Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Μύθοι και θρύλοι για τη λίμνη των Ιωαννίνων

Οι μύθοι και θρύλοι για τη λίμνη στην αχλύ του χρόνου...




Ο θρύλος για τη Μονή Παναγίας Δουραχάνη

Ο θρύλος αναφέρει ως χαρακτηριστική χρονολογία το 1434, όταν ο Ντουραχάν πασάς, Μπεϊλέρμπεης της Ρούμελης, διέσχισε μαζί με το στρατό του την παγωμένη Παμβώτιδα, που ήταν καλυμμένη με χιόνι, πιστεύοντας ότι προχωρά σε στεριά. Ως δείγμα ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία του λέγεται ότι έχτισε τη Μονή της Παναγίας Ντουραχάνη.

Το 1434 ο Αριανίτης Σπάτας Κομνηνός, που κυριαρχούσε στη νότια περιοχή του Ελβασάν, επαναστάτησε εναντίον του Σουλτάνου. Σε μια σύγκρουση που έγινε κατατρόπωσε το στρατό του Τούρκου Αλή και εξανάγκασε όσους είχαν απομείνει να καταφύγουν στα Ιωάννινα. Όταν έμαθε την ήττα του τούρκικου στρατού ο Ντουραχάν Πασάς, που είχε σαν έδρα του τη Θεσσαλία, ετοίμασε εκστρατεία, προκειμένου να βοηθήσει τον Αλή εναντίον του Αριανίτη. Ξεκίνησε το πέρασμα των βουνών, από τη Θεσσαλία προς την Ήπειρο, μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Φαίνεται πως έφτασε νύχτα στο Δρίσκο, από όπου κατηφόριζε προς τα Ιωάννινα. Η λίμνη λόγω του χιονιού είχε παγώσει και έμοιαζε με στεριά. Μέσα στην παγερή νύχτα και τη χιονοθύελλα ή την ομίχλη που επικρατούσε, αποπροσανατολίστηκε και διέσχισε τη λίμνη μαζί με όλο το στράτευμα, τα ζωντανά και τις αποσκευές, χωρίς να σπάσει ο πάγος και βρέθηκε στα Γιάννενα. Όταν ξημέρωσε και διαπίστωσε από πού είχε περάσει με ολόκληρο το στράτευμά του, απέδωσε τη σωτηρία του σε θαύμα. Αφού κατατρόπωσε τον Αριανίτη, επέστρεψε στο σημείο, από όπου είχε περάσει την παγωμένη λίμνη. Εκεί έλεγαν ότι υπήρχε ένα εικονισματάκι με ένα καντήλι και ένα εικόνισμα της Παναγίας. Σύμφωνα με το θρύλο ο Πασάς είχε Χριστιανικές ρίζες και απέδωσε τη σωτηρία του στο εικόνισμα. Έτσι, έδωσε εντολή να χτιστεί στο μέρος εκείνο ένα μοναστήρι, το μοναστήρι της Παναγίας της Ντουραχάνη. 

* Στο "Χρονικό των Ιωαννίνων" (αρχές 15ου αιώνα), το οποίο είναι γνωστό και ως "Χρονικό των μοναχών Πρόκλου και Κομνηνού", αναφέρεται μία "ναυμαχία" στη λίμνη. Στις 26/02/1379 ένα τμήμα από 200 περίπου Αλβανούς επιδρομείς κατόρθωσε, με τη βοήθεια ενός τοπικού βαρκάρη, να αποβιβαστεί νύχτα από το Νησί ή το χωριό Πέραμα στη βορειοανατολική ακτή της λίμνης και να καταλάβει τη βορειοανατολική ακρόπολη του Κάστρου (τον "Επάνω Γουλάν", την έδρα των Δεσποτών, όπου σήμερα βρίσκεται το Δημοτικό Μουσείο). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων τότε ήταν ο Θωμάς Πρελούμπος, γνωστός για την αγριότητα και το βίαιο χαρακτήρα του. Τους αιφνιδίασε και αιχμαλώτισε πολλούς. 
Ένα άλλο τμήμα, πιο πολυάριθμο αυτό, από Αλβανούς, Βλάχους και Βουλγάρους, που είχε αποβιβαστεί στο Νησί, ξεκίνησε με μονόξυλα και μία μεγάλη λέμβο, για να καταλάβει το υπόλοιπο Κάστρο. Οι αμυνόμενοι Καστρινοί, πιο έμπειροι στη ναυτική τέχνη, έσπευσαν να εμποδίσουν την απόβαση. Τους επιτέθηκαν με δύο μεγάλες λέμβους και μονόξυλα και τους ανέτρεψαν σε μια θεαματική καϊκομαχία. Τότε αυτοί που κατέλαβαν αιφνιδιαστικά το Γουλά αναγκάστηκαν να παραδοθούν.

Ο θρύλος της Ντραμπάτοβας 

Η Ντραμπάτοβα είναι από τις μεγαλύτερες πηγές της λίμνης των Ιωαννίνων. Η πηγή αναβλύζει κάτω από έναν τεράστιο βράχο στους πρόποδες του Μιτσικελίου, σχηματίζοντας ένα μεγάλο κοίλωμα στο εσωτερικό του. Κανένας όμως δεν είχε εισχωρήσει μέσα στο κοίλωμα αυτό, μέχρι που την επισκέφτηκε ο Αλή Πασάς. Έτυχε σε εποχή ανομβρίας, οπότε η στάθμη των νερών είχε χαμηλώσει, πλησίασε κάτω από το βράχο και προσπάθησε να διακρίνει τι υπήρχε μέσα και κάτω από αυτόν. Όμως επικρατούσε βαθύ σκοτάδι και δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα. Τότε διέταξε τον τσοχαντάρη του να ξεντυθεί και να μπει μέσα, για να διερευνήσει το βαθούλωμα. Τρέμοντας εκείνος ολόκληρος μπροστά στη θέα της σπηλιάς δίσταζε να εκτελέσει την εντολή. Τότε ο Αλής αγριεμένος έβγαλε το μαχαίρι του και απειλώντας τον του είπε: " Ή έμπα ωρέ παλιάραπε ή σου κόβω την κόκα (κεφάλι)". Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα για το δύστυχο αράπη. Προκειμένου όμως να χάσει το κεφάλι του προτίμησε να μπει. Τρέμοντας ολόκληρος ξαναβγήκε μετά από λίγο και είπε στον Αλή: "Κόψε με καλύτερα, Πασά μου, παρά να με βάλεις σε αυτή τη μαύρη κόλαση".

Το Στοιχειό της λίμνης Λαψίστας

Στη λίμνη της Λαψίστας πολλές φορές ακουγόταν από τα έγκατά της κάτι που έμοιαζε με υποχθόνιο, υπόκωφο, μακρόηχο μουγκρητό κάποιου υπερφυσικού όντος. Ο ήχος αυτό διαρκούσε ένα με δύο λεπτά και επαναλαμβανόταν αρκετές φορές. Δεν είχε καθορισμένες ημέρες ή ώρες, ούτε μήνες ή εποχές. Μπορούσε να ακουστεί οποιαδήποτε ημέρα ή νύχτα και οποιαδήποτε εποχή, πάντα όμως επαναλαμβανόμενο δύο ή τρεις φορές. Το σημείο από το οποίο προερχόταν δεν ήταν με ακρίβεια καθορισμένο, γιατί δεν επρόκειτο για σημείο αλλά για ολόκληρη έκταση του βυθού. Άλλες φορές το εντόπιζαν κάπου ανάμεσα στο Στόμα της Λίμνης και την Κάτω ή Άνω Γόλιανη, άλλοτε μεταξύ Κρυονερίου και Προχώματος, και κάποιες φορές προς το μέρος των χωνευτρών των Μύλων. Οι κάτοικοι, επειδή δεν μπορούσαν να δώσουν μια εξήγηση για το φαινόμενο αυτό, το μυθοποίησαν. Θεώρησαν ότι κάποιο υπερφυσικό ον, άγνωστης ταυτότητας, κατοικούσε στα έγκατα της λίμνης και, όταν ξυπνούσε από το λήθαργό του, άρχιζε να μουγκρίζει παρατεταμένα. Έτσι το αποκάλεσαν «Στοιχειό της λίμνης».

Η Βάβω

Στο Νησί της Λίμνης των Ιωαννίνων, μετά την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, υψώνονται κάποια απότομα βράχια, σχηματίζοντας ένα είδος βαθουλώματος. Από παλιά οι νησιώτες, αλλά και οι Γιαννιώτες, γνωρίζουν την τοποθεσία με το όνομα "βάβω". Σε αυτό το μέρος, λένε πως κατοικούσε μια γριά, η οποία ανταπέδιδε τις κραυγές και τις φωνές των περαστικών, περιπαίζοντάς τους. Η μυθοπλασία αυτή θυμίζει τον αρχαίο ελληνικό μύθο της Ηχούς και του Νάρκισσου, με τη διαφορά ότι η αρχαία Ηχώ ήταν μια πανέμορφη Νύμφη. Η λαϊκή φαντασία απέδωσε το φυσικό φαινόμενο της ηχούς σε μια βάβω, κρυμμένη στα έγκατα της λίμνης. 

Η Κυρά Φροσύνη

Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες ιστορίες που συνδέονται με την Παμβώτιδα και πρώτη και πιο πολυθρύλητη αλλά και τραγουδισμένη εκείνη που την ενώνει με τη μοίρα της Κυρά-Φροσύνης, της όμορφης Γιαννιώτισσας αρχόντισσας, την οποία έπνιξε στα νερά της λίμνης μαζί με άλλες 16 γυναίκες ο Αλή Πασάς, ένα ακόμα θρυλικό πρόσωπο των Ιωαννίνων.

11 Ιανουαρίου του 1801: μια συνταρακτική είδηση κατατρόμαξε τους κατοίκους των Γιαννίνων. Ήταν ο πνιγμός των δεκαεφτά γυναικών, που ανάμεσά τους ήταν και η Κυρά Φροσύνη, η «Ξωτικιά» κατά το λαογράφο Δ. Σαλαμάγκα. 

Της Φροσύνης
Τʼ ακούσατε τι γίνηκε ʽς τα Γιάννενα, τη λίμνη,
που πνίξανε τοις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη;

Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
τι κακό παθες, καϊμένη!
Άλλη καμιά δεν τό βαλε το λιαχουρί φουστάνι,
πρώτʼ η Φροσύνη το βαλε και βγήκε ʽς το σιργιάνι

Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
και ʽς τον κόσμο ξακουσμένη!
Δε σʼ τό ʽλεγα, Φροσύνη μου, κρύψε το δαχτυλίδι,
γιατί αν το μάθη ο Αλήπασας θε να σε φάη το φίδι;

Αχ, Φροσύνη μου καϊμένη,
τι πολύ κακό θα γένη!
"Αν είστε Τούρκοι αφήστε με, χίλια φλωριά σας δίνω,
σύρτε με ʽς το Μουχτάρπασα, δυο λόγια να του κρίνω"

Αχ, Φροσύνη μου καϊμένη,
τι κακό πολύ θα γένη!
"Πασά μου, πού είσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλυτώσης,
μέρωσε τον Αλή πασά, και δώσε ό τι να δώσης".

Αχ, Φροσύνη πέρδικά μου,
τι κακό ʽπαθες, κυρά μου!
Εις το Βεζίρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε,
και σένα μʼ άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε.

Αχ, Φροσύνη πέρδικα μου,
μόκαψες τα σωθικά μου!
Νά ταν οι πέτραις ζάχαρη, να ρήχνανε ʽς τη λίμνη,
για να γλυκάνη το νερό για την κυρά Φροσύνη.

Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
μέσ ʽς τη λίμνη ξαπλωμένη!
Φύσα, βοριά, φύσα, θρακιά, για νʼ αγριέψη η λίμνη,
να βγάλη ταις αρχόντισσαις και την κυρά Φροσύνη.

Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
μεσ ʽς τη λίμνη ξαπλωμένη!
Φροσύνʼ, σε κλαίει το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου
σε κλαίν όλα τα Γιάννενα, κλαίνε την ομορφιά σου.

Αχ, Φροσύνη πέρδικά μου,
μόκαψες τα σωθικά μου!
Κυρά-Φροσύνη
Φυσάει βοριάς, φυσάει θρακιάς 
τ΄ είν΄ το κακό που εγίνη 
στα Γιάννινα στη λίμνη! 

Δείτε κυράδες, θάλασσες, 
τ΄ είν΄ το κακό που εγίνη! 
Επνίξανε τις δεκαεφτά με την κυρά Φροσύνη 

Αχ, χαλασμός που εγίνη!
Τραβάει αγέρας και βοριάς που κυματάει η λίμνη
να βγάλει τες αρχόντισσες και την Κυρά Φροσύνη.

- Φροσύν΄ σε κλαίει το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου
σε κλαίν΄ όλα τα Γιάννινα δια την ομορφιά σου

- Φροσύν΄ σε κλαίει η άνοιξη, σε κλαίει το καλοκαίρι
σε κλαίει κι ο Μουχτάρ-πασάς με τον τσεβρέ στο χέρι.

Φωνές της λίμνης

Στα γιοφύρια, κοπελιές θυσιάστηκαν στα θεμέλια, για να στηθούν οι αγέρινες καμάρες τους. 

Και στις λίμνες, ξωθιές αποκοιμιούνται και τραγουδούν τις νύχτες, που έχει γέμιση φεγγαριού. 

Στη λίμνη, στην ακρολιμνιά, 
ξωθιά αποκοιμιέται.

Αν την ιδείς, μαγεύεσαι 
και τα μυαλά σου χάνεις.

Είναι του φεγγαριού αδερφή 
και του νερού το πνέμα.

Είναι της λίμνης η ψυχή 
του αγέρα η θυγατέρα.

Καλνούν οι ξωθιές της λίμνης, κείνους που δύνενται να τις ακούσουν… Τους καλνούν για να τις συντροφέψουν, λέει η κυρά – Κρυστάλλω στα Γιάννινα.

Πολλοί παλιοί ψαράδες της λίμνης των Γιαννίνων ιστορούσαν πως σαν φύσαγεν αγέρας δυνατός και αντάριαζε τα νερά της ήσυχης και ατρικύμιαστης, το περισσότερο καιρό, λίμνης, άκουγαν μαζί με το σύρσιμο των καλαμιών φωνές και καλέσματα. Και έδιναν την εξήγηση πως ήταν το παράπονο της Κυρά – Φροσύνης και των άλλων γυναικών που έπνιξε στη λίμνη ο Αλή Πασάς. 

Και ακόμα οι παλιοί Γιαννιώτες – οι γερόντοι και οι γερόντισσες κυρίως – ιστορούσαν ότι κάποια βράδια, πάνω από τα νερά της λίμνης, όταν χυνόταν ασημένιο ποτάμι το φως του φεγγαριού, έβλεπαν την Κυρά – Φροσύνη σαν ίσκιο ονείρου, να πλανιέται και να αλαφροπατά στην επιφάνεια της Παμβώτιδας. Και είναι γνωστό το τραγούδι που εκφράζει τον καημό του απλού και ανώνυμου τραγουδιστή για τον άδικο χαμό της κυρά – Φροσύνης.

Χίλια καντάρια ζάχαρη 
να ρίξω μες στη λίμνη 
για να γλυκάνει το νερό 
να πιει η κυρά Φροσύνη.

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Η Κυρά Φροσύνη

«[...] Καθώς ανθίζει η μυγδαλιά με τα πολλά τα χιόνια,
άνθιζε μες στα Γιάννινα και η Κυρά Φροσύνη.

Χρυσή αχτίδα φεγγαριού στα σύννεφα κρυμμένη.
Μια μέρα την απάντησα. Εδιάβηκε σιμά μου.

Κι εθάμβωσαν τα μάτια μου. Κρυφή ανατριχίλα.
Μ’ έσφαξε μες στα κόκκαλα…

[...] Επέρασε πολύς καιρός και πάντα στ’ όνειρό μου,
την έβλεπα· της άπλωνα τα χέρια να την πιάσω.

Και μώφευγε σαν τον αφρό στα δάχτυλα του ναύτη…

[...] Είναι τρεις νύχταις που άγρυπνος, την βλέπω πάλι πάλι εμπρός μου.

Η σπίθα μου έγινε φωτιά, με καίει, με φλογίζει.
Δεν είμαι Αλής Τεμπελενλής, δεν είμαι υιός της Χάμκως,
αν ίσως στο κρεββάτι μου δεν την ιδώ να πέση…».

Η διπλή ζωή της Κυρά - Φροσύνης (Ενστάσεις, του Τάκη Καμπύλη)

Η ιστορία της Κυρά - Φροσύνης ούτε απλή ειναι ούτε δεδομένη.Τα αισθήματά της και τα διλήμματά της έπεσαν με ορμή σε έναν κόσμο μοιρασμένο σε μουσουλμάνους και χριστιανούς, σε αξιωματούχους (και) προκρίτους και πληβείους της υπαίθρου (χριστιανούς και μουσουλμάνους). Η εθνική ιστοριογραφία δεν άφησε χώρο για έρωτες. Αντίθετα, τους ενέπλεξε και τους χρησιμοποίησε ανάλογα με τις ανάγκες της νέας εθνικής μυθολογίας. Αν κάπου η επανάσταση του 1821 δεν έφερε μια οριστική ρήξη με το παρελθόν, ο χώρος ήταν ο έρωτας. Και ο χρόνος ήταν σε δυο κομμάτια. 

Μέσα μου το χάος πρέπει να συνοψίσω, του Νικία Λούντζη

Δεν ξέρω τι παρακίνησε τη γιαννιώτικη κοινωνία και το σκλαβωμένο γένος, στη συνέχεια, να ανακηρύξει μάρτυρα μια μοιχαλίδα. Bάρυνε η γοητεία της γυναίκας, βάρυνε το μίσος για τον τύραννο, βάρυνε η λαϊκή φαντασία που το ζητούσε να παραμυθιαστεί και να παραμυθιάσει; .......... H κοπέλα, όμως, είπε το όχι του θεριού· του είπε το όχι μέχρι θανάτου! Δε νιώθω βέβαιος αν το έκανε, γιατί αγαπούσε το Mουχτάρ ή γιατί, καθώς το θέλει ο λαϊκός θρύλος, ξύπνησε μέσα της η Eλληνίδα και η μάνα....

Έφταιξε η Φροσύνη; Παρασύρθηκε από τη γοητεία της γοητείας; Ξεπέρασε τα όρια της φιλαρέσκειας, τα όρια της θηλυκής πρόκλησης; Mάλλον έφταιξε· αλλά υπάρχει τραγωδία χωρίς φταίχτη και φταίξιμο; H αντιφατική ιστορία της ανακατεύει φιλαρέσκεια, πάθος, αμοραλισμό και αξιοπρέπεια. Kαι στον αμοραλισμό κάποτε, υπάρχει αξιοπρέπεια. H Φροσύνη προσβάλλοντας βάναυσα το κοινωνικοϊστορικό της πλαίσιο, έγινε μοιχαλίδα και δοσίλογος από πάθος. Aρνήθηκε να το επαναλάβει, όμως, δίχως πάθος· έστω και για να σώσει τη ζωή της. O τρομερός Aλή Πασάς, εξαιτίας της, γεύτηκε την παρθενιά της ήττας. H επιλογή της αξιοπρέπειας σε βάρος της ζωής δικαίωσε, in extremis, τη συναρπαστική αυτή γυναίκα. H αξιοπρέπεια, πιστεύω, ήτανε που γοήτεψε πιότερο κι από τη γοητεία της. 

Η Κυρά Φροσύνη δεν ήταν, απλώς, η ωραία γυναίκα με τη χάρη και την ευφυΐα

PictureΉταν κάτι παραπάνω. Ήταν το σημαίνον πρόσωπο. 
Συγγενής του Κυρίτση Καραγιάννη, γιατρού του Αλή Πασά και συντρόφου του Ρήγα Φεραίου. 
Όταν συνελήφθη ο Ρήγας στη Βιέννη, ήταν και αυτός εκεί. Ο μεν Ρήγας ακολούθησε το μαρτυρικό του δρόμο, ο δε Κυρίτσης κατέφυγε στα Γιάννενα. Μέσα σε αυτό το διάστημα συνδέθηκε με την Κυρά Φροσύνη. Στα τέλη του 1800, γκρεμίστηκε με το άλογό του σε ένα χάσμα του Σουλίου, όπου είχε πάει περίπατο μαζί με τον Αλή και το δεσπότη Ιωαννίνων Γκάγκα, το θείο της Κυρά-Φροσύνης, και σκοτώθηκε. Τα υπάρχοντά του, καθώς και κάποια χαρτιά του, ίσως η αλληλογραφία του με το Ρήγα και άλλα έγγραφα, που τα φύλαγε σε κρυψώνα, έπεσαν στα χέρια του Αλή Πασά. Μέσα σε αυτά τα χαρτιά ίσως να βρέθηκαν και ενοχοποιητικά στοιχεία για την Κυρά Φροσύνη. Για δράση της επαναστατική. Και η σκληρή τιμωρία που της επέβαλε ο Αλή ίσως να οφείλεται σε μια κάποια αναφορά σε επαναστατική δραστηριότητα, που ξεκινούσε από την επαναστατική κίνηση του Ρήγα.

Από τα λαϊκά άσματα και τις διηγήσεις, οι οποίες παρουσιάζουν διαφορετικές εκδοχές της ζωής της, παρέλαβε τη Φροσύνη η έντεχνη ποίηση (Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Αλέξανδρος Ραγκαβής, Σωτήρης Σκίπης και Δημήτριος Βερναρδάκης), η οποία την εξιδανίκευσε και κατέστησε τον θάνατό της σύμβολο της κακουργίας του Αλή Πασά.

Η ωραία Φροσύνη δεν άφησε ασυγκίνητη τη λόγια ελληνική μουσική. Ο Παύλος Καρέρ έγραψε την όπερα «Κυρά Φροσύνη», βασισμένη στο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, η πρεμιέρα της οποίας δόθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1868 στο θέατρο «Απόλλων» της Ζακύνθου.

Το Κάστρο της ΝεράιδαςΧρήστος Χρηστοβασἰλης, 
(Παλιά ιστορία σε καινούργιο παραμύθι)

Μια φορά κι έναν καιρό, τον παλιόν καιρό, ζούσαν μέσα στες θάλασσες, στες λίμνες και στα ποτάμια κάτι πανώριες κορασιές χωρίς νάχουν μάννα και πατέρα ή κι' αδέρφια που δεν γέραζαν ποτέ, όσα χρόνια κι' αν περνούσαν από τα πάνω τους, κι' αυτές οι κορασιές λέγονταν Νεράιδες.

Σ' εκείνα τα μακρυνά χρόνια, που ζούσαν οι Νεράιδες στα διάφορα στεκούμενα νερά, ζούσαν κι άλλες πανώριες κορασιές, μέσα στ' απάτητα λόγγα, στα λαγκάδια και γύρα στες κρουσταλλένιες και καθαρογάργαρες βρύσες και στες νεροσυρμές, οι Ξωτικές, κι αυτές χωρίς μάννα και πατέρα κι αδέρφια, που δεν γνώριζαν ποτέ τα γεράματα κι είχαν απάνω - κάτω τα ίδια ιδιώματα με τες Νεράιδες. Καμμιά φορά Νεράιδες και Ξωτικές, που θεωριώνταν συναμεταξύ τους ως πρωτοξαδέρφες, ανταμόνονταν, όπως τες έφερναν οι άνεμοι: ή στη θάλασσα και στες λίμνες, αν ο άνεμος είταν βουνίσιος, ή στους λόγγους αν ο άνεμος είταν θαλασσινός. Τότε γένονταν μεγάλο πανηγύρι και μεγάλη χαροκοπιά. [....]

Τον καιρό εκείνο, που είχαν τα ποτάμια, οι λίμνες κι οι θάλασσες Νεράιδες, και τα λόγγα, οι λαγκαδιές, οι νεροσυρμές κι οι βρύσες Ξωτικιές, υπήρχαν κι εδώ στη λίμνη μας τέτοιες Νεράιδες και στα λόγγα μας, στα λαγκάδια μας, στες νεροσυρμές μας και στες βρύσες μας τέτοιες Ξωτικές....

Τον καιρό εκείνο, που υπήρχαν οι Νεράιδες κι οι Ξωτικιές στα νερά και στα λόγγα, δεν είταν ακόμα χτισμένα τα Γιάννινά μας αυτού, που βρίσκονται σήμερα. Δεν υπήρχε καθόλου πολιτεία με τέτοιο όνομα. Υπήρχε όμως μια παλιά πολιτεία, κάτω από το Κάστρο των Ελλήνων, που λέγεται σήμερα Καστρίτσα και τώχε γκρεμίσει η Μονοβύζα πριν από πολλά - πολλά χρόνια. Αυτή η πολιτεία λέγονταν Εροιβιά. Την ώριζε ένα πανέμορφο βασιλόπουλο, μ' όλον τον τόπο: βουνά και κάμπους, που βρίσκονταν ολόγυρα. Αυτό το βασιλόπουλο, ενώ είχε όλα τα καλά του και τ' αγαθά του ως βασιλειάς, στέρνες γεμάτες φλωριά, αμέτρητα κοπάδια γιδιπρόβατα, χιλιάδες αλογοφοράδια, μουλάρια και βώδια, δεν γνώριζε καλή μέρα. Τώτρωγε μέρα-νύχτα η πίκρα την καρδιά. 

Δεν γελούσε, δεν τραγουδούσε, δεν χαίρονταν τα νειάτα του και δεν παντρεύονταν, γιατί δεν μπορούσε να βρη γυναίκα της αρεσιάς του, τη γυναίκα, πώβλεπε κάθε νύχτα στον ύπνο του. Περβάτησε Ανατολές και Δύσες γυρεύοντας την , αλλά δεν την απαντούσε πουθενά, όπου κι αν πήγαινε όπου κι αν γύριζε. [ ..]

Ένας παλιός δούλος του παλατιού του, εκατοχρονιάρης, βλέποντας το βασιλόπουλο να μαραίνεται μέρα με την ημέρα, τον πόνεσε η καρδιά του και τον ρώτησε:
[.....] - Γιατί δεν γελάς και δεν χαίρεσαι, μον στέκεις πάντα μελαγχολικός και μαραίνεσαι;Πες μου τον καϋμό σου, γιατ' είμαι εκατό χρονών γέροντας κι έχουν ιδεί πολλά τα μάτια μου στη ζωή μου και ξέρω πολλά πράγματα...Ίσως μπορέσω να σου δώκω καμμιάν ορμήνεια....
- Αγαπώ μια πανέμορφη κορασιά, πλειό ώμορφη κι απ' τον αυγερινό, και τον αποσπερίτη, πλειό ώμορφη κι απ' τη χρυσαυγή...Μια κορασιά, που την βλέπω κάθε νύχτα στον ύπνο μου, κι έχω γυρίσει όλον τον κόσμο, Ανατολή και Δύση, και δεν μπόρεσα, ούτε μπορώ να την βρω!... Τι τα θέλω, λοιπόν, τα καλά, πώχω; Τι την θέλω τη ζωή, αφού δεν μπορώ να βρω και ν' αποχτήσω εκείνη, που κάνη την καρδιά μου να ματόνη; Καλύτερα να πεθάνω, μια για πάντα, παρά να πεθαίνω κάθε μέρα και να ζω έτσι που ζω, πεθαμένος κι άθαφτος!

Τότε του απάντησε ο γέρος:
- Αφού δεν σου αρέσει καμμιά γυναίκα στον Κόσμο, τότε να προσπαθήσης και να μπορέσης να πάρης καμμιά Νεράιδα για γυναίκα σου. Δύσκολο πράγμα αυτό, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βρης και να πάρης την γυναίκα που εινορεύεσαι. Για να το κατορθώσεις αυτό, πρέπει να πας μια νύχτα, πριν τα μεσάνυχτα σε μιαν ακρολιμνιά της Λίμνης μας, πριν βγουν οι Νεράιδες να στήσουν το χορό τους και να κρυφτής σ' έναν καλαμιώνα, έτσι που να μην μπορεί να σε ιδή μάτι και να περιμένης εκεί ως που να βγούν, κατά τη συνήθειά τους από την Λίμνη, να ρίχνουν τους πέπλους τους απάνω στα καλάμια και ν' αρχίζουν να χορεύουν, και τες ακούσης να τραγουδούν, να πεταχτής απ' την κρυψώνα σου, σαν γεράκι γλήγορος και ν' αρπάξης έναν πέπλο, όποιο κι αν είναι, από τ' απλωμένα στα καλάμια και να φύγης προς το παλάτι σου. [...] Φτάνοντας στο παλάτι να πετάξης αμέσως τον πέπλο στη φωτιά να γένη στάχτη... Τότες η Νεράιδα εκείνη θα γένη γυναίκα σου!

Ακούοντας αυτά τα λόγια το βασιλόπουλο, πήγε την ίδια νύχτα σε μια ακρολιμνιά [...] την ώρα που βγήκαν οι Νεράιδες από τη Λίμνη [...] κι άπλωσαν τους πέπλους [...] αυτό πετάχτηκε [...] άρπαξε έναν πέπλο [...] και δρόμο, σαν αλάφι, για το παλάτι του.

Βλέποντας αυτό η Νεράιδα [...] έτρεξε σαν τρελλή, από κοντά του, παρακαλώντας και κλαίγοντας, να της τον δώκη, αλλά πού της τώδινε αυτός, και τη στιγμή, που μπήκε στην αυλή του παλατιού του, αυτός μπροστά κι εκείνη πίσω, βρήκε τους ζυμωτάδες να ζυμώνουν ψωμί και τους φούρνους αναμμένους κι έρριξε τον πέπλο της Νεράιδας σ' έναν από τους αναμμένους φούρνους, κι έγεινε στάχτη.

Τότε η Νεράιδα έπαψε τες παρακάλιες και τα κλάματα, έπεσε στα γόνατα του, κι ώμωσε ότι γένονταν γυναίκα του. Το βασιλόπουλο την κύτταξε τότε κατάματα την Νεράιδα στο πρόσωπό της, την γνώρισε ότι είταν εκείνη, πώβλεπε τόσον καιρό στα είνορά του, και, μαγεμένος από την άρρητη ωμορφιά της, διαλάλησε την άλλη μέρα σ' όλο το Βασίλειο του, ότι βρήκε την γυναίκα, που γύρευε, κάλεσε στον γάμο όλη την αρχοντολογιά άντρες , γυναίκες και παιδιά, κι έγεινε ο γάμος κι χαρά που βάσταξαν βδομάδες.... [...] 

Γενόμενη βασίλισσα η Νεράιδα, βαφτίστηκε Χριστιανή Ορθόδοξη κι ωνομάστηκε Γιάννω, [...]

Η Νεραϊδοβασίλισσα Γιάννω, είταν, κατά το φαινόμενον μόνον ευτυχισμένη κι ευχαριστημένη με τη νέαν κατάσταση της ζωής της. [...]

[...] Μια μέρα την έπιασε ο Βασιλειάς ν' αγναντεύη την Λίμνη, να κλαίγη και να μοιρολογάη και να τρέχουν τα δάκρυα της, σαν βρύσες, απάνω στα κάτασπρα μάγουλά της.

- Δεν μ' αγαπάς, Βασίλισσα γυναίκα μου, της είπε. Δεν μ' αγαπάς...

- Σ' αγαπώ, άντρα μου Βασιλειά, του απάντησε εκείνη, σ' αγαπάω και σε λατρεύω, αλλά με τρώει κι ο πόνος των τριάντα εννιά αδελφάδων μου, που τες ξεχωρίστηκα και τες έχασα έτσι έξαφνα κι αναπάντεχα...

- Αλλ' αφού κάηκε ο πέπλος σου και δεν μπορείς να ζήσης πλειό μαζή τους, μέσα στα νερά της Λίμνης, όπως ζούσες έναν καιρό, γιατί κλαις στα χαμένα;

- Αλήθεια λες, άντρα μου Βασιλειά, θα μπορούσα όμως να παρηγορηθώ λίγο, αν μώχτιζες ένα παλάτι απάνω σ' εκείνον τον μεγάλο βράχο, που βρίσκεται ψηλά από την λίμνη κι αντίκρυ στο Νησί. Έτσι θα μπορούσα να βλέπω και ν'ακούω τες αδελφές μου τα μεσάνυχτα με το φεγγάρι, ή με την αστροφεγγιά και τα μεσημέρια το καλοκαίρι, κάτω από το ηλιοστάλαμμα.

- Μετά χαράς σου, Βασίλισσα γυναίκα μου! Θα γένη το θέλημά σου...

Της απάντησε ο βασιλειάς κι αμέσως διαλάλησε σ' όλα τα μαστοροχώρια και μαζεύτηκαν στην Εροιβιά χίλιοι μαστόροι και σε τριά χρόνια έχτισαν το Κάστρο της Νεραϊδοβασίλισσας Γιάννως, που σώζεται ως τα σήμερα, και στην άκρη του Κάστρου, ψηλά από τη Λίμνη, όπου είναι σήμερα το Τζιαμί του Ασλάν -Πασιά, της έχτισαν κι ένα πανώριο παλάτι με γυάλινον εξώστη, για να κάθεται αυτή μέσα, με σαράντα δούλες, ν' αγναντεύη τες τριάντα εννιά αδελφές της τες ώρες που βγαίνουν, νύχτα ή μέρα, από το νερό....

Από τ' όνομα λοιπόν, της νεραϊδοβασίλισσας Γιάννως, ωνομάστηκε το Κάστρο " Κάστρο της Νεράιδας" κι η πολιτεία που χτίστηκε αργότερα, Γιάννινα. [...] (απόσπασμα)

Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην επιθ. Ελλοπία , Ιωάννινα, Δεκ. 1930, ετ. Α΄αρ 5, σελ 113-115. Αναδημοσιεύτηκε στη συλλογή διηγημάτων: Χρήστος Χρηστοβασίλης, Γιαννιώτικα Διηγήματα, εκδόσεις Ροές - Οι Ηπειρώτες, Αθήνα 2007.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου