«Στους Φραγγάδες σκότωσαν φέτος 5 αγριογούρουνα και μία Αρκούδα,
στη Λεπτοκαρυά 5 και δυο αρκούδες …». Κι ο
θλιβερός απολογισμός συνεχίζεται στην ηπειρωτική εφημερίδα, που δημοσιεύει την
είδηση....
Για τ’ αγριογούρουνα, τέλος
πάντων, καλά! Είναι, γενικά, γνωστό ότι είναι αγρίμια επικίνδυνα για τον
άνθρωπο. Επίσης λένε ότι το κρέας των μπορεί να γίνει νόστιμο φαγητό, αν και
υπάρχουν πολλοί που έχουν αντίθετη γνώμη. Άλλα κάνει, κάποτε, στους χωρικούς
και την εξής ζημιά: Το Αγριογούρουνο, λένε, μεταβάλλεται σε τρομερόν Πάρι.
Κάνοντας στα ψέματα πως εξημερώθηκε βρίσκει την κατάλληλη στιγμή και σέρνει
στην απαγωγή τις ωραίες ξανθές Ελένες των ήμερων κοπαδιών. Άλλ’ η Αρκούδα, η
καψαρή η Μπαλάσιω του ηπειρωτικού και πιθανότατα ζαγορίσικου παραμυθιού, που
έχει το επίγραμμα «Η Λιοτήρω» και που διέσωσε ο άσβηστος καημός για τη ζωή του χωρίου του
Βασ. Φανίτσιου, του «λιασκοβετσ’ νοΰ», όπως με δικαιολογημένη υπερηφάνεια
αποκαλείται στο εξώφυλλο του ωραίου βιβλίου του «Τα Καλούδια μας», (Αθήνα
1940), σε τί έφταιξεν η καημένη και τη σκότωσαν; Ακούστηκε ποτέ Αρκούδα να φάει
ή και απλώς να γρατσουνίσω άνθρωπο, ή μήπως τρώγεται το κρέας της; Υπάρχει
συνταγή Τσελεμεντέ γι’ αυτή, όπως υπάρχει για τόσα άλλα αγρίμια; Ποιος και πότε
δοκίμασε κρέας από Αρκούδα και ποια φόρεσε τη γούνα της; Η γυναίκα θα επροτίμα
να την πουν Αλεπού –κολακεύεται κάπως– παρά Αρκούδα. Το τομάρι της Αρκούδας
μπορεί να είναι καλό για το μεγάλο τύμπανο, το «άργανο» των ηπειρωτικών χωριών,
όχι όμως και για στόλισμα. Η άγρια τρίχα της είναι, πάλι, καλή, όπως πίστευε ο
λαός στα χωριά, για τη βασκανία. Αλλά και στην Αθήνα, μεταφυτεύτηκε η πρόληψη
αυτή. Γιατί και στις συνοικίες των Αθηνών, όταν ξεπέφτει καμιά Αρκούδα, τα
παιδιά τρέχουν ξοπίσω της, καθώς τη σέρνει ο αρκουδιάρης, και όλο ξεριζώνουν
από τη ράχη της μερικές τρίχες, σαν κατάλοιπο μιας δεισιδαιμονίας που σβήνει.
Κι η καημένη η Μπαλάσιω γρυλλίζει
και καταριέται αυτόν ή μάλλον αυτή, γιατί γυναίκες κάνουν τα ξεβασκάμματα, που πρωτοσκέφθηκε
να θυμιατίσει το ξεβάσκαμμα με τις τρίχες της ή να τις κάμει φυλαχτό.
Η εμφάνιση της Αρκούδας στους
δρόμους γιομίζει μικρούς και μεγάλους από περιέργεια, ανάμικτη με χαρά και λίγο
φόβο, χάρις στα παραμύθια και στις φοβέρες των μανάδων «μη όξω! θα σε φάει η αρκούδα». Η
δημοτική ηπειρωτική μούσα που είναι το καταστάλαγμα της πείρας και της σοφίας
αιώνων, κάθε άλλο, παρά το θάνατο της, ψάλλει:
Κι όπ’ εΰρης λάφια σκότωσ’
τα
κι αρκούδια ημέρωσε τα
…………………………..
Και το Ελάφι το καημένο δεν είναι
βλαβερό, αλλ’ η ηπειρωτική ψυχή, όλα κι όλα, θέλει την Αρκούδα απείραχτη.
Και το «ημέρωμα» ο ηπειρωτικός λαός πιστεύει, πώς γίνεται με τον Αμάραντο και
τραγουδάει:
Ποιος είδε τον Αμάραντο
σε τί γκρεμό φυτρώνει
μήνα φυτρώνει σε βουνό
ψηλό μαρμαροβούνι
τον τρων’ τα λάφια
και ψοφούν
τ’ αρκούδια κι ημερεύουν
τον τρων’ τα λάγια πρόβατα
και λησμονούν τ’ αρνιά τους
Κατά κάποιον αρκαδικό μύθο, η
Αρκούδα ήτο μια από τις νύμφες, η Καλλιστώ, θεά των Αρκάδων και ετιμάτο ως
Αρκτόμορφος. Κατά ένα άλλον, πάλι, αρχαίο μύθο, η Αρκούδα ήταν Βασιλοπούλα και,
επειδή η μάννα της την καταράστηκε βαρεία, μεταμορφώθηκε σε Αρκούδα. Το τομάρι
της είναι αυτό που κάρφωσαν στον ουρανό, επειδή ήταν πολύ χαμηλά, τότε, λένε,
και άγγιζε τη γη. Έτσι έγινε ο Αστερισμός της Άρκτοι, και τα 7 αστέρια της
είναι τα 7 μεγάλα καρφιά, με τα όποια κάρφωναν το τομάρι της Άρκτου, που
εξύμνησε και ο Όμηρος περιγράφοντας την κατασκευή της ασπίδας του Αχιλλέως από
τον Ήφαιστο με τις διάφορες ουράνιες αναπαραστάσεις.
…………………………………..
άρκτον θ’ ην και άμαξαν επίκλησιν
καλέουσι,
ή τ’ αυτού στρέφεται και τ’
Ωρίωνος δοκεύει,
οίη δ’ άμμορός έστι λοετρών
Ωκεανοίο
Πράγματι η Μ. Άρκτος είναι
αστερισμός «αειφανής» και δεν κρύβεται κάτω από τον ορίζοντα, δε λούζεται στον
Ωκεανό. Στο παραμύθι της «Λιοτήρως» όπως μας το διέσωσε η γλαφυρή πέννα του
Φανίτσιου, του μεγάλου αυτού θαυμαστή του Βηλαρά, η Αρκούδα παριστάνεται και
«ψίχα» κουτή. (Σημ. Η Λιοτήρω με δυο λόγια ήταν μονάκριβη θυγατέρα, που τη
χάρισε υστέρα από πολλά παρακάλια σε μια μάννα, χωρίς παιδιά, ο Ήλιος. Όταν μεγάλωσε,
κι’ η μάννα της ξεκινώντας για το χωράφι «αστόησε» να βουλώσει την
κλειδαρότρυπα, όπως έκανε πάντα, την είδε ο Ήλιος που ήθελε να του τη δώσουν
πίσω και την έκλεψε. Αλλ’ η πεντάμορφη Λιοτήρω έσκουζε, έσκουζε και πάλι
έσκουζε για τη μάννα της. Κι ο Ήλιος, που την έβλεπε, την συμπόνεσε και της
είπε κάποια μέρα: Μη χολιάζεις Λιοτήρω και θα σε στείλω στη μάννα σου. Και την
εμπιστεύτηκε στ’ αλαφάκια και τα ζαρκαδάκια. Και τα αλαφάκια την έβαλαν τώρα
επάνω στα κέρατά τους για να την πάνε σπίτι της:
«Η Μπαλάσιω (αρκούδα) που παραμόνευε τότε εκεί παρέκει, παίρνει
τ’ αλαφάκια από το κοντό. Αρέντα τ’ αλαφάκια με τη Λιοτήρω αρέντα κι Μπαλάσιω
για να τα προφτάσει. Αλλά που να τα προφτάκη. Πάν’ πάν’ η Μπαλάσιω, βρίσκει ένα
σταυροδρόμ’ και δεν ήξερε πούθε πήγαν τη Λιοτήρω! Κάτι γυναίκες έκαναν χωράφ’.
Τις γλιέπ’ η Μπαλάσιω κι πάν’ κι τις ρουτάει:
•
Μην είδαταν
τ’ άλαφάκια;
•
Γιά! Απ’
αφτούια πήγαν! Και της έδειξαν τον άλλο δρόμο, κι όχι εκείνον που πήραν αυτά,
για να μη τα προφτάκει και τα φάει. Κι αυτή ξεγελάστηκε, η «μπανταλή». Και όταν
υστέρα από πολλές αρέντες βρήκε τη Λιοτήρω ανεβασμένη σ’ ένα δέντρο την
παρακαλούσε: Εσύ’σαι μωρ’ λιοτήρω, μάτια μ’. Κατέβα παρα’ κάτ’ να σε φιλήσου
τσιότσιου, τσιούπρα μ’.
Η Λιοτήρω, η καψαρή, τα
χρειάστηκε. Τώρα τί να κάνει για να γλυτώσει ;
Λέει της Αρκούδας στα
ψέματα, θαρρώ και φύγει.
•
Ουιιί!
πρόβατα που’ ναι κει πέρα στο βουνό.
•
Αλήθεια
λες, μούρ’ Λιοτήρω ;
•
Οΰϊ, πω,
πω, πω πόσα είναι, γιομάτο το βουνό …
Άκουσε πρόβατα πολλά η
Μπαλάσιω κι’ αφεντεύει κατά κει. Κι’ έτσι για δεύτερη φορά την έπαθε».
Δεν είναι θέσης εδώ για να
συνεχίσουμε το παραμύθι αυτό της Ηπείρου με την όμορφη πλοκή και τη μεγάλη και
ζωηρή φαντασία.
*
Ένας μακαρίτης φυσιολάτρης
δημοσιογράφος, ο Στέφανος Γρανίτσας, γράφει ότι η Αρκούδα είναι μεγάλο βάσανο
για τα μελισσομάντρια. Και είναι το μόνο κακό, που κάνει στα χωριά. Έχει μεγάλη
αδυναμία στο μέλι και το ταλέντο της στο μελισσοτρύγημα το ανεγνώρισε κι’ αυτή
ακόμα η επιτήδεια σε όλα Αλεπού, η Κυρά Μάρω. (Στο Ζαγόρι λένε και Κυρ Ν’κόλα
το λύκο και Κυρ Μίχου το λαγό).
Μια φορά, διηγούνται, είχαν κάνει
συντροφιά, η Αρκούδα με την Αλεπού, για να χαλούν μελίσσια. Η Αλεπού είχε τη
βάρδια, έκανε «τσίλιες» κατά τη σύγχρονη αργκό των Αθηνών. Η Αρκούδα ανέλαβε το
χάλασμα του κρηνιού της κυψέλης. Έτρωγε όσο ήθελε, εγέμιζε καλά τη «μπέκω» της,
κι’ όταν έφευγε έπαιρνε παραμάσκαλα κι ένα κομμάτι κηρήθρα για ’κείνη. Αλλά
υστέρα από λίγο η Αλεπού πίστεψε, πώς μπορούσε να χαλνάει και μόνη της τα
μελίσσια.
Πήρε, λοιπόν, μια νύχτα τ’
αλεπόπουλα, τα έβαλε στα καραούλια (σκοπιές) και τράβηξε μονάχη της για το
μελισσομάντρι. Και συνηθισμένη όπως ήταν από τα κοτέτσια, άρχισε κι εδώ να
αναποδογυρίζει ένα-ένα τα κρηνιά. Αλλά τί κακό ήταν αυτό! Ξεπετάχτηκαν από
μέσα τότε σύγνεφα από βουρλισμένες μέλισσες, της έζωσαν τα μούτρα και ολάκερο
το κορμί της, ως την ουρά, και η Αλεπού δεν έβλεπε από ποια πόρτα να φύγει.
Όταν έφτακε κοντά στα παιδιά της είπε :
«Πάμε παιδιά μου, δεν είμαστε για μεγάλες δουλειές εμείς, όπως η
Αρκούδα. Εμείς είμαστε καλές μόνο για καραούλια».
*
Αλλά και για ποια δουλειά δεν
είναι άξια η Αρκούδα;
Εχθρεύεται τα αιμοβόρα θηρία, τα
κυνηγάει και τα δαμάζει, γιατί η δύναμη της είναι ίση με τη δύναμη 12 ανδρών.
Χορεύει με «χάρη αρκούδας» όρθια στα
δύο της πόδια, περιφέροντας υστέρα απ’ το χορό το δίσκο του αρκουδιάρη με
σοβαρότητα Υπουργού των Οικονομικών. Όμματα είναι ότι η Αρκούδα μαθαίνει χορό
με την πείνα. Έτσι, στηριγμένη στα δυό της πόδια –γιατί είναι ζώο
πελματοβάμονο– παίζει και με τα παιδιά της, κάπου εκεί στο ξέφωτο, που
συντυχαίνει κοντά στη λόχμη της, όταν είναι ξένοιαστη από τα άλλα άγρια θηρία
και προ πάντων από το μεγαλύτερο θηρίο, τον άνθρωπο. Μαθαίνει και τρέχει με
ποδήλατο, τρέχει με μοτοσυκλέτα, και κάνει ένα σωρό άλλες ακροβασίες στα
διάφορα τσίρκα. Ακόμα και για μασάζ εχρησιμοποιείτο παλαιότερα στην Ήπειρο. Την
έβανε ο αφεντικός της και πατούσε, ρυθμικά και με σοβαρότητα Καλογιατρού
Ζαγορίσιου, αυτόν πού ήτο κρυολογημένος στις πλάτες και ο άρρωστος πληρώνοντας
μια τουρκική δεκάρα, για βίζιτα, ένοιωθε τον εαυτό του . . . καλύτερα μετά το
αρκουδοζύμωμα αυτό.
Η Αρκούδα ζει με βηλάνια, αστάχυα
και διάφορους καρπούς· Αγαπάει εξαιρετικά τα βατόμουρα, τα αγαπημένα και στα
ηπειρωτόπουλα «βατσ’ νόμ ’λα..» Άλλα τρώει και τα στυφόξυνα μήλα, πού δεν τρώνε οι άνθρωποι
γι’ αυτό και τα λένε αρκουδόμηλα. Βέβαια υπάρχει και η παροιμία «το καλό το απίδι το τρώει η Αρκούδα» που λέγεται όταν ένα όμορφο κορίτσι πέσει σε ανάξια χέρια. Δεν
τα κλέβει, όμως, όπως κάνουν άλλοι. Τυχηρό της είναι. Τα βρίσκει πεσμένα κάτω
από την αχλαδιά ώριμα – ώριμα, γι’ αυτό είναι και τα καλύτερα. Δεν εγγίζει
ψοφίμια ποτέ. Γι’ αυτό και επειδή, όπως είπαμε, η ηπειρωτική παράδοση τη θέλει
και λίγο κουτή πιστεύουν πολλοί ότι όταν ένας άνθρωπος απλωθεί κάτω και μείνει
ακίνητος θα γλυτώσει ασφαλώς. H Αρκούδα θα τον μυρίσει, θα τον πάρει για
πεθαμένο και θα τον προσπέραση …
Είναι το μόνο ζώο που πετροβολάει
και μάλιστα με πόση δεξιότητα! Ο ταχυδρόμος Μετσόβου-Μηλιάς, υποχρεωμένος να
περνάει τέσσερις φορές την εβδομάδα το απάτητο, τότε, και άγριο βουνό της
Κατάρας, που χωρίζει το Μέτσοβο από τη Μηλιά και εις ύψος άνω των 1700 μέτρων,
δέχτηκε κάποτε ένα τέτοιο «ωραίο» πετροβόλημα. Η Αρκούδα τον είδε και τόβαλε
στα πόδια κατά τον ανήφορο και πότε με το δεξί και πότε μέτ’ αριστερό του
εξετόξευε, χωρίς να κοιτάζει πίσω, κι ατό ένα κοτρώνι. «Στην αρχή σκιάχτηκα μου έλεγε, άλλα κατόπι θιάμαζα (= εθαύμαζα)
την αξιάδα της και την τέχνη της».
*
Είναι φοβητσιάρικο αγρίμι και ποτέ
δεν ακούστηκε να φάει άνθρωπο, κι ας λένε οι μανάδες στα παιδιά τους ότι
θέλουν· ο φόβος είναι γέννημα της φαντασίας των, επειδή η όψη της Αρκούδας
είναι άγρια. Οι τσομπάνοι, μάλιστα, του Ζαγοριού της βρήκαν και μια αδυναμία :
Τη φωτιά. Άμα ιδή δαυλί φεύγει, όπως φεύγει και η Αλεπού από τα μελίσσια. Κι αν
τύχη και δεν έχουν αναμμένη φωτιά, τσακμακίζουν τα τσουρνάρια τους και την
προγγούν με τις σπίθες! Λένε ότι η φωτιά της θυμίζει το σπίτι με την πεθερά.
Γιατί η ηπειρωτική παράδοση θέλει την Αρκούδα δημιούργημα της πεθεράς. Την
αγαθότητα της Αρκούδας, άλλα και την ψυχοπόνια της ηπειρώτισσας πεθεράς για τη
νύφη, παρ’όλες τις κακογλωσσιές, μαρτυρεί και τούτη η ηπειρωτική παράδοση,
δείγμα κι αυτή του ανώτερου πολιτισμού της Ηπείρου: Η πεθερά, που βασάνιζε τη
νύφη της, έδωκε σ’ αυτή ένα πρωί, μαύρα μαλλιά για να τα πάει στη βρύση, να τα
πλύνει και να τα κάνει όσο μπορούσε πιο πολύ άσπρα.
•
Μπουρεί, μάννα, τα μαύρα μαλλιά να
γένουν άσπρα;
•
Μπουρεί και παραμπουρεί. Η άξια η
νύφ’ ότ’ δε θέλ’ δε μπουρεί.
Η καψονύφη πήρε τα μαλλιά
και πήγε στη βρύση. Έπλενε, και ξεβγανε, άλλα τα μαλλιά έβγαιναν μαύρα, μαύρα,
κι’ όλο μαύρα. Έφτασε το βράδυ κι η νύφη απόκαμε
πια. .
•
Τώρα, σκέφτηκε, τί να κάνου; Όπου
κινάνι θα μ’ κουβαλ’θεί ου Γιούδας ιδώ κι’ θα μι γιώσ’ (φαρμακώσει).
Λυπήσου με Παναΐαμ’. Κάνι μι’ εν
αγρίμ’ να την πνίξου, άμα έρθ’ για να μι πιλατέψ’:
Κι η Παναγία την ψυχοπόνεσε και
την έκανε Αρκούδα.
•
Τώρα, είπε, τη συγυρίζω εγώ…
Παραμέρισε σε μια κουφάλα και
καρτέραγε την πεθερά της. Εκείνη κάποια φορά ήρθε και καθώς δεν είδε τη νύφη
της δίπλα στις βρύσες, πήρε ένα ξύλο και άρχισε να ψάχνει δεξιά και αριστερά
μέσα στα πλατάνια. Την ώρα, όμως, που η Αρκούδα ετοιμαζότανε να της ριχτεί για
να την ξεσχίσει, εκείνη πρόλαβε κι φώναξε:
•
Λέλε μου, λέλε μου, ιτούτου τ’
αγρίμ’ θα έφαϊ τη νυφούλα μ’!
Κι έβαλε τέτοια κλάματα, που η
Αρκούδα είδε ή πάντεχε πως την συμπόνεσε στ’ αλήθεια. Κι έτσι δεν την πείραξε,
αλλά τράβηξε για τα βουνά. Ηηπειρωτική αυτή παράδοση, είναι θαύμα αβρότητος για
την πεθερά, και θαύμα χριστιανικής πραότητος και ανεξικακίας για τη νύφη. Η
αγαθότητα του αγριμιού αυτού, που μόνο αν πληγωθεί από τον κυνηγό μπορεί να
γυρίσει κατ’ επάνω του, όπως κάνουν και όλα τα πλάσματα του Θεού από το
ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως, και οι θρύλοι με τους οποίους εστόλισε την
ηπειρωτική φαντασία και παράδοση δεν πρέπει, δεν αξίζει να συγκινήσουν την ψυχή
των καλών μας κυνηγών; Δεν πρέπει να σεβασθούν μια μακραίωνα ηπειρωτική
παράδοση, δεν πρέπει να γέννηση η παράδοσις αυτή την συμπάθεια των Κοινοτήτων
για την καημένη τη Μπαλάσιω;
Με τους νέους δασικούς δρόμους,
που ανοίγονται σήμερα, το μέχρι τώρα απάτητο και παρθένο δασώδες Ζαγόρι αρχίζει
να συχνάζηται περισσότερο από τούς κυνηγούς, Γιαννιώτες και Ζαγορίσιους. Και οι
κρυψώνες της Αρκούδας είναι τώρα εκτεθειμένοι περισσότερο. Οι κυνηγοί μας, και
είναι μεταξύ αυτών πολλοί γιατροί, δικηγόροι και άλλοι επιστήμονες, έχουν,
χρέος να σκεφθούν ότι και τα ζώα έχουν ψυχή και πονούν, ότι με το σκοτωμό της
μάνας μένουν ορφανά τα παιδιά και με το σκοτωμό του παιδιού μένει απαρηγόρητη
μια μάννα. Και είναι τόσο στοργική μάννα! Η ιστορία για την απαγωγή της νεαρής
τουρκάλας τσοπανοπούλας, της Χατιτζέ Τολούν, από μια Αρκούδα στην Τουρκία δεν
είναι παραμύθι. Άρπαξε τη τσοπανοπούλα, την πήγε στη φωλιά της, της έστρωσε
ζεστό κρεβάτι με ξηρά φύλλα και την τάιζε με καρπούς. Και όταν κοιμόταν η
κοπέλα, η Αρκούδα την εχάιδευε με στοργή μητέρας. Φαίνεται, το δικό της παιδί θ
το έχασε από κανένα πικρό βόλι. Κι όμως πήγαν οι «άνθρωποι» της έριξαν κρέας
στην μπασιά του σπηλαίου, κι όταν το καημένο το ζώο βγήκε να πάρει το κρέας
σωριάστηκε αιμόφυρτο από τις ομοβροντίες των, μολονότι το κορίτσι τούς είχε
γνέψει από μέσα από τη σπηλιά ότι δεν την πείραξε καθόλου το «θηρίο». Και το
θηρίο, που λέγεται άνθρωπος τη σκότωσε με τόση απονιά … Η ιστορία αυτή, λέγω,
δεν είναι ένα ωραίο παραμύθι. Γιατί υπάρχουν κι άλλες μαρτυρίες από σοβαρούς
επιστήμονας για τη γοητεία που ασκεί το ωραίο φύλλο στην Αρκούδα (και στον
Παπαγάλο επίσης).
Ο Σουηδός γιατρός και
συγγραφεύς Άξελ Μουντέ, στο περίφημο βιβλίο του, «Η ιστορία του Σαν Μικέλε» που
μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες βεβαιώνει ότι οι Λάπωνες πιστεύουν πως η Αρκούδα δεν
πειράζει ποτέ γυναίκα, αντίθετα μάλιστα, προσελκύεται απ’ αυτή.
Βρέθηκε, λέγει, σ’ ένα πυκνό
δάσος, με συνοδό ένα κορίτσι 16 χρόνων, σ’ ένα φαράγγι περιτειχισμένο από
απόκρημνους χορταριασμένους βράχους. Ξάφνου, ακούστηκε ο κρότος κλωναριού που
σπάζει. Είδαν τότε ένα πράμμα σκοτεινό μπροστά των. Μια μεγάλη Αρκούδα μ’ ένα
κλαδί γεμάτο από τ’ αγαπημένα της βατόμουρα κρεμασμένο στο στόμα της τους
παρακολουθούσε.
Η Αρκούδα πλησίασε, οσμίστηκε
δυνατά τον αέρα 2-3 φορές κι άφησε έπειτα να πέσει από το στόμα της το κλωνάρι
με τα βατόμουρα, που, φαίνεται, δεν έκοψε για τον εαυτό της, άλλα για να τα
προσφέρει στο κορίτσι.
Η μεταμορφωμένη σε Αρκούδα νύφη
του ηπειρωτικού θρύλου –ψάχνει να ξαναβρεί τον εαυτό της; Ψάχνει να ανακαλύψει
την πεντάμορφη «Λιοτήρω»; Ότι κι’ αν συμβαίνει, οι Αρκούδες σε όλη τη Βαλκανική
είναι τώρα σπάνιες, κι’ αυτές που ζουν στον καλλιπλόκαμο και ρωμαλέο κορμό της
Ηπειρωτικής Πίνδου είναι ελάχιστες.
Αν οι παππούδες μας ηπειρώτες
έχαναν ότι κάνουν οι σημερινοί απόγονοι τους –σκότωσαν 3 αρκούδες εφέτος μόνο
σε δυό χωριά– ούτε τα ωραία παραμύθια σαν τη «Λιοτήρω» θα υπήρχαν, κι’ η
δημοτική μας μούσα θα τραγουδούσε με τόση συμπάθεια τη Μπαλάσιω της. Ο κυνηγός,
που θα σκοτώσει σήμερα των τελευταία Αρκούδα του Ζαγοριού, όπως έγινε προ ετών
με το σκοτωμό του τελευταίου Ελαφιού στο Μαλακάσι του Μετσόβου, να ξέρει ότι θα
σκοτώσει τον ίδιο τον ηπειρωτικό θρύλο. Και χωρίς θρύλους δεν έχει ομορφιά η
ζωή. Κι όσο ομορφότεροι είναι οι θρύλοι, τόσο ομορφαίνουν κι’ οι ψυχές που τους
γέννησαν, οι ψυχές που μας γέννησαν. Θα το κάνει; Πιστεύω όχι!
του Ευαγγ. Μπόγκα
Αναδημοσίευση από την
«Ηπειρωτική Εστία», τεύχος 12, Απρίλιος 1953
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου