Η αύξηση της κατανάλωσης που τροφοδοτείται από μία ταχέως αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη σε πολλές χώρες του πλανήτη έχει τριπλασιάσει την ποσότητα των πρώτων υλών που προέρχονται από τη γη τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, σύμφωνα με νέα έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής Πόρων, μέρος του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον...
Αυτή η δραματική αύξηση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων, των μετάλλων και άλλων υλικών, θα εντείνει την κλιματική αλλαγή, την αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, τη μείωση της βιοποικιλότητας και τελικά θα οδηγήσει στην εξάντληση των φυσικών πόρων, προκαλώντας ανησυχητική έλλειψη κρίσιμων υλικών και αυξάνοντας τον κίνδυνο ανάφλεξης τοπικών συγκρούσεων, προειδοποιεί η έκθεση.
Η ποσότητα των πρώτων υλών που προέρχονται από τη γη εκτινάχτηκε από 22 δισεκατομμύρια τόνους το 1970 σε 70 δισεκατομμύρια τόνους το 2010, με τις πλουσιότερες χώρες να καταναλώνουν κατά μέσο όρο 10 φορές περισσότερα υλικά από τις φτωχότερες χώρες, αλλά και διπλάσια του παγκόσμιου μέσου όρου.
Εάν ο κόσμος εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί τους πόρους με τον ίδιο ρυθμό που το κάνει σήμερα, από το 2050, που υπολογίζεται ότι 9 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα κατοικούν στον πλανήτη, θα χρειάζονται 180 δισεκατομμύρια τόνοι υλικών ετησίως για να καλύψουν τη ζήτηση, εκτιμά η έκθεση.
Πρόκειται για ποσότητα σχεδόν τριπλάσια της σημερινής κατανάλωσης πόρων που, κατά πάσα πιθανότητα, θα αυξήσει την οξίνιση και τον ευτροφισμό των παγκόσμιων εδαφών και των υπόγειων υδάτων, θα πολλαπλασιάσει τη διάβρωση του εδάφους και θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες ποσότητες αποβλήτων και ρύπανσης.
Η έκθεση με τίτλο «Παγκόσμια ροή υλικών και παραγωγικότητα των πόρων» κατατάσσει τις χώρες σύμφωνα με το μέγεθος του κατά κεφαλήν υλικού αποτυπώματος, δηλαδή την ποσότητα του υλικών που καταναλώνεται σε μια χώρα, έναν δείκτη που ρίχνει φως στην πραγματική επίδραση μιας χώρας στην παγκόσμια βάση των φυσικών πόρων και, παράλληλα, αποτελεί μια καλή ένδειξη για το υλικό βιοτικό επίπεδο αυτής.
Η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική, οι οποίες είχαν ετήσιο κατά κεφαλήν υλικό αποτύπωμα περίπου 20 και 25 τόνους αντίστοιχα το 2010, βρίσκονται στην κορυφή του πίνακα.
Συγκριτικά, την ίδια χρονιά, η Κίνα είχε υλικό αποτύπωμα 14 τόνων ανά κάτοικο και η Βραζιλία 13 τόνων. Το ετήσιο κατά κεφαλήν υλικό αποτύπωμα για την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική και τη Δυτική Ασία είναι μεταξύ 9 και 10 τόνων. Της Αφρικής είναι κάτω από το 3 τόνους ανά κάτοικο.
Η παγκόσμια χρήση υλικών έχει σημειώσει μεγάλη άνοδο από το 2000, καθώς οι αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα, υφίστανται βιομηχανικούς και αστικούς μετασχηματισμούς απαιτώντας άνευ προηγουμένου ποσότητες σιδήρου, χάλυβα, τσιμέντου, ενέργειας και υλικά κατασκευών.
Και αυτή η τάση αναμένεται να κορυφωθεί καθώς οι αναδυόμενες οικονομίες θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να καταναλώνουν περισσότερο.
Η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται τώρα περισσότερα υλικά ανά μονάδα Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος απ' ό,τι στο γύρισμα του αιώνα, επειδή η οικονομική δραστηριότητα έχει μετατοπιστεί περισσότερο από τις υλικά αποδοτικές οικονομίες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Ευρώπη σε οικονομίες όπως η Κίνα, η Ινδία και οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας που χρησιμοποιούν πολύ περισσότερο υλικά ανά μονάδα του ΑΕΠ. Αυτό έχει οδηγήσει σε αύξηση της πίεσης στο περιβάλλον για κάθε μονάδα της οικονομικής δραστηριότητας.
Κοιτώντας προς το μέλλον, η Διεθνής Επιτροπή Πόρων προειδοποιεί ότι οι χώρες χαμηλού εισοδήματος θα απαιτήσουν την αύξηση των ποσοτήτων των υλικών που καταναλώνουν για να επιτευχθεί το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης που βιώνουν οι χώρες υψηλού εισοδήματος. Αυτή η αυξανόμενη ζήτηση για τα υλικά ενδεχομένως θα συμβάλει σε τοπικές συγκρούσεις, όπως αυτές που παρατηρήθηκαν σε περιοχές όπου η εξόρυξη ανταγωνίζεται με τη γεωργία και την αστική ανάπτυξη.
«Ο ανησυχητικός ρυθμός με τον οποίο γίνεται σήμερα η εξαγωγή υλικών έχει ήδη σοβαρές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων», δήλωσε η συμπρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Πόρων Αλίθια Μπάρθενα Ιμπάρα.
«Αυτό δείχνει ότι τα επικρατούντα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης δεν είναι βιώσιμα. Πρέπει επειγόντως να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα πριν να εξαντλήσουμε ανεπανόρθωτα τους πόρους που τροφοδοτούν τις οικονομίες μας. Πρόκειται για ένα βαθιά σύνθετο πρόβλημα, μία από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες της ανθρωπότητας, που απαιτεί την αναθεώρηση του καθεστώτος διαχείρισης της εξόρυξης φυσικών πόρων», επισήμανε η ίδια.
Στην έκθεση, παρουσιάζονται διάφοροι τρόποι με τους οποίους ο κόσμος μπορεί να διατηρήσει την οικονομική ανάπτυξη μειώνοντας παράλληλα την ποσότητα των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί.
Η αποσύνδεση της κλιμακούμενης χρήσης υλικών από την οικονομική ανάπτυξη αποτελεί μια «επιτακτική ανάγκη της σύγχρονης περιβαλλοντικής πολιτικής, ουσιαστικής σημασίας για την ευημερία της ανθρώπινης κοινωνίας και ένα υγιές φυσικό περιβάλλον», αναφέρεται.
Αυτή η αποσύνδεση, η οποία θα είναι απαραίτητη για τις χώρες ώστε να επιτύχουν τους Παγκόσμιους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, απαιτεί καλά σχεδιασμένες πολιτικές.
Οι επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη θα είναι ουσιαστικής σημασίας, καθώς θα μπορούσαν να επιφέρουν αύξηση της αποδοτικότητας των υλικών.
Αλλά η αύξηση της αποδοτικότητας των υλικών από μόνη της δεν θα ήταν αρκετή, καθώς η μείωση του κόστους θα επέτρεπε ακόμη υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη και ίσως να δυσχέραινε τις προσπάθειες για τη μείωση της συνολικής ζήτησης υλικών.
Η ριζική μεταλλαγή του υπάρχοντος καταναλωτικού μοντέλου που έχει επιβληθεί και που καταβροχθίζει τους φυσικούς πόρους του πλανήτη εξακολουθεί να παραμένει το μεγάλο ζητούμενο.
Τάσος Σαραντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου