Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Το διήγημα της Κυριακής: Η εικόνα, του Κώστα Κρυστάλλη

Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894)
Εθνικός ποιητής και πεζογράφος, γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1868. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στην πατρίδα του και μετά στη περίφημη “Ζωσιμαία σχολή” των Ιωαννίνων. Διαβάστε το διήγημα...




Τ’ ανοιξιάτικα πρωινά, οπόβγαινα χαραγή για το γάλα, γύριζα καπότες από τον καφενέ του Ζώη τ’ Αζώηρου.
Στην Καραβατιά, κατά τα Δυο τ’ Αδέρφια, είχεν ο Ζώης ο Αζώηρος τον καφενέ του. Είχε συγυρίσει σε τόπον καφενέ το ίδιο το σπίτι του που καθόταν αυτός, χήρος κι άτεκνος με τη μεσόκοπην αδελφή του, την Κυρά Τσεβούλα.
Αυτός εσερβίριζε τους μουστερήδες κ’ η αδελφή του έβραζε τους καφέδες μέσα, στο ίδιο τζάκι, στην ίδια γωνίστρα του σπιτιού, οπόβραζαν και το φαγί τους. Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέ τον καφέ του, γιατ’ είχε πάντα στο νου του ότι το μπέρδεμα φέρνει κακό και ζημιές πλιότερες παρά κέρδα, κι αυτός το ψωμί του, οπόβγαζε με τον καφενέ του, ήθελε να το βγάζει και να το τρώει με τον ίδρο του και με την τιμιότη, κι όχι με το ψέμα και με την αδικιά, γιατ’ ήξερε πως κ’ οι μουστερήδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τον ίδρο και με την τιμιότη.

Είν’ αλήθεια, πως κάποτε, πριν παντρευτεί ο Αζώηρος, έβλεπε την καλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιανων κι αναστέναζε νυχτόημερα, κι ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικά και τη νιότη του, πώς να βρει τρόπο κι αυτός ν’ αρχοντέψει, ν’ απόχτηση κι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια.
Τότες δεν ήτον καφετζής ο Ζώης. Τότες είχεν αργαστήρι στο Κουρμανιό κάτου, οπού χρυσοκεντούσε φέρμελες και σελάχια μπέηδων, κοζόκες και λαχούρια κυράδων.
Κ’ ήτον αργαστηριάρης αυτός, κ’ είχε καλφάδες και παρακαλφάδες εις τ’ αργαστήρι του, που δούλευαν και που σαν τραγουδούσαν ψιλά ψιλά, εκεί που πλούμιζαν τα νυχτέρια με χρυσάφια και με τιρτίρια τα ξόμπλια τους, έστριφτε το μουστάκι του το ξανθό αυτός, έγερνε το κρεμεζί φέσι του στραβά ως τα φρύδια κι έκραζε συχνά πυκνά.
– Δόστε του μωρέ παιδιά, δόστε του. Όξω φτώχια, μωρέ καλφάδεσι μ’.

Τότες ήτον οπού ‘χε βάλει στο νου του για ν’ αρχοντέψει ο Ζώης. Έπιανε και παράν αλήθεια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδελφή του.
Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα… ποιος τον κουβέντιαζε!
Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ’ οι δυο οι αδερφάδες του δεν είχανε που να τον βάλουν. Ο «Ζώης μας» εδώ κι ο «Ζώης μας» εκεί, το πήγαιναν νύχτα μέρα. «Το μοναχό μας, τ’ άρχοντοπλό μας, το μοσχοαναθρεμμένο μας, το τζοβαΐρ μας».
Είχε γιομώσ’ η γειτονιά με τ’ όνομα του Ζώη, φορτωμένο μ’ όλ’ αυτά τα χαϊδευτικά χαϊμαλιά. Δεν έμεινεν άλλο τώρα παρά να χτίση και το περιπόθητο σπίτι ο Ζώης.
Να το γκρεμίσει από τα θεμέλια του το χαμηλόσπιτο που εγεννήθηκε και που τ’ άφηκε, μαζί με την τέχνη και με τ’ αργαστήρι, ο σχωρεμένος ο πατέρας του ο γέρο Αζώηρος, και να χτίση απανουθιό του μεγάλο κι αρχοντικό σπίτι, σεράι ολάκερο με τρία και με τέσσερα πατώματα.
Έλα όμως που ο πόνος της γριάς για το «φτωχικό» της ήταν μεγάλος και δεν «ήταν τσαρές» για να στρέξη να χτισθεί καινούργιο ψηλό σπίτι απάνω του.
– Σαν εχς σκοπό να το γκρεμίσης, γιε μ’, τούλεγεν η γριά, γκρέμισε με κι εμένα στο λάκκο μου μαζί του. Βάλε με να πλακωθώ κι εγώ αποκάτ’ από τη σκέπη του. Άσε με κάνεμ να κλείσω τα μάτια μ’ εγώ και τότες κάμε ό,τι θέλεις εσύ.
– Μα, μάνα δεν κρένεις καλά, έλεγε ο Ζώης. Δε γλέπεις που δε μας χωρεί τώρα το παλιόσπιτο; Τώρ’ αξήσαμαν και θ’ αξήσουμε ακόμα με φαμλιά και με δούλους. Πού να ζήσουμ’ εδώ μέσα σ’ αυτό το κοτέτσι όλοι μαζί. Για βάλε με το νου σου πως έχουμε και κάποιο καλό όνομα κι όλας όξω τώρα και τσότσου παρά στη σακούλα… Άσε με να το ρίξω, δεν είναι λόγι’ αυτά που λες. Δε θα ζήσουμε φτωχικά και τώρα οπ’ αρχοντέψαμαν.
Τα ίδια της λαλούσε κ’ η γυναίκα του Ζώη, η καλομαθημένη αρχοντοπούλα, τα ίδια της έψελναν κ’ οι «ξεμυαλισμένες», όπως τες έλεγε η γριά, αδερφάδες του.
Μα η κυρά Χσούλα δεν ετέντωνε αυτί σε κανένα.
– Πιάκαμαν λίγους παράδες τώρα, εμουρμούριζε, κι επήρε ο νους σας αγέρα. Χαλασιές και φουρτούνες σας! Που ξαίρουμε τάχατε τι μας βγάζ’ η αυριανή, χαντακωμένες!

Τότες σύγκαιρα, απόχτησε και γιον η γυναίκα του Ζώη και για την καλοπέραση της άναψε μεγαλύτερος μέσα στους λογισμούς του ο πόθος του αρχοντικού σπιτιού. Πέρασεν όμως τότε και μια ιδέα άλλη στο νου του. Ότι, άρχοντας αυτός τώρα, πώς θα μπορεί ν’ ανεβοκατεβαίνει από το σπίτι στ’ αργαστήρι κι από τ’ αργαστήρι στο σπίτι του αυγή, γιόμα και βράδυ, περπατώντας, τόσο δρόμο, τόσον ανήφορο. Εσκέφθηκε λοιπόν πως θα να ήταν καλύτερο ν’ αφήκει απείραχτο το φτωχόσπιτο της γριάς απάνου στην Καραβατιά, νοικιάζοντας το σε κανένα φτωχό γείτονα του, και ν’ αγοράσει αυτός ψηλό σπίτι παρακάτου, κατά το παζάρι, στ’ Αρχοντικά.
Κ’ η ιδέα του τούτη ερίζωσε πλια στα μυαλά του κι όλο χαρούμενος έλεγε τώρα, γυρίζοντας το βράδυ, στη γριά του:
– Έλα και σόγινε το χατήρι να μην το γκρεμίσουμε, μάνα, έλα.
Κ’ η γριά δόξαζε τον «Μεγαλοδύναμο» όπ’ έβλεπεν ότ’ η κούφια και καταστρεφτικιά φλόγα των παιδιών της εσβήνσνταν κι εκατακάθονταν όσο πέρναε ο καιρός.
Πού να το ‘ξαιρεν η μαύρη πως ο γιος της ολημερίς παράδερνε στους δρόμους των αρχοντικών, για να βρει σπίτι της αρεσιάς του, να τ’ αγοράσει! Τότες άρχεψε να ψευτίζει και την τέχνη του λίγο ο Ζώης, για να κερδαίνη πλιότερα.
Η λεχωνιά όμως της γυναίκας του δεν επήγαινε καλά. Είχεν ανάψει θέρμη βαριά στο κορμί της, κ’ οι γιατροί που ‘χε καλέσει ο Ζώης, οι καλύτεροι των Γιαννίνων, έφευγαν από το σπίτι του με κατεβασμένα τα φρύδια. Κάποτε κι όλας φανέρωσαν σε κάποιον στη γειτονιά ότ’ η λεχώνα κιντύνευε.
Ως εδώ ήταν γραμμένο να βλάστηση και να κλαρωθή το περήφανο δέντρο της αρχοντιάς του δόλιου Αζώηρου. Σαν σάρακας είχε φωλιάσει μέσ’ στον κορμό του της γυναίκας του η αρρώστια και το κουφάλιαζε λίγο-λίγο. Και μιά νύκτα, συγνεφιασμένη και θλιβερή, αστροπέλεκας ξαφνικός έπεσε κατάκορφ’ απάνου του και του γκρέμισεν όλα τα φύλα και τα ωραία κλωνάρια, κι από το φουντωτό και ζηλεμένο δέντρο έμεινε μοναχά ένα ολόρθο κατακαμένο και κούφιο κορμί, το κορμί του ίδιου του Ζώη.
Φωτιά έπιακε μια βραδυά στα «Τσαρτσίτικα» και τ’ αργαστήρι τ’ Αζώηρου μ’ όλα τα περίγυρα του γίνηκαν στάχτη ως την αυγή. Κόλπος του ‘ρθε τότε του βαριόμοιρου Ζώη. Πάει το πλιότερο το βιο του.
Το ‘φαε και το επίλοιπο η αρρώστια κ’ η λεχωνιά της γυναίκας του, που τράβηξε χρόνον καιρό, κι οπού τη γκρέμισε κι αυτή μέσα στον τάφο μαζί με το παιδάκι της. Πέθανε σε κάμποσον καιρό ύστερα κ’ η μαύρ’ η μάνα του.
Πέθανεν από τον καϋμό της για την τρομερή συφορά και με τούτα τα στερνά λόγια στα χείλη της:
– Πιαστήκαμαν από λίγους παράδες, και πήρε ο νους σας αγέρα, παιδιά μου. Χαλασιές και φουρτούνες μας. Ποιος να του ‘ξαιρε τι θα μας εύρισκε σήμερα, χαντακωμένα μου!

Κι απ’ όλο τούτο τ’ ανεμόχολο και τον καταπατήρα, που παράσυρε το σπίτι του ξύρριζα, γλύτωσε ο Ζώης μοναχά κ’ η αδερφή του, η κυρά Τσεβούλα, οπού δεν είχε προφτάσει να την παντρέψει κι αυτή. Και μαζί με τους ανθρώπους του και με την ευτυχία, παν κ’ οι μεγάλες ιδέες του δύστυχου κ’ οι πόθοι του για ψηλά σπίτια και γι’ αρχοντική καλοπέραση.
Σαν παραδαρμένο από βαριά νεροποντή κι ανεμοζάλη χελιδόνι, χώθηκε ζαλισμένος από κάτου από τη στρέχα του φτωχικού πατρικού του και συμμαζώχτηκε ολότρομος σε μια γωνιά, τηρώντας πότε να περάσ’ η κακή μπόρα.
Κι όλες τες συφορές του αυτές έρριχνεν ύστερα ο Αζώηρος στον κακό σκοπό πόβαλε με το νου του να γκρεμίσει το χαμηλό πατρικό του και να ζήτηση αλλού παλάτια και περιφάνιες.
– Κι ο σκοπός κ’ οι πόθοι αυτοί μ’ έφεραν, έλεγε με το νου του αναστενάζοντας, στο φρύδι του γκρεμού, της κόλασης, να ψευτήσω την τέχνη μου και να χαλαστώ ο ίδιος, να σκάψω ο ίδιος το λάκκο μου με τα χέρια μου. Διαβολομαζώματα ανεμοσκορπίσματα, καλά λέει ο λόγος. Τώρα κτυπάω το κεφάλι μου, μόν’ στα χαμένα.

Κι ένας γέροντας τούρκος προβατάρης, γείτονας του, σα να τον έβανε επιταυτού κανένας να του ριζώσει βαθύτερα την ιδέα τούτη, του απαντούσε ολοένα, όσες φορές τον εύρισκε ο Ζώης και τον ρώταε για το βιο του.
– Ινσαλά σαν θέλ’ ου Γιαραμπής, καλά πάμε, κυρ-Ζώη.
Όποιους τράει τ’ν ισιάδα, πουτές δεν έχει να φουβθή τη ζμιά, είναι μαζύ τ’ ου Θαγός.
Μ’ ότ’ παραστράτησες απού την ισιάδα, μ’ ότ’ τη μόλεψες την τέχν’ και του βιο σ’, πλάκωσε του κακό, κι μ’ ότ’ πλακώσ’ το ‘να, καρτέρ’ κι τ’ άλλου.
Ιγώ πουτες δεν του χαλάου του γάλα μ’ κι γι’ αυτό ούτε του χάνου πουτές, ούτε κι τα πράτα μ’ παθαίνουν τίπουτας. Κύτταξε του γείτονα μας του Μπράχου’ είχινε ζλέψ’ μου ‘λεγε, ψλα σπίτια και γρόσια πουλλά. Χάλασε του γάλα τ’ για να κιρδέν’ πλισσότερα. Ίσια του ‘ρθε του κακό. Το ‘χασε όλου του κουπαδ’ απ’ αβλουγιά. Ιγώ πουτέσιμ δε ζήλεψα τρανά σπίτια κι μεγαλουσύνες. Δε λεου πώς δεν τα θέλου τάχα μ’, μόν’ δεν τα θελου με τ’ν αδικιά κι με τ’ ψευτιά. Αν είναι για να τ’ άπουχτήσου, να τ’ αποχτήσου με τον ίδρουτά μ’ κι με τ’ν ισιάδα. Να, σαν εκείνουν τουν άρχοντα του ρουμιό πόχει τα μεγαλύτερα σπίτια κι τα καλύτερ’ αργαστήρια σήμερα μέσα στα Γιάννινα, κι όπουτις περνάει αυτός στου παζάρ με τ’ αριο κι περήφανου περπάτμα τ’, είδες: όλ’ προσκώνουνται κι όλ’ τουν χαιρετάν. Αυτός, . . . άσκουλσουντ. Τ’ απόχτσε με τ’ν αξιά-δα τ’ κι τ’ αξίζ’ να τα χαίρεται κι να τα καμαρών’ τώρα.

Ο Τούρκος γείτονας δεν ήξερε, αλήθεια, πως κι ο Ζώης από τις σάπιες εκείνες ιδέες της αρχοντιάς την έπαθε. Μα ο Ζώης που πόναγε, πίστεψε στα λόγια τούτα πως του ‘χε τούμπανο ο κόσμος όλος το κόλασμά του, κι από τότες ορκίστηκε να μη ξαναβγεί.
Εκλείστηκε με την αδερφή του στο φτωχικό του μέσα κι αποφάσισε να περάσει τες στέρνες μέρες του με κάτι απομεινάρια που του ‘χε αφήκ’ η φωτιά κι ο χάρος. Τες ώρες του πέρναε τώρα στον κήπο του μέσα, φυτεύοντας και καλλιεργώντας. Αργότερα όμως, για να φύγει τη μοναξιά και τη συλλογή που τον πλάκων’ έτσι ολομόναχον, εσκέφθηκε να στήσει τρεις πέντε μπάγγους ορθούς στην αυλή του και να συνάζει γύρα του τους γερόντους της γειτονιάς, και με την αφορμή να τους κάμνει τον καφετζή να βρίσκει κουβέντα και χρονοτριβή μ’ αυτούς. Ύστερα ήτον ακόμα νιος, και δε θα τον εβάρενε το σερβίρισμα των καφέδων του.
Στην αυλή του σπιτιού του λοιπόν είχε στήσει τον καφενέ του ο Ζώης ο Αζώηρος. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες κ’ η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, έβραζε τους καφέδες. Παλιός χαμηλός τοίχος από ξηρολίθι έκλειγε ολόγυρα το κτήμα τούτο τ’ Αζώηρου, που τον μισό τόπο έπιανε το σπίτι με την αυλή και τον άλλο μισό ο κήπος με τες φυτιές και με τα δένδρα του, καλοσκαμένος και καλοφυτεμένος, και φραγμένος με ψηλή καλαμωτή. Έλαμπε από πάστρα η αυλή του. Οι βασιλικοί με τους χιλιοχρώματους μενεξέδες, που στόλιζαν αραδαριά τες αλτάνες και τα πεζούλια της, εμοσχοβόλιζαν τον αέρα, και το βουνάκι της Καραβατιάς από πάνου κατέβαζε μια δροσιά παραδείσια την αυγή και τ’ απόσπερνο.

Όλ’ αυτά τα καλά, με τα παθήματα και με τους αμόλευτους καφέδες του Ζώη, σύναζαν στον καφενέ του τους γέρους της γειτονιάς. Είχενε και πηγάδι με σπάνιο νερό ο Αζώηρος, οπού δεν άργησαν να το μυριστούν κι άλλοι και που κατάντησεν από στόμα σε στόμα να διαλαληθή σ’ όλους εκείνους τους απάνου μαχαλάδες ο καφενές και να συχνάζουν σ’ αυτόν όχι μονάχα οι γερόντοι μα κι άλλοι πολλοί.
Κι έβγαιναν στον ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν’ απολάψουν τη δροσιά του βουνού και τ’ αθάνατο νερό τ’ Αζώηρου, που ήταν κατάκρυο και καλοχώνευτο κι οπ’ έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου. Οι δραγάτες οι αρβανίτες κ’ οι φυλαχτάδες των μπέηδων και των αγάδων της Καραβατιάς, όλοι εκεί συναπαντώνταν κι έλεγαν τα σκηπετάρικά τους.
Άσε την Πρωτομαγιά και τέτιες άλλες χρονιάρικες μέρες, οπού δεν είχενε πού να βάλει τον κόσμο να κάτσει στον καφενέ του ο Αζώηρος.
Εκόντευαν κάποτε να ξυπνήσουν μέσα του και να ξανανάψουν τα παλιά όνειρα κ’ οι σβεσμένοι πόθοι για ν’ αρχοντέψει και με τον καφενέ. Όμως τον εκρατούσαν σφιχτά δεμένο στην τιμιότη της τέχνης του τα λόγια του «μπαμπά», όπως τον έλεγε τον τούρκο προβατάρη γείτονα του, που του θυμούσαν τα περασμένα παθήματα του.

Πολλές φορές γύριζα κι εγώ από το γάλα στον καφενέ τ’ Αζωηρου, τ’ ανοιξιάτικα αυγερινά, που ανέβαινα στο βουνό χαράματα. Ετύχαινεν όμως να διαβαίνω από κει και τες σκόλες κανέν’ απόβραδο, πόβγαινα κατά την Καραβατιά, είτε για τον βουνίσιον αέρα της, είτε για το κρύο νερό της, είτε για τα κάστανα και γλυκά και μεγάλα και μυγδαλοσχισμένα μάτια των κορασιών της. Οι συχνότεροι γερόντοι, πόβρισκα στον καφενέ τ’ Αζώηρου, ήταν ο Γερο-Καλαμένιος, ο αγαπημένος μου, που τον είχα γνωρίσει απ’ αλλού κ’ είχα μάθει τόσα παλιά κι αξετίμητα πράματ’ απ’ αυτόν, ο Πάνος ο Γερακάρης, ο Λυγδάς ο Λιονταρής, ο Θωμάς ο Γοργόλης, ο Μάνθος ο Μπαλιούλιας κι ο Διαμαντής ο Βάρδας.

Όλοι κηράδες κι ανυφαντήδες και χρυσοκεντηστάδες στα νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζώνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κι έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέντες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κι’ εγώ, στη μέση τους, χόρταινα ιστορίες και σοφά λόγια.
Τ’ απόγιομα εκείνο, μόλις προσπέρασα το κατώφλι της αυλόπορτας του Ζώη τ’ Αζώηρου κι’ ηύρα τους συνηθισμένους μουστερήδες του, τους γερόντους κι αρβανιτάδες, συμμαζωγμένους σ’ ένα μπάγγο, απανωτούς, με καρφωμένα και μάτια και νουν απάνου σε μιαν εικόνα, που βαστούσε καταμεσίς ο Ζώης στα χέρια του. Ούτε μ’ ένοιωσαν όταν εμπήκα. Τους εσίμωσα κι ετήραξα κ’ εγώ την εικόνα. Η εικόνα ήταν παλιά κι αξιοπερίεργη. Παράσταινε καβαλάρη παλληκαρά με γιγάντιο ανάστημα και με πανώργια μορφή. Είχε ασπροκόκκινο το πρόσωπο και περίσσια έμορφο και καλοσυνάτο κι ευγενικό, πρόσωπο βασιλικό καθαρό. Γρυπή τη μύτη, το μέτωπο καθάριο και πλατύ, το γενειο μακρύ και γυρμένο κατά εμπρός λίγο και κομμένον τον τσαμπά.
Εφαίνετο σαν να του χάρισε η φύση σ’ όλο του το κορμί ασύγκριτην επιδεξιότη και ξεχωριστή δύναμη.
Εφόρειε μεγάλη σκούφια στο κεφάλι του, στολισμένη με ωραία φτερά, και μακρύ μεταξοπράσινο δουλαμά, περιπλουμισμένον με χρυσά σιρίτια, που φάνταζε θαυμάσια, καμωμένος με πολλή μαστοριά και με τέτοια τέχνη ντυμένος, οπού σα σκέπαζεν από τη μέση και κάτου τ’ άρματα, εφαίνονταν και τ’ άρματα κι εφαίνονταν κι αυτός.
Από τ’ αλόγου του το τρεχιό κυματίζονταν ο δουλαμάς κι άφηνε να λάμπει στα στήθια του χρυσή η αλυσίδα του βασιλικού παρασήμου του κι ένας διαμαντοκολλημένος σταυρός, οπού φαίνονταν σαν να τον φόλαε στον κόρφο του δίπλα γκόλφι με βαθύτατη ευλάβεια.
Με τον κυματισμό του δουλαμά πρόβαλλαν στο φως και τα μεγάλα κίτρινα ποδήματά του. Δαμασκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώση του κατά το ζέρβιο πλευρό και πίσω από το γόνατο του κρύβονταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι απάνου σ’ όλ’ αυτά, η λαμπράδα των ομματίων του και του κορμιού του η λεβεντιά έδειχναν ότ’ ήτον στην καρδιά δράκος τούτος και λιοντάρι στη δύναμη. Αρχοντιά κι ομορφιά και στόλος στο ανάστημα του όλο.
Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ’ αλόγου και με το δεξιό τη μακριά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιο στην κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αϊτό το δικέφαλο μέσ’ τη μέση.
Τ’ άλογο του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φα-ντά φάλαρα. Είχε περήφανα σηκωμένο κατ’ απάνω το κεφάλι του και η πλούσια και γυαλιστερή χιούτη του χύνονταν σα κύμα τρικυμιστή στα στήθη του αναβάτη. Σπιθοβολούσαν τα μεγάλα τα μάτια του κι άφριζαν τα διάπλατα τα ρουθούνια κι εσπαρτάριζαν, ωσάν να ‘χυναν κατά πέρα χλιμίντρισμα ηχερό. Ελύγαε σαν την οχιά το κορμί του κι εσήκωνε τη μαλλιαρή ουρά πίσω, όπ’ έπεφτε ανεμισμένη κι αστραφτερή, σαν καταρραχτης λαγκαδιάς, μέσα σε σκοταδερή νύχτα, όπ’ ανεμολάμπει στην αριάν αστροφεγγιά.
Τα πόδια του τ’ ανεμόφτερα δεν επατούσαν ολότελα γη, κι ελαμποκοπούσαν και τα τεσσερ’ ασημοπέταλά του.
Κι αποκάτου έφερνε την επιγραφή της φράγκικα χαραγμένη και πλουμερή, οπόδειχνε τ’ όνομα του παλικαρά καβαλάρη και τον τόπο όπου ιστορήθη, την ξακουσμένη Φλωρεντία.

Οι γέροι κ’ οι αρβανίτες, που την τηρούσαν καταπλακωμένοι, δεν εγνώριζαν να ξεδιαλέξουν τα φράγκικα και πλουμερά γράμματα της επιγραφής, κι έπασχαν από τη μορφή κι από τ’ άρματα του καβαλάρη να τον πεικάσουν.
Κι άλλος τον έλεγε Αϊ-Γιώργη κι άλλος Αϊ-Δημήτρη, άλλος αρχαίον έλληνα κι άλλος στρατιώτη παλιό της Φραγκιάς και της Φλάντρας.
Αφού διάβασα την επιγραφή της εγώ, την εξανακύτταξα μια φορά πάλι καλύτερα την εικόνα και ρώτησα τον καφετζή τον Αζώηρο, που την είχε βρει.
Πριν όμως μ’ απολογηθεί τούτος, ο Γεροκαλαμένιος, ο φίλος μου, έστρεψε κατά πάνω μου τα δυο ματογιάλια του —σα να μου γνώρισε τη φωνή κι εγύρευε να ιδή αν είμαι ο ίδιος- και σα με είδε κοντά του, γύρισε κατά τους άλλους κ’είπε:
– Σταθήτε και το δασκαλόπουλο θα μας το δείξει τι φανερών’ η εικόνα, μωρέ παιδιά.
Το γνωρίζω γω, ξαίρει πολλά πράματ’ αυτό, και θαν’ το ξηγήσει.
Εχαμογέλασα με τ’ αγαθά λόγια του γέρου, γλυκοκυττάζοντάς τον, κ’ είπα:
– Δεν τον γνωρίζετε τον βασιλιά μας;
– …………

Βουβαμάρα χύθηκε για λίγην ώρα στη μέση μας με τα λόγια μου αυτά, και μ’ ολάνοιχτα γλέφαρα και με σφιγμένα χείλη, κατάματα μ’ εκύτταζαν όλοι, σα να ‘θελαν με τη δύναμη της ματιάς των να ξεθάψουν από τα φυλλοκάρδια μου το μυστικό τ’ όνομα του βασιλιά τούτου.
Και σα δεν έκρενα εγώ ακόμα, άρχεζαν να ξανατηράν την εικόνα αυτοί και να λεν:
– Ο Γεώργιος; οι γερόντοι.
– Σουλτάνι; (ο Σουλτάνος;) οι αρβανίτες.
– Τι Γεώργιος και τι Σουλτάνος μου λέτε… Ο βασιλιάς των Ηπειρωτών είναι τούτος.
Οι Αρβανίτες ούτε μίλησαν τότες. Εμούδιασαν κ’ οι γερόντοι. Κι αυτός ο Ζώης ο Αζώηρος, ο καφετζής, οπ’ ούτε αυτός ήξαιρε τι αξετίμητην εικόνα είχενε τόσα χρόνια μέσα στο απίτι του. Μοναχά ο Γεροκαλαμένιος γύρισε πάλι κατ’ εμένα τα ματογιάλια του και μ’ ερώτησε αγάλια αγάλια:
– Ο Πύρρος, παιδί μου;
– Μπυρρ’ μωρ’ μπυρρ. Χλαλόησαν παρευτύς τα στόματα των αρβανιτάδων.
– Ο Σκεντέρμπεης…

Δεν επρόφτακα ν’ αποσώσω τ’ όνομα, μωρές παιδιά, κι αστραποβόλησαν με μιας όλων τα μάτια ολόγυρα και χώρια των αρβανιτάδων οπού χούμησαν απανωτοί κι εσκέπασαν την εικόνα με χίλια φιλήματα.
Οι γέροι δεν εμίλησαν τότες.
Είχαν καρφώσει γερά τα μάτια τους απάνω στην εικόνα κι ο λογισμός τους ποιος ξέρει σε τι καιρούς και σε τι τόπους αρμένιζε.
Μονάχα οι αρβανιτάδες εσυντυχιόνταν κι έλεγαν ο ένας τ’ αλλουνού με τη γλωσσά τους:
– Μωρέ Σκέντο ιχούμπουρ! (Ωρέ Σκέντο χαντακωμένε!) Νάτος ο βασιλιάς των αρβανιτάδων. Τήρα, ωρέ καψαρέ, βασιλιά που ‘χαμαν μια βολά οι δύστυχοι.
– Για βιστό κουρμ, για βιστό τριμρί! (Για τήρα κορμί, για τήρα λεβεντιά!) Τήρα ευγενική σάρκα, τήρα μορφή βασιλίκια, τήρα μάτι αετού, τήρα μέτωπο σαν κορφοβούνι που χαράζει απάνω του η μέρα!
– Τήρα άρματα κι άλογο και φορεσιά;
– Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο, άιντε μωρ’ ινγκιούαρ μπρετ ισκηπετάρβε! (Άιντε ωρέ Σκεντέρμπεη, άιντε ωρέ ξακουσμένε αρβανιτοβασιλιά!)
Δε θ’ αναστηθής μια βολά πάλε και δε θα να μας κράξεις με το τρανό και περήφανο εκείνο διαλάλημά σου: «Σα ρον Σκεντερμπέο, σκηπετάρ νουκ το τεμπένεν κουρ σκλαβ τε τιέρβε!» (Όσο ζάει ο Σκεντέρμπεης, οι αρβανίτες δε θα να καταντήσουν ποτές σκλάβοιτων άλλων!) Κι αλήθεια, ωρε μπύρρο μ’. Αν δεν απέθνησκες δε θα να πέφταμαν κι εμείς, δε θα να σερνόμασταν, ωρέ μαύρε μου Λιούλιο, κλαρίτες και παλιοδραγάτες σήμερα στα ντερβένια του κόσμου, δίχως ψωμί, δίχως καλύβι, με μισή κάπα απάνου μας και με μισό τσαρούχι.

Μαζί με τα λόγια του Τζαφέρη σταματάει κ’ η πέννα μου εδώ, γιατ’ αναγιόμοσαν δάκρυα τα μάτια του δόλιου αρβανίτη. Ο Σκέντος, ο Λιούλιος κ’ οι άλλοι οι σύντροφοι τους αναδάκρυσαν παρόμοια κι αυτοί κι εκρέμασαν λυπητερά και παραπονεμένα μπροστά στην εικόνα τα ξέσκεπα κεφάλια τους με τους μακριούς και μαύρους τσαμπάδες.

Α! τη σκηνή εκείνη δε θα την λησμονήσω ποτέ στη ζωή μου, καθώς και την άλλη όπ’ ακολούθησεν ύστερα.
Ο καφετζής ο Αζώηρος μας είπεν, ότι στα καλά χρόνια του, του την είχε πωλήσει την εικόνα ένας μπέης γείτονας του, οπόφευγε από τα Γιάννινα κι εξέκαμε τα σωθέματα του σεραγιού του. Ελέγονταν Ζεϊσέλμπεης τούτος, κ’ η γενιά του κρατούσε, καθώς γνώριζεν από τους παλιούς του, από τη μέσα την Αρβανιτιά, από την Κρόγια. Τι τάχα παράξενο να ήταν κι αγγόνι του Καστριώτη ο Μπέης τούτος;
Κ’ ύστερα, ο Γεροκαλαμένιος μάς έβαλε αραδαριά ολόγυρα του κι αρχίνησε να μας μολογάη για τον Καστριώτη:
– Άιντε, μωρέ πλιάκ’ ιντερμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. (Γεια σου, ωρέ γέρο ντελή, που τα ξαίρεις όλα.) Του φώναζαν κάθε τόσο οι αρβανίτες.
Κι ο Γεροκαλαμένιος μάς αράδιαζε κομμάτια από τα πολλά του Σκεντέρμπεη. Μας έλεγε:
– Πριν γεννηθή ο Σκεντέρμπεης, μωρέ παιδιά, η μάνα του, η βασίλισσα της Αρβανιτιάς, ονειρεύτηκε πως θα ν’ αποχτούσε θεριό ανήμερο κι ανυπόταχτο. Και σα γεννήθηκε, από τα μικρά-μικρά χρόνια παιγνίδια του ήτανε τ’ άρματα. Οι δάσκαλοι του, που τον μάθαιναν γράμματα και βασιλικό φέρσιμο κι ανδρειότη, τον εσυνήθιζαν ταχτικά στα κυνήγια και τον έθρεφαν βολές-βολές με καρδιές αρκουδιού και με πνεμόνια από καπρί.
Όντας πήρε ανάστημα και λεβεντιά και κορμί κι αγέρα, κι επρόβαλε παλληκαράς κι αντρειωμένος κι έμαθε πως αγριοδάμαλο του λόγγου έπεφτε κι εχάλαε της αδερφής του τα κτήματα κι οπού ‘χε σκοτώσει όσους είχαν πάει κατά πάνω του, καβαλικεύει τ’ αχώριστο τ’ άλογο του, το μπάλλιο, κι άδραμε’ το απάντησε, και με μια σπαθιά μοναχά του κατάκοψε την τραχηλιά πέρα ως πέρα και το θανάτωσε. Το ίδιο και μ’ ένα καπρί μέσα στα ρουμάνια της φραγκιάς, που κυνηγούσαν με της Πούλια το βασιλιά μαζί.
Ο Φράγκος βασιλιάς σκιάχτηκε κι ανατρόμαξε στο συναπάντημα του θεριού. Ο Σκεντέρμπεης όμως του ρίχτηκε με το δαμασκί του στο χέρι και του χώρισε το κορμί σε δυο κομμάτια.
– Την πάλλα του την φυλάν στην Πόλι μαζί με τους άλλους θησαυρούς των Σουλτάνων, καθώς μόλεγε ο Μπέης μου, είπεν ο Σκέντος. Λένε, μα το Θεό, πως και το μάλαγμα της μοναχά γιαίνει αρρώστιες και δείχνει θάματα.
– Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ, όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ’ αυτόν άνθρωπο του και του το γύρβφε να το ιδή από περιέργεια.

Ο Σκεντέρμπεης το ‘στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δοκιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί στα χέρια του αφεντικού του. Ο Σουλτάνος γυρίζοντας το πίσω του μήνυσε τούτα. «Τέτοια και καλύτερα σπαθιά έχω κι εγώ μέσα στ’ ασκέργια μου αμέτρητα και δεν επίστεψα πως μ’ ένα τέτοιο και συ κατορθώνεις τα όσ’ ακούω και δοκιμάζω θάματα σου».
Ο Σκεντέρμπεης τότες μπροστά στα μάτια του αποστολάτορα του Μουχαμέτη κάλεσε να του φέρουν ένα άλογο, χούφτιασε το σπαθί κι αφού τ’ ανέμισε και
το παίξε λίγο, το κατέβασε σαν αστραπή στο λαιμό του ζώου και το χώρισε με μιας. Και του είπε του αποστολάτορα:

«Σύρε τώρα και ειπέ του Σουλτάνου σου, πως αν είχε μπροστά του το απλό κι ασήμαντο τούτο σπαθί, δεν είχεν όμως εκεί και το χέρι μου».
– Άιντε μωρ’ πλιάκ’ ιντεμπούαρ, κου ιντέ γκιθ. (Άιντε ωρέ γέρο ντελή, που τα ξαίρεις εσύ όλα.) Εφώναζαν αδιάκοπα στο μολογημό του οι αρβανίτες, και τον χάιδευαν στον ώμο, κι εσέρνονταν κοντύτερα στο πλευρό του. Κι ο γέρος εξακολουθούσε:
– Με δυο Σουλτάνους ολόβολους επολέμησε ο Σκεντέρ-μπεης, μωρέ παιδιά μου, κι έσφαξε αυτός ο ίδιος με το σπαθί του στα εικοσιτρία χρόνια που πολεμούσε πλιότερους από δύο χιλιάδες νομάτους, μοναχά αυτός.
Είχεν ολόγυρα του ποτέ δεκαπέντε και πότε είκοσι χιλιάδες παλληκαράκια αρβανιτόπουλα, κι ενίκαε πάντα κι εσκόρπαε κάθε βολά στρατέματ’ ακέρια από εκατό και διακόσιες χιλιάδες οχτρούς. Είχε καταντήσει το σκιάχτρο κ’ η φοβέρα των Σουλτάνων. Είχε βρει απόγονο κ’ ίσκιο αποκάτου από την πάλλα του η χριστιανοσύνη. Κι αν τον εβοήθαγε, μωρέ παιδιά, κ’ η αναθεματισμέν’ η Φραγκιά, εγώ σας το λέω πως μέσ’ την Πόλη μια μέρα θα να ‘μπαινε και θα να ‘σταινε μέσ’ τ’ Αν-μεϊν-τάν χο περήφανο φλάμπουρο του, μέσ’ εκεί που σήμερ’ ανεμίζουν τα τουγια και λάμπουν τα μισοφέγγαρα…
Τι με τηράτε με τέτοια παραξενιά;
Ο ίδιος ο Σουλτάνος ο Μουχαμέτης το είπε, πως αν ο Σκεντέρμπεης ήθελεν έχει ανώτερη δύναμη, δίχως άλλο όλον τον κόσμο ήθελε βάλει αποκάτου από το φλάμπουρο του!
– Άιντε, μωρέ πλιάκ’ ιντερμπούαρ! (Γεια σου, ωρέ γέρο ντελή!) εφώναξαν πάλι οι αρβανίτες.
– Όλ’ αυτά ακουστά τα ‘χω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα. Μια βολά ο Φράγκος πρίγκηπας του Ταράντου, ύστερ’ από κάλο πετσόκομμα πόφαε από το στρατό του Σκεντέρμπεη, τόστειλε ένα πικρό γράμμα για εκδίκηση ο ανεύγενος, που του κατηγορούσε τη γενιά του Σκεντέρμπεη και που παρομοίαζε τους αρβανίτες του με κοπάδι χαζά κι ασυλλόγιστα πρόβατα….

– Του κι τέμενε, του κι τέμενε, παλιοφρέγκ μουρντάρ! (Τη μάνα σου, παλιόφραγκε μουρντάρη!) Έβρισαν μέσ’ τη μέση του λόγου του Γεροκαλαμένιου οι αρβανιτάδες.
– Μα να ιδήτε τι τ’ απαντάει κι ο Σκεντέρμπεης. «Εγώ ο Σκεντέρμπεης, του γράφει, βασιλιάς της Αρβανιτιάς, σ’ εσένα τον πρίγκιπα του Ταράντου. Κατηγοράς πολύ βαριά κι άσχημα τους ανθρώπους μου και παρομοιάζεις τ’ ασκέρι μου με χαζά πρόβατα. Τα έργατά μας σου έδειξαν την αξιάδα μας και την παλληκαργιά μας. Κι αν θέλης να ξαίρης πλιότερα για τη γενιά και για το σόι μας, μάθε το, ότι κρατιούμαστε από τους παλιούς Ηπειρώτες, μέσ’ από κείνους πόσυρε μιά βολά ο βασιλιάς Πύρρος μαζί του και σας επάτησεν όλον τον τόπο, όπως εμείς τες προάλλες, οπού σας πήραμαν αληθινά σαν κοπάδι από τραγιά μπροστά και σας εσαλαγήσαμαν ως τα σπίτια σας, χωρίς να σας δούμε ολότελα τη μορφή, παρά μοναχά τες πλάτες σας εκτός απ’ εκείνους που πιάκαμαν από σας σκλάβους».
– Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο τριμ’! (Άιντε, ωρέ Σκεντέρμπεη παλικαρά!) φώναξαν οι αρβανίτες.
– Άιντε, μωρ’ πλιάκ’ ιντερμπούαρ, κου ιντε γκιθ! (Γεια σου, ωρε γέρο ντελή, που τα ξαίρεις εσύ όλα!)

Και πέρασαν ένας ένας και φίλησαν αραδαργιά το Γερο-καλαμένιο στ’ ασπρόμαλλο κεφάλι, λέγοντας του μ’ εγκαρδιακό πόνο και με τρυφερό καϋμό, που τον έδειχναν ολοφάνερα τα βουρκωμένα μάτια κ’ η χαρούμενη μορφή τους:
– Γεμε βλέζερ, μωρέ πλιάκ, λέτε γιέμε νγκα ντου μπεσ’ ε λέτε θόνε τσε ντούαν γκόλιτε βρομέψουρα τα χασ μεβέ. (Είμεστε αδέρφια, ωρέ γέρο, ας είμεστε από δυο πίστες, – κι ας λεν ότι θέλουν τα μαγαρισμένα τα στόματα των οχτρών μας).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου