Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Έμμετρα Γιαννιώτικα δίστιχα με λέξεις που χάθηκαν…

«Πάσχομεν όλοι από την νοσταλγίαν της επιστροφής, εις τα περασμένα και επανηγυρίζομεν όλοι από καιρού εις καιρόν εις τα ίχνη των βημάτων μας. Δεν ξέρω αν αυτό είνε ένα ένστικτον καθολικόν ολοκλήρου της πλάσεως των εμψύχων κι αν, όπως τ’ ανθρώπου ο νους και η καρδιά και το βήμα νοσταλγημένα γυρίζουν σε γνώριμα περιβάλλοντα» (Γ. Χατζηπελλερέν 30 Σεπτεμβρίου 1926).
Νοσταλγός, ο συντάκτης του χρονογραφήματος, μιας ζωής ...
που έσβησε και δεν ξαναγυρίζει πια. Τα «παληά» Γιάννινα του έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια.
Είναι γνωστό ότι στα Γιάννινα της εποχής αυτής, υπήρχε η γειτονιά κι οι γυναίκες το απόγευμα, μόλις έδυε ο ήλιος, έβγαζαν τα σκαμνάκια τους έξω από τις πόρτες, για να ξαποστάσουν απ’ τις δουλειές της μέρας και να βρέξουν και λιγάκι τη γλώσσα τους μιλώντας με το Γιαννιώτικο ιδίωμα.
Η εποχή αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους λαϊκούς στιχοπλόκους, που συνέθεταν έμμετρα σατιρικά στιχοπλάκια (κυρίως τις αποκριές, πανηγύρια, γλέντια), άλλοι δε μας παρέδωσαν μια πληθώρα έμμετρων δίστιχων τα οποία αναφέρονταν σε θέματα της πόλης, των κατοίκων και των συναισθημάτων τους καθώς και των προσωπικών τους σκέψεων. «Είναι όμως βέβαιο, ότι τις πιο πολλές φορές, ο στιχοπλόκος κατά κάποιο τρόπο, υποδύεται τον πραγματικό πρωταγωνιστή, ή το υποκείμενο του στιχοπλακιού και μιλεί –αν έτσι μπορούμε να πούμε- για λογαριασμό του», αναφέρει ο Δ. Σαλαμάγκας σε σχετική εργασία του (τ.1 – Το Γιαννιώτικο στιχοπλάκι).
Ο Καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου μας Αριστοτέλης Βρέλλης γράφει στην εργασία του για τα «Ηπειρώτικα στιχοπλάκια» (Μουσικό παράρτημα – Γιάννινα 1980): «Στον καιρό της Τουρκοκρατίας, τα στιχοπλάκια τραγουδιόνταν ευρύτατα στα Γιάννινα. Σε μεγάλες εκδηλώσεις τα στιχοπλάκια συνοδεύονταν και από μουσικά όργανα: το βιολί, το κλαρίνο, το λαβούτο και το ντέφι, τα οποία αποτελούσαν τη Ζυγιά (ζ’γιά) ή τακίμ… Στίχοι και μουσική, είναι στενά δεμένα με την κοινωνική ζωή των Γιαννιωτών και κρύβουν μέσα τους, κυρίως, ένας ερωτικό δεσμό, μια ερωτική διάθεση, έναν υγιή ερωτισμό διάχυτο σ’ όλες τις εκφράσεις, μια ασυγκράτητη τρυφεράδα και έναν καλλιεργημένο συναισθηματικό κόσμο… Κάθε γειτονιά, κάθε συνοικία είχε δικούς της στιχοπλόκους με αξιοζήλευτη δύναμη στην έκφραση».
Με το παρόν σημείωμά μου παραθέτω επιλεκτικά από τη συλλογή του Γιαννινογράφου Δημήτρη Σαλαμάγκα και της διδασκαλίσσης Καλλιόπης Στεφ. Τσίλη, μερικά Γιαννιώτικα στιχοπλάκια, στα οποία συναντούμε και λέξεις των παλιών Γιαννίνων που σήμερα δε μιλιούνται ή έχουν ξεχαστεί.

Γιαννιώτικα στιχοπλάκια από άπαντα Δ. Σαλαμάγκα

- Άλλο που δε με μάρανε το σύρε και το έλα
το Μεϊντανίσο το νερό και τ’ Γκόβελα η κοπέλα.
[Μεϊντάν – τοπωνύμιο των Γιαννίνων στον προσφυγικό συνοικισμό ονομαστό για το πηγάδι του 
με το ωραίο νερό].

- Αν δε σε κάνω νάρχεσαι Φράγκος με το καπέλλο
να τσουκανάς την πόρτα μου κι εγώ να μη σε θέλω.
[Φράγκος = ο φορών ευρωπαϊκά ρούχα
τσουκανάω = χτυπώ την πόρτα]

- Άσπρ’ είσαι κι άσπρη φαίνεσαι, 
κι άσπρ’ είναι η φορεσιά σου
κι άσπρα λουλούδια φύτρωσαν 
μέσ’ την πορβατισιά σου.
[πορβατισιά = το περπάτημα - πρόκειται για το περπάτημα της νύφης, που πήγαινε με τα πόδια στο σπίτι του γαμπρού με το τακίμι]

- Βασίλισσα των γυναικών κυρά είσαι των κυράδων
σεργούτσι των αρχόντισσων που βάζουν 
των νυφάδων.
[Σουργούτσι (τούρκ.) = ο θύσσανος και επίκρανο κόσμημα της γυναικείας φορεσιάς την εποχή του στίχου]

- Για ιδέστε μπόι και θωριά και μέτωπο από νούρι και κοσοπούλες ξέπλεγες π’ κουμπάνε στο σαμούρι.
[νουρ (αραβ. λέξη) = η λάμψη, το φως
σαμούρ (περσ. λέξη) = βαρύτιμο γουναρικό 
της εποχής]

- Γαρύφαλλο μη μαραθής, γοντζέ μου μη μαδήσης.
Πότε θα πη τ’ αχείλι σου: -Έλα να με φιλήσης.
[γοντζιές (περσ.) = το μπουμπούκι του μισάνοιχτου αρωματικού τριαντάφυλλου]

- Σ’ ένα γυαλένιο χοτζερέ τα δυο μας 
να μας κλειούσαν μπέλκιμ και χάναν τα κλειδιά 
και μας αλησμονούσαν.
[γυαλένιο = εδώ εννοεί στις πλευρές στολισμένο με καθρέφτες
χοτζερές = το κελί, η κυψέλη, εδώ ο μικρός οντάς
μπέλκι (τούρκ.) = μακάρι να, ίσως να]

Από τη συλλογή της Καλλιόπης Στεφ. Τσίλη

- Αυτά τα μαύρα που φορείς, δεν τα φορείς για λύπη
μόν’ τα φορείς για τ’ ν’ ομορφιά και για το κιμπαρλίκι.
[κιμπαρλίκι = η περηφάνια
ο κιμπάρης (τούρκ.) = ο περήφανος, ο καθώς πρέπει]

- Αγάπησες, αγάπησα κατά ήταν καμωμένα
τώρα σου κάνω ένα ριτζά τραβήξου από μένα.
[ο ριτζάς = η παράκληση, ο τρόπος, το μέσον]

- Για μάστα τα τραγούδια και βάλτα σ’ το ζιμπίλι
και σήκωσ’ τα παραψηλά, να μη τα φαν οι ψύλλοι.
[το ζιμπίλι = ο τρουβάς, ο σάκκος]

- Δε θέλω άνδρα μποσταντζή, ν’ ανακατεύη λάσπες
μόνο θέλω άνδρα ζανατζή να κάθεται στις λάστρες.
[το ζανάτι = το επάγγελμα
ο ζανατζής = ο επαγγελματίας
οι λάστρες = τα τζάμια, εδώ η βιτρίνα]

- Εγώ παιδί δεν αγαπώ με τζιουμπέδες 
και νταλμάδες
μον’ αγαπώ τα φράγκικα και στο κεφάλι πομάδες.
[ο τζιουμπές (τούρκ.) = το ράσο του Χότζα, εδώ ένδυμα ανδρικό μαύρο σαν πανωφόρι με γούνα
ο ντουλαμάς = μακρύ επανωφόρι ή μακρύ πουκάμισο και γυναικείος χειμερινός επενδύτης
φράγκικα = τα ευρωπαϊκά ρούχα
πομάδες = σπιτικές χειροποίητες κρέμες προσώπου και αιθέρια έλαια για μαλλιά ανδρών]

- Έβαλες την πόλκα και τη λέρωσες
κι ο έμπορος φωνάζει δεν την πλέρωσες.
[η πόλκα = το γιλέκο γυναικών μέχρι τη μέση που κουμπώνει στο στήθος, και ευρωπ. χορός]

- Καρσί, καρσί τα σπίτια μας, 
καρσί κ’ οι ουβουροί μας
έλα να κάτσουμε μαζί να σκάσουν οι οχτροί μας.
[καρσί = απέναντι
ουβουρός = πλακόστρωτος διάδρομος σπιτιού, 
η αυλή]

- Μιντέτι πως τόφερε ο ντουνιάς κι οι έρημοι χρόνοι
να παίζ’ ο λύκος με τ’ αρνί κι ο μπούφος με τ’ αηδόνι.
[μιντέτ = αλοίμονο]

- Όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς τα ζέφκια κάνουν χάζι
κι εμένα η καρδούλα μου κλαίει κι αναστενάζει.
[το ζέφκι = η όρεξη, η διασκέδαση, το φαγοπότι]

- Πέρδικα, περδικούλα μου, 
πέρδικα μπαχτσεβάνα
πόσο μ’ αρέσει η κρίση σου, 
όταν φωνάζεις μάνα.
[μπαχτσεβάνα = γυναίκα κηπουρός, μποσταντζίνα
η κρίση = εδώ η φωνή, η ομιλία]

- Παιδί μου τράβα το σεβντά 
τίποτε δεν παθαίνεις
ολίγο θα τσουρουκεφτής 
και μοναχός θα κραίνεις 
(μιλάς).
[θα τσουρουκεφτής = θα μισοτρελλαθής
ο σεβντάς = κρυφή αγάπη, κρυφός έρωτας]

- Ψυχή μου λεημονήσου 
και δεσ εμού τη νήλα
άνοιξε παληός γεράς, 
μέσ’ της καρδιάς τα φύλλα.
[γεράς = η πληγή]

- Ως κι ο ουρανός με ρώτησε, 
μου είπε ποιον έχω φίλο,
τούπα έχω την καραμπεριά 
που βγαίνει με τον ήλιο.
[καραμπέρης = ο έμπορος, ο μαγαζάτορας, ο βιοτέχνης, ο αδιόρθωτος γλεντζές «χαλασιά σ’ καραμπεριά με τα γλέντια τα πολλά»]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου