημερώματα περνάνε στην σφαίρα του μύθου. Τα πτώματά του μένουν σε κοινή θέα μέχρι στις μία το μεσημέρι και μετά παραδίδονται στην μάνα τους.
Λέγεται ότι τις τελευταίες στιγμές μπροστά στο απόσπασμα ο Θύμιος φώναξε «Χτυπάτε, παιδιά, από την κοιλιά και απάνω!» άλλοι λένε ότι ζήτησε να τους πυροβολήσουν στο στήθος και όχι στο πρόσωπο και ο Γιάννης φώναξε «Με μια σφαίρα σκότωνα εγώ κι όχι με τριάντα!»
πηγή
Εμεινε χήρα η γυναίκα του και πέντε ορφανά που απο τσελιγκόπουλα βολόδερναν για να επιβιώσουν .
Εκείνη την εποχή...
οι διάσημοι της ιστορίας μας τα δύο ορφανά ο Γιάννης και ο Θύμιος ήταν 10 και 7 χρονών αντίστοιχα .
Τα χρόνια περνούν τα Γιάννενα ελευθερώνονται απο τους Τούρκους και ο Γιάννης πάει φαντάρος. Εκεί κάποιος του σφυράει ότι δολοφόνοι του πατέρα του ήταν οι τάδε ταδε και τάδε. Μια και δυό λοιπόν λιποτακτεί μαζί με τον οπλισμό του πάει στο χωριό βρίσκει τον μικρό αδερφό τον Θύμιο και πάνε να πάρουν εκδίκηση.
Βγαίνουν λοιπόν στο βουνό, ανακαλύπτουν τους 3 θεωρούμενους δολοφόνους και τους σκοτώνουν.
Λιποταξία και φόνος ίσον ικανή αιτία την εποχή εκείνη για να πάρουν τα βουνά.
Το ρίχνουν στις ληστείες και στις απαγωγές . Τον Μάρτιο του 1917, μαζί με άλλους λήστεψαν ένα καραβάνι που κατευθυνόταν από τα Ιωάννινα προς την Καλαμπάκα, σκότωσαν έναν εβραίο έμπορο και του αφαίρεσαν 100.000 κορώνες και, ακόμη, κινδύνεψε από αυτούς η σωματική ακεραιότητα του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, ο οποίος κατευθυνόταν στα Ιωάννινα.
Μέρα με την μέρα ληστεία με την ληστεία το κύρος τους μεγαλώνει στα χωριά ανάμεσα στις περιοχές Πρεβέζης Αρτας και Ιωαννίνων. Μοίραζουν μέρος των κλοπιμαίων σε φτωχούς, χήρες, ορφανά και αρρώστους απονέμουν και "δικαιοσύνη" .Αυτό τους εξιδανικεύει στα μάτια των χωρικών
Παρόλα αυτά βαρύνονταν για πάνω από 80 φόνους ήταν ανεξέλεγκτοι και διέθεταν και σφραγίδα με την ένδειξη: «Ληστοσυμμορία αδερφοί Ρετζαίοι».
Στα χρόνια εκείνα τα «κακοποιά στοιχεία» που λυμαίνονταν την ύπαιθρο δρούσαν τελείως ανεξέλεγκτα Το τότε κράτος δικαίου στην δίνη των πολέμων και των πολιτικών ανακατατάξεων αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στην καταστολή.
΄Ανδρες για αποσπάσματα δεν υπήρχαν και το μέτρο της επικήρυξης από μόνο του δεν έφτανε.Οπότε η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου, βγάζει ένα νόμο (1924) που έλεγε ότι "Όποιος ληστής σκοτώσει άλλον επικηρυγμένο, παίρνει αμνηστία".
Όπως ήταν φυσικό έγινε χαμός μέγας .
Ολοι οι μεγάλοι λήσταρχοι "πούλησαν" στην κυβέρνηση κεφάλια ληστών μικρότερης ικανότητας για την αμνηστεία και την άρση της επικύρηξης
Στην περίπτωση αυτή οι Ρεντζαίοι σκοτώνουν 2 τύπους ονόματι Σταύρο Σιντόρη και Κοντογιώργη ( συντρόφους τους ίσως ), παίρνουν αμνηστεία, φοράνε δυτικά ρούχα και μπαίνουν ως κύριοι στα Γιάννενα, και επειδή ο βήχας και ο παράς δεν κρύβονται αγοράζουν ένα αρχοντικό στη κεντρική πλατεία.
Και βέβαια όταν έχεις χρήματα είναι όλοι φίλοι σου , η κοινωνία τους αποδέχεται και τους αποθεώνει.
Τα καλόπαιδα συναγελάζονται με όλα τα επιφανή μέλη της κοινωνίας. Τραπεζίτες, χωροφύλακες, στρατιωτικούς. Με τον διοικητή της χωροφυλακής δε, έχουν γίνει κώλος και βρακί. . Άσε που είναι και νοικάρης τους! Ο Γιάννης παντρεύεται κιόλας, αποκτάει και ένα παιδί.
Αλλά όπως λέει και ο λαός "πρώτα σου βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι" Σε κάποια στιγμή σε συνεργασία ίσως με τον διοικητή της Χωροφυλακής και τον διοικητή της Εθνικής Τράπεζας στα Γιάννενα, μαθαίνουν πως 13 Ιουνίου 1926, τάδε ώρα, φεύγει από την Πρέβεζα γκαζοζέν(τύπος αυτοκινήτου της εποχής) με προορισμό τα Γιάννενα, φορτωμένο με 15.000.000. Οι φρουροί θα ήταν 9.
Ετσι στις οκτώ και μισή το πρωί της 13 Ιουνη του '26 στο 74ο χιλιόμετρο της δημοσίας οδού Ιωαννίνων -Πρεβέζης, στη θέση Πέτρα η χρηματαποστολή της Εθνικής Τραπέζης ακινητοποιήται με την τοποθέτηση ενός κορμού δέντρου και μέσα σε μια κόλαση πυρός σκοτώνουν τους φρουρούς, αρπάζουν τα λεφτά και γίνονται μπουχός . Κάνουν όμως ένα λάθος. Νομίζουν για νεκρό τον φρουρό που καθόταν συνοδηγός . Αυτός όμως είναι ζωντανός. Δεν του δίνουν χαριστική βολή και αυτός ο ταλαίπωρος ακούει μέσα στη ζάλη του «καπετάν Θύμιο», «καπετάν Γιάννη»
Ενα τέτοιο γεγονός όμως δεν μένει εντός των τοιχών της κοινωνίας των Ιωαννίνων. Ο τύπος των Αθηνών ωρύεται και τα πράγματα για τους Ρεντζαίους είναι ζόρικα. Φεύγουν πάραυτα για την Αλβανία .Πολλά κλοπιμαία που δεν μπορούν να κουβαλήσουν τα χώνουν σε κουφάλες και μερικοί ταλαίπωροι τα ψάχνουν μέχρι σήμερα! Αλλάζουν ονόματα και πάνε στο Μπάρι της Ιταλίας, μετά Μιλάνο, Βελιγράδι , Βράιλα Ρουμανίας και τέλος στη Βάρνα της Βουλγαρίας.
Ο καιρός περνάει αλλά το γεγονός δεν ξεχνιέται και τον Νοέμβρη του 1928 συλλαμβάνονται στην Βουλγαρία και μπαίνουν σιδηροδέσμιοι στην Ελλάδα (λέγεται ότι τους πρόδωσε ο πεθερός του Γιάννη.) Στους σταθμούς του τρένου, πλήθος κόσμου συνέρρεε να δει από κοντά τους Ρεντζαίους μέχρι που έφτασαν στην Αθήνα όπου πλήθος τους «υποδέχθηκε» στο σταθμό Λαρίσης και στις φυλακές Συγγρού.
Μετά από λίγο καιρό μεταφέρθηκαν στις φυλακές Κέρκυρας για να περάσουν απο δίκη την «δίκη των δικών» όπως την ανέφερε ο τύπος της εποχής .
Μεχρι την δίκη συμβαίνει ένα γεγονός που αγγίζει τα όρια του θρύλου.
Οι Ρεντζαίοι, άγνωστο με ποιο τρόπο «ένα βράδυ βρέθηκαν έξω από τη φυλακή στο Βίδο, πήδηξαν σε μία βάρκα και με την απειλή μαχαιριού εξανάγκασαν τον βαρκάρη να τους μεταφέρει απέναντι στην Αλβανία, διαφορετικά θα τον σκότωναν του είπαν.
-Τραβάτε κουπιά ,τους είπε ο πονηρός βαρκάρης, αν θέλετε να φτάσουμε γρήγορα.
Οι δυο Ρεντζαίοι που να ήξεραν από θάλασσα και κουπιά. Έτσι οι δυο λύκοι βρέθηκαν να τραβούν κουπιά το πρωί από τους λιμενικούς λίγο έξω από την Κέρκυρα. Ο πονηρός βαρκάρης κρυφά είχε καταφέρει να ρίξει την άγκυρα και οι Ρεντζαίοι τραβούσαν κουπί, χωρίς να πάρουν χαμπάρι πως η βάρκα ήταν στο ίδιο σημείο. Βλαστημώντας και με σκυμμένα κεφάλια γύρισαν στα κελιά τους.»
Η δίκη γίνεται το 1929 και το κακουργοδικείο Κερκύρας αποφασίζει "είς θάνατον".
Στις 5 Μαρτίου του 1930 τα ξημερώματα περνάνε στην σφαίρα του μύθου. Τα πτώματά του μένουν σε κοινή θέα μέχρι στις μία το μεσημέρι και μετά παραδίδονται στην μάνα τους.
Λέγεται ότι τις τελευταίες στιγμές μπροστά στο απόσπασμα ο Θύμιος φώναξε «Χτυπάτε, παιδιά, από την κοιλιά και απάνω!» άλλοι λένε ότι ζήτησε να τους πυροβολήσουν στο στήθος και όχι στο πρόσωπο και ο Γιάννης φώναξε «Με μια σφαίρα σκότωνα εγώ κι όχι με τριάντα!»
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου