Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Τη λέγανε Ελληνίδα. Κατοικούσε στην Αθήνα. Υπηρετούσε τον ελληνικό λαό.

26 Ιουλίου,επέτειος του μαρτυρικού θανάτου της ηρωίδας Ηλέκτρας Αποστόλου. Αφιέρωμα στη μνήμη της αυτές οι λίγες σελίδες, γραμμένες από μια παλιά της συντρόφισσα...






 Η Ελληνίδα

Σαν ήμουν μικρό παιδί περνούσα από μια πλατεία όπου ήταν ένα άγαλμα. Ρωτώ μια πιο μεγάλη που ήταν μαζί μου: «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;». «Δεν είναι άνθρωπος –μου λέει- είναι ήρωας». Μεγάλωσα με την ιδέα πως οι ήρωες δεν είναι άνθρωποι. Τι ήταν, ούτε κι εγώ δεν ήξερα. Κάτι σα λίγο ζωντανό, σα λίγο παραμύθι, σαν και τα δυο μαζί, κάτι που δεν είδε κανείς ποτέ, από κείνα που τα πιστεύεις εκεί που θάπρεπε νάταν απίστευτα.

Ωστόσο είχα την τύχη να γνωρίσω στη ζωή μου από κοντά, μια τέτοια μορφή και να δω πως, πριν απ’ όλα, αυτή η γυναίκα ήταν άνθρωπος.

Κι όμως, είναι από τα πιο δύσκολα πράγματα να μιλήσεις για τέτοιους ανθρώπους, που ξεπέρασαν πια το ανθρώπινο και που για τις παιδικές ψυχές –μα και για τους μεγάλους- είναι από κείνα που τα πιστεύεις εκεί που θάπρεπε νάταν απίστευτα.

Θα προσπαθήσω να μιλήσω για την Ηλέκτρα. Κι ακριβώς σ’ ό,τι είχε το ανθρώπινο.

Ήμασταν μια ομάδα του παράνομου τύπου στη χιτλερική κατοχή στα 1944. Είχαμε μαζευτεί σ’ ένα σπίτι για την ταχτική βδομαδιάτικη συνεδρίαση. Εκείνη τη μέρα η συντρόφισσα που μας καθοδηγούσε ήρθε μαζί με μια άλλη κοπέλα: «Από δω και μπρος, μας λέει αμέσως, εγώ δε θα ξανάρθω πια. Θάχετε τη συντρόφισσα Μαίρη».

Εγώ μελαγχόλησα από μέσα μου. Σα νάφευγε ένας φίλος και νάρχεται ένας ξένος που δεν τον είχες μάθει ακόμα. Κι η συντρόφισσα Μαίρη ήταν εντελώς το αντίθετο από την προηγούμενη. Μελαχρινή, πολύ ψηλή, μάλλον αδύνατη μέσα σ’ ένα ριχτό πράσινο παλτό, κι έτσι όπως λέμε συχνά σε πρώτες συναντήσεις για να ξοφλούμε στα γρήγορα: όχι όμορφη. Μας είπε δυο-τρεις κουβέντες, τις πρώτες της κουβέντες, που δεν ήταν σε τίποτα ξέχωρες. Τότε είδα πως τα μάτια της είχαν ένα παράξενο φως. Πιο ύστερα κατάλαβα πως εκείνο το φως ήταν το φως της Ηλέκτρας. Το φως που δίνει στη μορφή όλο το ψυχικό της νόημα.

Δεν θα μπορούσα να πω πότε ακριβώς, και πώς, έμαθα το πραγματικό της όνομα. Αλλά θυμούμαι πως αυτό έγινε πολύ σύντομα. Λες και το μεγαλείο της είχε μια τέτοια δύναμη, που ούτε οι συνωμοτικοί κανόνες δεν άντεχαν μπροστά του και τσάκιζαν. Και σα να μη μας τόπε κανείς, μα νάταν χαραγμένο πάνω στο μέτωπό της: «Εγώ είμαι η Ηλέκτρα». Δεν έχω κανένα άλλο όνομα.

Ήταν ένα σπιτάκι μοναχικό και απόμερο, κι εκεί ερχόταν η Ηλέκτρα και κουβεντιάζαμε για τις δουλειές μας. Μέσα σ’ αυτό το σπιτάκι γνώρισα μια απ’ τις πιο ξέχωρες ζωές της ελληνικής πραγματικότητας και που γι’ αυτό ακριβώς ήταν πανανθρώπινη. Μια από κείνες τις ολοκληρωμένες φυσιογνωμίες, που πλάθουν και διαπαιδαγωγούν μες στις γραμμές τους τα Κομμουνιστικά Κόμματα.

Στα 1925, τότε που το ΚΚΕ έμπαινε μέσα στο στίβο της εθνικής ζωής κι άρχιζε τη μεγάλη πορεία του, μια μέρα σ’ έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας στεκόταν ένα κοριτσάκι με δυο μαύρες κοτσιδούλες κι ένα κολαριστό άσπρο φουστανάκι, κι έριχνε κρυφές ματιές τριγύρω. «Βρε, τι κάνεις εδώ;» της λέει κάποιος γνωστός που περνά και που ήξερε καλά την οικογένεια. «Σουτ, του γνέφει η μικρή, μην πεις τίποτα στο σπίτι. Μοιράζω προκηρύξεις».

Από τότε αρχίζει η πολιτική δράση της Ηλέκτρας Αποστόλου. Ήταν τότε 13 χρονών.

Καταγόταν από αστική οικογένεια. Μα από μικρό παιδί είχε προσέξει τη φτώχια και την αδικία που υπάρχει στον κόσμο και το μυαλό της άρχισε να ψάχνει για να καταλάβει τις αιτίες που χώριζαν την κοινωνία στα δυο, και τον τρόπο για να λείψουν αυτές οι αδικίες. Εκείνον τον καιρό πήγαινε στη Γερμανική Σχολή της Αθήνας κι εκεί πρωτοοργανώνει εράνους για τους πολιτικούς εξορίστους που βρίσκονταν στα ξερονήσια. Τον ίδιο χρόνο γίνεται μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας κι αργότερα στέλεχός της. Ήταν η πιο μικρή στα χρόνια Ελληνίδα αγωνίστρια.

Στα 1931 μπαίνει στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Από τότε η δράση της πλαταίνει, περιοδεύει σ’ επαρχιακά κέντρα, ξεσηκώνει τις γυναίκες, οργανώνει γυναικείες συγκεντρώσεις ενάντια στο φασισμό που σηκώνει παντού κεφάλι. Παίρνει μέρος σε διεθνή συνέδρια και στην οργάνωση του Αντιφασιστικού Συνεδρίου το 1936 στην Αθήνα. Σ’ όλες αυτές τις εκδηλώσεις κάνουν μεγάλη εντύπωση οι λόγοι της, οι επεμβάσεις της, το τόσο ώριμο ήδη πολιτικό της κριτήριο.

Με τη δικτατορία του Μεταξά πιάνεται απ’ τις πρώτες και κλείνεται στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί περνά το μεγάλο εκείνο σχολειό που είναι η φυλακή για τους συνειδητούς πολιτικούς κρατούμενους, αλλά ταυτόχρονα βάζει εκεί μέσα και τη δικιά της προσωπική σφραγίδα. Οργανώνει όλες τις γυναίκες, τις διαπαιδαγωγεί, τις ανεβάζει πολιτικά, με το λόγο και το παράδειγμά της, μαθαίνει γράμματα στις αναλφάβητες, τους κάνει μάθημα μουσικής, τους διαβάζει απ’ τα γερμανικά ποιήματα του Γκαίτε, βγάζει μέσα στη φυλακή την εφημερίδα το «Κοκκινοπίπερο». Μες στο κελί της υπάρχει πάντα ένα μπουκετάκι λουλούδια σ’ ένα ντενεκεδάκι της κονσέρβας.

Αποφυλακίζεται στα 1938 και δουλεύει ένα χρόνο στη Θεσσαλονίκη. Ξαναπιάνεται ετοιμόγεννη, γεννά κρατούμενη σ’ ένα νοσοκομείο και 7 ημερών λεχώνα στέλνεται με το μωρό της εξορία στην Ανάφη. Η καρδιά της περνά τότε όλα τα μαρτύρια που περνούν οι μανάδες: πώς να θρέψουν τα βρέφη όταν συχνά αναγκάζονται να τα ταΐσουν τσουκνίδες, πώς να τα σώσουν απ’ το θάνατο όταν δεν έχουν το παραμικρό φάρμακο.

Μα κι η ίδια είναι άρρωστη, έχει έλκος στο στομάχι. Μ’ αυτήν την αφορμή συνεννοείται με το Κόμμα, κάνει αίτηση και καταφέρνει να τη στείλουν για εγχείρηση στην Αθήνα. Από κει έχει συνεννοηθεί πως θα προσπαθήσει να δραπετεύσει. Την πάνε συνοδεία μαζί με το παιδί της στο τμήμα Μεταγωγών της Αθήνας, δίνει αμέσως το παιδί της σε φίλους για να μπορέσει να κινηθεί πιο εύκολα κι ετοιμάζεται. Μεταμφιέζεται σε καθαρίστρια κι από τη δεύτερη κιόλας μέρα που της ανοίγουν μια στιγμή το κελί, κατά το βράδυ, για να πάρει αέρα, ξεγελά το σκοπό, τον καληνυχτίζει με μεγάλη ψυχραιμία και βγαίνει.

Είναι Σεπτέμβρης του 1942. Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από τα’ την μπότα του ξένου κατακτητή, το Κομμουνιστικό Κόμμα σε βαθιά παρανομία, ο ελληνικός λαός οργανώνει την αντίστασή του. Η Ηλέκτρα βγαίνει κι αρχίζει να παλεύει για το Κόμμα της, δηλαδή για την Ελλάδα. Πρωτοστατεί στην οργάνωση της Νεολαίας και στην ίδρυση της ΕΠΟΝ. Στην ιδρυτική συνεδρίαση της ΕΠΟΝ εκλέγεται μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου. Η Αθήνα τότε αποχτά έναν πολύτιμο καθοδηγητή για την πάλη του λαού, κι η Ηλέκτρα αρχίζει το υστερνό κεφάλαιο του βιβλίου της ζωής της, που θα κλείσει σε λίγο με το μεγαλείο του θανάτου της.

Μέσα σ’ εκείνο το σπιτάκι όπου συναντιόμασταν, μια μέρα ήμουν πικραμένη γιατί είχε πιαστεί μια φίλη μου. Η Ηλέκτρα με ρωτά: «Φαντάζεσαι πως δε θα λυγίσει, πως θα σταθεί ψηλά;». Της είπα πως ήμουν σίγουρη. «Ε, τότε, μου λέει, μη στενοχωριέσαι». Μέσα σ’ αυτή τη φράση ήταν όλη η Ηλέκτρα – κομμουνίστρια. Όλη η χαρά κι όλο το μεγαλείο ήταν για κείνη να στέκεται ο άνθρωπος ψηλά. Στο αγωνιστικό του καθήκον.

Μια μέρα έρχεται και βαστούσε δυο τενεκεδένια κουβαδάκια, από κείνα που παίζουν τα παιδιά. «Τα πήρα για την κόρη μου, μου λέει, μα μες στο σπίτι που μένει είναι κι άλλο παιδάκι, κι έτσι τους πήρα δυο». Ύστερα έσκασε στα γέλια και λέει: «Δυο μερών λεφτά κοστίζουν για μένα ετούτα δω που βλέπεις». Και καθώς τη ρωτούσα γιατί δεν κάθεται λίγο: «Πάω να λούσω το παιδί», λες και με κείνη τη λέξη ονόμαζε ταυτόχρονα όλα τα παιδιά της γης. Και μια μέρα που τόφερε το παιδί να το δω, δε θα ξεχάσω πώς ξάστραψε το μούτρο της όταν της είπα πως είναι όμορφο. Εκείνο έκανε σκανταλιές κι η Ηλέκτρα πήγαινε να το μαλώσει, αλλά πάλι βαστιότανε και του χαμογελούσε. «Το ξέρω, λέει, πως πρέπει βέβαια να τα μαλώνεις τα παιδιά, μα δε μου βαστά η καρδιά, γιατί δεν τόχω βλέπεις μαζί μου, το βλέπω πολύ λίγο».

Μια μέρα είχαμε συνεδρίαση μ’ αγόρια της ΕΠΟΝ μέσα στο γραφείο ενός γιατρού, όπου πηγαίναμε για πρώτη φορά κι η Ηλέκτρα ήταν άγρυπνη καθώς δεν ήξερε τα λημέρια. Την έβλεπα που κοίταζε κρυφά-κρυφά τριγύρω και σαν κάτι να πρόσεχε. Όπως πηγαίναμε ν’ αρχίσουμε τη συνεδρίαση, μας λέει: «Δεν ακούτε κάτι περίεργο, σαν κάποιο κρότο;». Εγώ τότε δεν είχα μικρό ρολόι κι όταν ήταν κανένα σοβαρό ραντεβού στο δρόμο, για να μην τυχόν το χάσω, έπαιρνα μαζί μου ένα μεγάλο ρολόι του τραπεζιού. Κατάλαβα τι άκουγε η Ηλέκτρα και βγάζω το ρολόι από την τσάντα και το δείχνω. Η Ηλέκτρα γελούσε σα μικρό παιδί, γελούσαμε κι εμείς, σταματούσε και ξανάρχιζε, λες και δεν είχε στο νου της καμιάν άλλη φροντίδα. Ύστερα σοβάρεψε και λέει: «Με συγχωρείτε σύντροφοι, μα η αλήθεια είναι πως είχα καιρό να γελάσω». Κι άρχισε αμέσως τη συνεδρίαση. Και τώρα έβλεπες μπροστά σου όλη τη σοβαρότητα κι όλον τον στοχασμό του καθοδηγητή. Την προσοχή που έβαζε και στα πιο μικρά ζητήματα. Την πρωτοβουλία που έπαιρνε και στις πιο δύσκολες λύσεις. Την ακλόνητη αδιαλλαξία όπου μ’ εκείνη αντιμετώπιζε τα λάθη ή τις αμέλειες στη δουλειά. Και ταυτόχρονα τη στοργή που είχε για τον άνθρωπο. Σε κοίταζε στα μάτια για να δει τι έχεις μέσα σου. Σε ρωτούσε για την υγεία σου. Ή σε ρωτούσε μήπως δεν έχεις λεφτά. Κι αν δεν είχε να σε ρωτήσει τίποτα, σου χαμογελούσε. Όσοι είχαμε την τύχη να τη γνωρίζουμε, γνωρίσαμε μια αληθινή κομμουνίστρια.

Κι η σκλαβωμένη Αθήνα, τ’ απόμερα σοκάκια της κι οι συνοικισμοί της, είχανε μάθει να περνά εκείνη η ψηλή κοπέλα που είχε κάτι λυγερά πόδια σαν τις καρυάτιδες και στο πρόσωπο ριχτό ένα αραχνένιο μαντήλι, τάχατες για τον ήλιο. Μα δεν ήταν βέβαια για τον ήλιο, ήταν για να ξεγελάσει τον μόνο εχθρό που είχε η Ηλέκτρα: τον χαφιέ.

Η Ηλέκτρα βάδιζε και πήγαινε απ’ τα Πατήσια στην Καλλιθέα, απ’ του Ψυρρή στην Καισαριανή, πεζή ώρες ατέλειωτες γιατί ήτανε παράνομη, σφίγγοντας το στομάχι της που της πονούσε πάντα. «Και δεν μπορώ να καθίσω μήτε σ’ ένα παγκάκι», μας έλεγε.

Το 1944 η Ηλέκτρα ήταν μέλος του Γραφείου της Κομματικής Οργάνωσης της Αθήνας, υπεύθυνη για τη διαφώτιση. Πάνω σ’ αυτό το τιμημένο ταμπούρι την δολοφονήσανε. Ήταν 32 χρονών.

Ήταν μια Δευτέρα, καλοκαίρι, όταν η Ηλέκτρα πέρασε από κείνο το σπιτάκι που συναντιόμαστε, μια στιγμή στα κλεφτάτα, για να πει πως θαρχόταν την άλλη μέρα να δουλέψουμε. «Θαρθώ το μεσημέρι να φάμε και να μου κάμετε λιγάκι από κείνο το ζυμωτό ψωμί που μ’ ωφελεί στο στομάχι μου». Τόλεγε όταν η πόρτα έκλεινε πια από πίσω της. Δεν ήξερα πως εκείνη η στιγμή ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπα.

Την άλλη μέρα, Τρίτη, 25 του Ιούλη 1944, απάνω στο τραπέζι το ζυμωτό ψωμί την περίμενε. Μα η Ηλέκτρα δεν ήρθε. Εκείνη ακριβώς την ώρα περνούσε το μαρτύριό της στην ασφάλεια. Είχε βγει έξω εκείνη τη μέρα πρωί-πρωί, όπως έβγαινε πάντα. Στη διασταύρωση των οδών Γ΄ Σεπτεμβρίου και Αγίου Μελετίου τη συνάντησε ένας χαφιές που ήταν παλιά βασανιστής της. Τη γνώρισε. Εκείνη ήταν ολομόναχη, βαστούσε ένα άδειο μπουκάλι και γύρεψε να παλέψει μ’ εκείνο ενάντια στο χαφιέ. Περνούσαν δυο Γερμανοί στρατιώτες, ο χαφιές τους σταμάτησε για να του δώσουν βοήθεια, μα εκείνοι δεν στάθηκαν. Ο χαφιές φώναξε ένα ταξί που περνούσε και την έβαλε μέσα. Είχε τύχει μια γνωστή κοπέλα να βγαίνει εκείνη την ώρα από το σπίτι της, παρακολούθησε όλη τη φοβερή σκηνή, κι έτσι μάθαμε αμέσως τη σύλληψη της Ηλέκτρας.



Ο χαφιές την πήγε κατευθείαν λίγο πιο κάτω, στην οδό Ελπίδος, όπου ήταν τότε ένα απ’ τα τρομερά κέντρα βασανιστηρίων της ασφάλειας. Βασανίστηκε προσωπικά απ’ τους τρεις πιο απάνθρωπους βασανιστές εκείνης της εποχής: τον Λάμπου, τον Καθρέφτη και τον Μόρφη. Εκείνο το βράδυ η ασφάλεια έδωσε κρασί στα όργανά της, γιατί καθώς τους είπε: «Σήμερα πιάστηκε μεγάλο ψάρι». Είχε πιαστεί, αλήθεια, μια μεγάλη Ελληνίδα.

Κι αν κανένας δεν τόξερε, τόμαθε από κείνη την περίφημη απολογία της. Οι χαφιέδες την ανακρίνουν:
― Πώς σε λένε;
― Ελληνίδα.
― Που κάθεσαι;
― Στην Αθήνα.
― Τι δουλειά κάνεις;
― Υπηρετώ τον ελληνικό λαό.
Η απολογία αυτή θα μείνει για τους Έλληνες ένα εθνικό κειμήλιο, όπως οι αθάνατες τραγωδίες μας της αρχαιότητας.

Ως το πρωί της άλλης μέρας την είχαν αποτελειώσει με βασανιστήρια. Και την πέταξαν στο δρόμο. Το αυτοκίνητο του Δήμου που μάζευε τότε τα πτώματα, την πήγε στο Νεκροτομείο.

Η επίσημη ιατροδικαστική έκθεση και η φωτογραφία του νεκρού κατακρεουργημένου σώματος που καταφέραμε να πάρουμε στα χέρια μας, είναι ένα απίστευτο ανατριχιαστικό ντοκουμέντο που δημοσιεύτηκε ύστερα απ’ την απελευθέρωση. Η Ηλέκτρα κρεμάστηκε ανάποδα με χοντρά σύρματα που της αυλάκωσαν βαθιά το στήθος, όλο το κάτω μέρος του κορμιού κάηκε, μ’ αναμμένα τσιγάρα, καθώς επίσης κάηκαν και τα γεννητικά όργανα, οι κρόταφοι και το στομάχι χτυπήθηκαν με σιδερένια εργαλεία που προκάλεσαν αιμάτωμα και φέρανε το θάνατο. «Ο σ τ ό μ α χ ο ς π ε ρ ι ε ί χ ε ά ρ τ ο ν κ α ι τ ο μ ά τ α ν». Μ’ αυτή τη φράση τελειώνει η ιατροδικαστική έκθεση.

Η ομάδα μας του παράνομου τύπου που καθοδηγούσε η Ηλέκτρα, έβγαζε τις εφημερίδες «Γυναικεία Δράση» και «Σοβιετικά Νέα». Τα φύλλα της εκείνης της βδομάδας τυπώθηκαν με άρθρα της Ηλέκτρας, όταν η ίδια δεν ζούσε πια. Η ομάδα μας κυκλοφόρησε αμέσως μια σύντομη βιογραφία της.

Η Αθήνα που τη γνώρισε και την αγάπησε τόσο, κι όλη η Ελλάδα που άκουσε τη δράση της και τον ηρωικό το θάνατό της, σηκώθηκε στο πόδι και τίμησε την εθνική αγωνίστρια. Στη μνήμη της και για να εκδικηθούν το χαμό της, πολλές Ελληνίδες γίναν τότε μέλη του ΚΚΕ.

Στις 26 Ιουλίου 1945, τον πρώτο χρόνο της απελευθέρωσης, απ’ τη χιτλερική κατοχή, οργανώθηκε στην Αθήνα ένα τεράστιο συλλαλητήριο-μνημόσυνο για τις γυναίκες που πέσανε για τη λευτεριά της πατρίδας, και ανάμεσά τους, για μια από τις πιο άξιες, την Ηλέκτρα.

Δίπλα στους τόσους άλλους τιμημένους μας νεκρούς, η Ελλάδα χρωστά να στήσει στην Ηλέκτρα ένα μνημείο όπου θα πρέπει να χαραχτεί από κάτω:

Τη λέγανε Ελληνίδα.
Κατοικούσε στην Αθήνα.
Υπηρετούσε τον ελληνικό λαό.

Σ’ αυτό που είπε η ίδια, κανείς δε θα μπορούσε να προσθέσει τίποτα. Σ’ ευχαριστούμε, Ηλέκτρα, για ό,τι μας έμαθες.

Μέλπω Αξιώτη
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην περιοδική έκδοση «Ελληνική Αριστερά, Μηνιαία Πολιτική Επιθεώρηση της Ε.Δ.Α.» (8-9/1965) και προέρχεται από την πλούσια αρχειοθήκη των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου