Η Λέλα Καραγιάνη ήταν πολύτεκνη μητέρα επτά παιδιών, σύζυγος του φαρμακοποιού Νίκου Καραγιάννη, ο οποίος επίσης συνέδραμε στον Αγώνα.
Η Καραγιάννη ξεκίνησε την Οργάνωσή της ουσιαστικά από το μηδέν, αυθόρμητα, απ’ τις πρώτες ημέρες της Κατοχής.Η πρώτη ομάδα ήταν αποκλειστικά μέλη της οικογένειάς της και λίγοι φίλοι...
Στο τέλος όμως είχε οργανώσει ένα αξιοθαύμαστο δίκτυο , που είχε διεισδύσει με ανθρώπους του ακόμη και μέσα στην Κομαμταντούρ.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Ζήσιμου Παρρίδα, στέλεχος της οργάνωσης της, ο οποίος κατετάγει στους Γερμανους με εντολή της Λέλας Καραγιάννη, σαν μάχιμος διερμηνέας του Τάγματος Χόλμαν, της Μεραρχίας Βραδεμβούργου, δίνοντας ανεκτίμητες πληροφορίες στις αντιστασιακές ομάδες.
Επίσης είχε στήσει δίκτυο με αντιφασίστες και αντιναζιστές εώς και με Γερμανίδες που ζούσαν στην Ελλάδα, όπως η Γκρέτα Ζαφειροπούλου που βοήθησε στην απόδραση της Κοκκινιάς αλλά και η Μαρία Γκλόκερ, η οποία συνέβαλλε με τις πληροφορίες της στην ανατίναξη του αεροδρομίου του Τατοΐου.
Χάρη στην Καραγιάννη φυγαδεύτηκαν πάνω από 140 Βρετανοί στρατιώτες, 80 Εβραίοι ενώ και πολλοί Ιταλοί αντιφασίστες, ενώ οργανώθηκε δίκτυο πληροφοριών για τους Συμμάχους.
Με δράση από την άνοιξη 1941, τελικά οι Γερμανοι την συνέλαβαν στις 8 Ιουλίου 1944.
Στο Χαιδάρι συναντήθηκε και με την 17χρονη ηρωίδα Ηρώ Κωνσταντοπούλου και είχαν μια ζεστή σχέση μητέρας-κόρης στα μπουντρούμια των SS.
Βασανίστηκε απάνθρωπα στην Μέρλιν από Γερμανούς και Έλληνες φασίστες και εκτελέστηκε στο Χαιδάρι μαζί με τη Μάρτζορυ Δημοπούλου, Άννη Μπαντ, Μαρία Μεντζελοπούλου, Ακριβή Νικολετοπούλου, Βάσω Νικολοπούλου, Σίνα Φραγκέα, Μανταλένα Χαντζοπούλου.
Αναρτούμε ένα κείμενο του Βύρωνα Καραγιάννη, του τέταρτου απο τα επτά παιδιά της οικογένειας, σχετικά με το πώς βίωσε αυτός την σύλληψη της Λέλας Καραγιάννη.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 9, του περιοδικού της Συνομοσπονδίας Πολυτέκνων ΑΣΠΕΝ Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2001 .
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα:
“ Ήταν αρχές του 1944. Oι νίκες και τα αλλεπάλληλα πλήγματα που κατάφεραν οι σύμμαχοι στους Γερμανούς, στα διάφορα μέτωπα, έδωσαν καινούργιες ελπίδες και κουράγιο στους Έλληνες, τους αναπτέρωσαν το ηθικό, και άρχισαν να βλέπουν ότι πλησιάζει η ώρα της λευτεριάς. Τώρα οι όροι της πολεμικής κατάστασης είχαν αντιστραφεί. Oι Γερμανοί, που έβλεπαν να χάνουν τον πόλεμο, ξεσπούσαν με λύσσα πάνω στους αγωνιστές που έπεφταν στα χέρια τους. Έβλεπαν να διαρρέουν τα μυστικά τους και εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό.
Με πληροφοριοδότες τους κατόρθωσαν να εντοπίσουν και να συλλάβουν τους αρχηγούς ορισμένων οργανώσεων. Μερικοί δεν άντεξαν τα φρικτά μαρτύρια, στα οποία τους υπέβαλαν, και μίλησαν και έτσι οι Γερμανοί κατόρθωσαν να ανακαλύψουν την ύπαρξη ορισμένων οργανώσεων. Η μητέρα υπό την πίεση των καθηκόντων είχε κουρασθεί ψυχικώς και σωματικώς και αυτό μας ανησύχησε. Oι ιατροί και συνεργάτες της Μιχαήλ Σαρακηνός και Παύλος Βακατάτσης, μας συμβούλεψαν να την βάλουμε στο νοσοκομείο. Με δυσκολία την πείσαμε να δεχθεί.
Ύστερα, ήλθαν στο δικό μου κλουβί και με ανέβασαν πάλι στον ανακριτή Μπέκε. Αυτήν την φορά είδα με έκπληξη την μητέρα μου και τον αδελφό μου Νέλσωνα στο ανακριτικό γραφείο του Μπέκε.
Η μητέρα, προφανώς για να μην λυγίσω, ή για να μην δουν οι Γερμανοί μητρική αδυναμία και στοργή για μας και τα εκμεταλλευτούν, με κοίταξε αυστηρά, κάνοντάς μου νεύρα με το βλέμμα, που σήμαινε να σταθώ στο ύψος μου και να φερθώ γενναία. Μια μόνο λέξη μου είπε επιτακτικά: «Πρόσεχε». Βέβαια είχε δει τα χάλια μου, τα καμένα πόδια μου, το ματωμένο πουκάμισό μου και τα παράλυτα χέρια μου. Αυτή η στάση της, απέναντί μου, έκανε τον Μπέκε να καταλάβει, ότι η Λέλα Καραγιάννη δεν είναι εύκολη λεία, και θα ήταν αδύνατον να της πάρει λέξη.
O Μπέκε με άρπαξε και βίαια με γύρισε και με κόλλησε με το πρόσωπο στον τοίχο, το ίδιο έκανε και στον αδελφό μου. Έβγαλε το περίστροφο απ’ την θήκη του, το κόλλησε στο κεφάλι του Νέλσωνα, και κοιτάζοντας το ρολόι του χεριού του και μέσω διερμηνέα είπε στην μητέρα, με ύφος αποφασισμένο να εκτελέσει την απειλή του:
«Λέλα Καραγιάννη, πρόσεξε καλά, σου δίνω δυο λεπτά προθεσμία, για να μου απαντήσεις σ’ αυτά που σ’ ερωτώ, διαφορετικά θα εκτελέσω, τώρα εδώ μπροστά σου, ένα – ένα τα παιδιά σου, αρχίζοντας από αυτόν εδώ.
Λέγε, γιατί θα πιέσω την σκανδάλη, πού έχεις τον πομπό σου, ποιος τον χειρίζεται, με ποιους συνεργάζεσαι, ποιες είναι οι πηγές απ’ τις οποίες παίρνεις τις πληροφορίες για τις κινήσεις μας, ποιοι είναι οι συνεργάτες σου, πού βρίσκεται ο καπετάνιος Χρυσίνης με το καΐκι του».
Το περίστροφο του Μπέκε έσπρωχνε το κεφάλι του Νέλσωνα, και το έκανε να γέρνει, ήταν αγριεμένος και φαινόταν αποφασισμένος να εκτελέσει την απειλή του. Τότε άκουσα την μητέρα να λέει, με σταθερή και ήρεμη φωνή: «Τα παιδιά μου, εγώ τα γέννησα, δικά μου είναι, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι πρωτίστως ανήκουν στην πατρίδα μας. Πρόσεξε καλά, και πάλι σου λέω ότι αυτά δεν ξέρουν τίποτα και άδικα θα τα σκοτώσεις».
Η ψυχή της έτρεμε καθώς τα έλεγε αυτά, η φωνή της ηχούσε παράξενα, επίσημα και κατηγορηματικά, ο Νέλσων και εγώ κοιταχτήκαμε έντρομοι με λοξή ματιά, ο Μπέκε έμεινε άναυδος, αμήχανος. Τελικά τράβηξε το πιστόλι απ’ τον κρόταφο του Νέλσωνα και βάζοντάς το μέσα στην πέτσινη θήκη που κρεμόταν απ’ την ζώνη του, είπε τρέμοντας από οργή: «Τα παιδιά σου τα χρειάζομαι προς το παρόν, και μόλις τελειώσω μ’ αυτά, υπόσχομαι να τα στείλω στο εκτελεστικό απόσπασμα, να μην αμφιβάλλεις γι’ αυτό».
Το σούρουπο της 7ης Σεπτεμβρίου διεδόθη αστραπιαία στο στρατόπεδο, ότι ήλθαν οι κλούβες με τη συνοδεία αποσπάσματος. O Νέλσων και εγώ σκαρφαλώσαμε στα δυο μικρά παραθυράκια του υπόγειου και είδαμε τις κλούβες, σταματημένες μπροστά στο κτίριο Νο 15.
Έβγαζαν απ’ το κτίριο άνδρες κρατουμένους και τους παρέτασσαν εφ’ ενός ζυγού, με μέτωπο προς το κτίριο Νο 4. Είδαμε επίσης να βγάζουν απ’ το κτίριο Νο 14, όπου ήταν η αυστηρή απομόνωση γυναικών, γυναίκες τις οποίες παρέτασσαν κατά τον ίδιο τρόπο. Άκουσα τον αδελφό μου, απ’ το άλλο παράθυρο, να μου φωνάζει: «Βύρων, παίρνουν και την μαμά».
Εγώ έντρομος, κοιτώντας προσεκτικά τις γυναίκες, διαπίστωσα ότι η πρώτη της σειράς ήταν η μητέρα μου. Στο γκρουπ των ανδρών ξεχώρισα μερικούς συνεργάτες της μητέρας, καθώς και μέλη της οργάνωσής της. Είδα το Γιαννάκη Χούπη, τον ταγματάρχη Σούλη και άλλους, καθώς και τον Ιωάννη Ριζόπουλο. Στο γκρουπ των γυναικών, εκτός απ’ την μητέρα μου, διέκρινα και μερικές συνεργάτιδές της. Κοντά στην μητέρα στεκόταν ο Γεώργιος Ριζόπουλος. Σε κάποια στιγμή τον είδα να μετακινείται απ’ την θέση του, να παίρνει την θέση του πρώτου, να πλησιάζει την μητέρα, να γονατίζει μπροστά της και να φιλάει το χέρι της.
Προφανώς της ζητούσε συγχώρεση γι’ αυτό που είχε κάνει εξ αιτίας του φόβου του για τα μαρτύρια και την ζωή του. Είδαμε την μητέρα να σκύβει προς το μέρος του, σαν να τον συγχωρούσε. Μετά τους έβαλαν όλους στις κλούβες με ένοπλη συνοδεία. Ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση για μας. Κοίταζα το καμιόνι, που έπαιρνε την μητέρα μου, μέχρι που βγήκε απ’ την πύλη του στρατοπέδου και εξαφανίσθηκε”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου