Το τέλος της μικρής μας πόλης είναι μία συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Χατζή με ενιαίους θεματικούς άξονες που συνδέουν τα επτά αφηγήματα, επιτρέποντας την ανάγνωσή του ως ενιαίο έργο. Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη τα διηγήματα της συλλογής «δίνουν κυρίως έναν κόσμο που φθίνει, επειδή έχουν αλλάξει οι οικονομικές και οι κοινωνικές συνθήκες». Εντοπίζεται επίσης ο σημαντικός αντίκτυπος που έχουν οι κοινωνικοί και οικονομικοί μετασχηματισμοί στους κεντρικούς χαρακτήρες στα διηγήματα της συλλογής, ενώ παράλληλα προβάλλεται η σύγκρουση μεταξύ ατόμου και κοινωνικού συνόλου, ο εντοπισμός του προσωπικού οφέλους και η διαχείριση της διαφοράς από τους άλλους, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση ορισμένων χαρακτήρων.Ο κοινός θεματικός άξονας είναι η μικρή επαρχιακή πόλη και οι διαδικασίες μετασχηματισμού της μέσα από κοινωνικές, ιστορικές και οικονομικές αλλαγές. Στην πραγματικότητα είναι ο χαρακτήρας της επαρχιακής πόλης των Ιωαννίνων, που αλλοτριώνεται σταδιακά είτε υπό την επίδραση της ανάπτυξης νέων μεθόδων βιοτεχνικής και βιομηχανικής παραγωγής, είτε υπό τη δημογραφική κοινωνική πίεση στον καιρό του πολέμου και τη σκοτεινή ανάπτυξη του κεφαλαίου. Η χρήση της μικρής κοινότητας (η μικρή μας πόλη) προκειμένου να αναδειχθεί το άτομο συνήθως ως θύμα των συνθηκών είναι ένα χαρακτηριστικό που μοιράζεται ο συγγραφέας με άλλους ομότεχνούς του της δεκαετίας του 1960.
Κοινός, επίσης, θεματικός άξονας είναι η ηθογραφική ανάλυση των ηρώων του, των απλών ανθρώπων γύρω από τους οποίους πλέκει ο Δ. Χατζής τους λογοτεχνικούς του μύθους, ή η οπτική γωνία με την οποία διερευνά αληθινούς χαρακτήρες. Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας παρουσιάζει μια φανερή ή κρυφή αφηγηματική στάση που λειτουργεί ενοποιητικά στο συνολικό ύφος του έργου μαζί με τη χρονολογική θα έλεγε κανείς παράταξη των διηγημάτων.
Στο διήγημα «Ο Σιούλας ο ταμπάκος», ο συγγραφέας, με την έμμεση αναφορά του στο κάστρο και στην λίμνη, οριοθετεί τον κοινωνικό του χώρο στην πόλη των Ιωαννίνων,διαμορφώνοντας εκ των προτέρων το σκηνικό μιας κοινωνικής διαφοράς που θεμελιώνεται πάνω στον παρόντα ξεπεσμό την άλλοτε ευημερία αυστηρά ιεραρχημένων κοινωνικών ομάδων, όπως ήταν τα ισνάφια στις Βαλκανικές πόλεις του 18ου και 19ου αι. Στα Ιωάννινα, στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη, σημαντικά κέντρα παραγωγής και συγκέντρωσης δερμάτων, εξακολούθησαν να επιβιώνουν εργαστήρια με την παραδοσιακή τους μορφή μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Οι ταμπάκοι θεωρούσαν ότι ανήκαν σε μια παλαιά συντεχνία, συνεπώς κλειστή κοινωνική ομάδα, που κατοικούσε εντός του κάστρου στην ανατολική πλευρά της λίμνης. Ως κλειστή κάστα έχουν διαμορφώσει την υποστηρικτική μυθολογία της διαφοράς τους με τις κατώτερες κάστες διατηρώντας μόνο σχέση με τους καϊκτσήδες, εξαιτίας κυρίως του πάθους του κυνηγιού. Παρόλο που στο συγκεκριμένο διήγημα ο συγγραφέας εξετάζει έναν μόνο εκπρόσωπο τούτης της συντεχνίας, είναι σαφές ότι μέσω του Σιούλα εκπροσωπείται το συνολικό συντεχνιακό ρεύμα αντίθεσης προς το κοινωνικό περιβάλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου