Φέτος συμπληρώνονται 70 χρόνια από την έναρξη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Υπάρχει όμως μια πτυχή του για την οποία οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες δεν θέλουν να μιλούν.
Μασσαλία, Παρίσι, Πράγα, Βουδαπέστη, Γράμμος κι ύστερα Μπούλκες, Σόφια, Μόσχα, Τασκένδη. Εκεί πια νόμισα πως τελείωσε η ζωή μου, η ζωή που διάλεξα. Τα υπόλοιπα χρόνια θα κυλούσαν πάντα μες...
στην ίδια προοπτική, σταχτιά ή ρόδινη, αδιάφορο. Έγιναν τρομερά πράγματα, δε θέλω να μιλήσω, δε θέλω μήτε να τα σκέφτομαι…» Ο Ανδρέας, ο κεντρικός ήρωας του Στρατή Τσίρκα στη «Χαμένη ΆνοιξηΣτο site της Πολιτείας» επιστρέφει στην Αθήνα το 1965, μετέωρος και έκπληκτος στο χρονικό μεταίχμιο δύο συντριβών, του Εμφυλίου και της δικτατορίας. Ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου εξηγείται σιβυλλικά και σπαρακτικά συνάμα στον υποψήφιο αναγνώστη: Για την Τασκένδη δεν θα μιλήσει, για την Τασκένδη θα σωπάσει. Ίσως γιατί απ’ όλες τις μνήμες που κουβαλούσαν οι επαναπατρισθέντες από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, η Τασκένδη ήταν η πιο οδυνηρή. Δίχασε ανεπίστρεπτα την κοινότητα των πολιτικών προσφύγων και σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία της ελληνικής αριστεράς. Γι’ αυτό παρέμεινε ανομολόγητη για πολλά χρόνια, διολισθαίνοντας άλλοτε σε μια μοναχική λήθη κι άλλοτε εξιτάροντας θρυλικές αφηγήσεις σε μια αέναη αλληλοδιαδοχή αλήθειας και μύθου.
στην ίδια προοπτική, σταχτιά ή ρόδινη, αδιάφορο. Έγιναν τρομερά πράγματα, δε θέλω να μιλήσω, δε θέλω μήτε να τα σκέφτομαι…» Ο Ανδρέας, ο κεντρικός ήρωας του Στρατή Τσίρκα στη «Χαμένη ΆνοιξηΣτο site της Πολιτείας» επιστρέφει στην Αθήνα το 1965, μετέωρος και έκπληκτος στο χρονικό μεταίχμιο δύο συντριβών, του Εμφυλίου και της δικτατορίας. Ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου εξηγείται σιβυλλικά και σπαρακτικά συνάμα στον υποψήφιο αναγνώστη: Για την Τασκένδη δεν θα μιλήσει, για την Τασκένδη θα σωπάσει. Ίσως γιατί απ’ όλες τις μνήμες που κουβαλούσαν οι επαναπατρισθέντες από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, η Τασκένδη ήταν η πιο οδυνηρή. Δίχασε ανεπίστρεπτα την κοινότητα των πολιτικών προσφύγων και σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία της ελληνικής αριστεράς. Γι’ αυτό παρέμεινε ανομολόγητη για πολλά χρόνια, διολισθαίνοντας άλλοτε σε μια μοναχική λήθη κι άλλοτε εξιτάροντας θρυλικές αφηγήσεις σε μια αέναη αλληλοδιαδοχή αλήθειας και μύθου.
Φέτος συμπληρώνονται 70 χρόνια από την έναρξη του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Η τελευταία πράξη του συλλογικού δράματος παίχτηκε τρία χρόνια αργότερα στις οροσειρές του Βίτσι και του Γράμμου. Στις 29 Αυγούστου το 1949 ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) υποχώρησε προς την Αλβανία. Από εκεί θα ξεκινήσει το δικό μας ιστορικό ταξίδι συνοδεύοντας νοητά αυτούς που ο Βάλτερ Μπένιαμιν αποκαλούσε «ηττημένους της Ιστορίας» στους προσφυγικούς τους τόπους, ιχνηλατώντας διαδρομές πόνου πάνω σε θραύσματα μνήμης. Όσο τα περισσότερα μέλη του ΔΣΕ παρέμεναν σε πρόχειρα στρατόπεδα στην Αλβανία, υπήρχαν φόβοι για αναζωπύρωση της έντασης. Γι’ αυτό γρήγορα οργανώθηκε η μετακίνηση τους προς τα ανατολικά κράτη με μεγάλα εμπορικά πλοία. Κάποιοι έφτασαν μέσω Γιβραλτάρ σε πόλεις της Πολωνίας και της (τότε) Τσεχοσλοβακίας. Κάποιοι άλλοι πέρασαν τα Στενά, διέσχισαν τον Εύξεινο Πόντο και κατέληξαν μετά από ένα πολυήμερο και εξουθενωτικό ταξίδι με βαπόρια και τρένα, στα βάθη της Κεντρικής Ασίας, σε μια παράξενη πόλη μέσα στην στέπα που όταν είχε καλό καιρό λουζόταν μ’ ένα έντονο κοκκινωπό φως, στην Τασκένδη. 4.500 μίλια μακριά από την Ελλάδα. Μόλις έγινε η απογραφή, πήραν ένα ειδικό δελτίο ταυτότητας μόνιμου κατοίκου ξένης υπηκοότητας που δεν τους επέτρεπε να φύγουν από τη χώρα.
Στο κτίριο της Ελληνικής Εστίας στην πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν φυλάσσεται η πλακέτα της ταυτότητας του νεοφερμένου και αποκαμωμένου από την κούραση και την απογοήτευση πληθυσμού: «Ήρθαμε το 1949. Άνδρες: 8.571, Γυναίκες: 3.401, Παιδιά: 25, Σύνολο: 11.997». Ένα μπουλούκι 12.000 ανθρώπων σαστισμένων από τα γεγονότα του Εμφυλίου, αλλά πεπεισμένων για τα ιδανικά τους, ξεμύτισε σ’ αυτήν την εσχατιά της τότε Σοβιετικής Ένωσης. «Πατρίδα από βαμβάκιΑπό τις εκδόσεις Κέδρος» την λέει η Έλενα Χουζούρη στο μυθιστόρημά της, από τις απέραντες βαμβακοφυτείες που απλώνονταν στον ορίζοντα σχηματίζοντας μια άσπρη θάλασσα. Και μάλλον έτσι ακούγονταν γλυκύτερα η Τασκένδη, γινόταν λιγότερο ξένη και ανοίκεια, το λευκό του βαμβακιού σκέπαζε το γκρίζο της βιομηχανικής ζώνης και μαλάκωνε κάπως τη νοσταλγία για τις ξεριζωμένες ζωές. Οι περισσότεροι ήταν αγρότες που δεν είχαν ξαναδεί κάτι παραπάνω από το χωριό τους, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και πρωτόλειες κοινωνικές και πολιτιστικές αναπαραστάσεις. Η Τασκένδη, πάλι, ήταν μια πολύχρωμη πόλη με Ουζμπέκους, Ρώσους, Ουκρανούς, Τατάρους, Αρμένιους, Εβραίους μέχρι και εκτοπισμένους Έλληνες του Πόντου. Άνθρωποι με πολύ διαφορετικά φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά πηγαινοέρχονταν στην κεντρική πλατεία κάτω από το επιβλητικό και δαντελωτό κτίριο της όπερας. «Κόσμος παράξενος κυκλοφορούσε, σαν τα παραμύθια της Χαλιμάς» έλεγε η Αλκη Ζέη Η Άλκη Ζέη μιλάει για την εμπειρία της Τασκένδηςπεριγράφοντας την εμπειρία της στην πόλη όπου έζησε για δύο χρόνια με τον σύζυγο της, υπεύθυνο του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ στον Γράμμο, Γιώργο Σεβαστίκογλου.Ο Σεβαστίκογλου του θεάτρου και του αγώνα
Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες οργανώθηκαν και έζησαν σε 14 «πολιτείες», όπως τις ονόμαζαν. Ήταν παλιά στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου και αγροτικές φυλακές που σουλουπώθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες στέγασης του νεοεισερχόμενου πληθυσμού. Αποτελούνταν από άχαρους μακρόστενους θαλάμους 50-60 ατόμων με ξύλινα κρεβάτια πάνω και κάτω και κοινό μπάνιο. Δούλεψαν κατά κύριο λόγο ως βιομηχανικοί εργάτες, στη συνέχεια σύστησαν συνεργατικό συνεργείο οικοδόμων και με τη συνδρομή του κράτους έφτιαξαν κανονικά σπίτια για αυτούς και τις οικογένειες τους. Οι περισσότεροι, όμως, έζησαν σε συνθήκες συνεχούς προσωρινότητας και ατέρμονης προσμονής. Το πρόσταγμα του ΚΚΕ ήταν σαφές: «Ο ΔΣΕ δεν κατέθεσε τα όπλα, μονάχα τα έθεσε παρά πόδα».
Με τα «όπλα παρά πόδα», λοιπόν, οι ίδιοι εγκολπώνοντας το αρχέτυπο του ακάματου μαχητή, τον πρώτο καιρό αρνούνταν ακόμα και τα στρατιωτικά τους ρούχα να αποχωριστούν. Ταυτόχρονα λαχταρούσαν την επιστροφή στα χώματα που μεγάλωσαν και τους ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να αποχαιρετίσουν. Η ευχή που αντάλλαζαν μεταξύ τους για πολλά χρόνια σαν μια αυθόρμητη τελετουργία της καθημερινής συναναστροφής ήταν «καλή πατρίδα».

Η ελληνική κοινότητα της Τασκένδης που κάποτε έφτασε να αριθμεί κοντά στους 35.000 ανθρώπους, σήμερα δεν μετράει πάνω από 2.000 άτομα. Αυτοί που έμειναν πίσω να συνομιλούν με τα φαντάσματα και να πατάνε ακόμα στα γυαλιά μιας σύγκρουσης που δεν επουλώθηκε είναι κυρίως όσοι προχώρησαν σε μικτούς γάμους και οι για πολλά χρόνια «απάτριδες», αυτοί δηλαδή που δεν ενέπιπταν στη νομοθεσία για τον επαναπατρισμό, καθώς δεν είχαν δηλώσει «Έλληνες το γένος» αλλά «Σλαβομακεδόνες». Οι περισσότεροι σταδιακά επέστρεψαν, προσπάθησαν να ξαναριζώσουν σε μια χώρα που άλλαζε και προσπαθούσε να υπερβεί με το παρελθόν της, όχι διαβάζοντάς το, αλλά απωθώντας το σαν τρομακτικό σκιάχτρο που διώχνει τα πουλιά και σκοτεινιάζει τις παιδικές φαντασιώσεις.


«Όταν φτάσαμε, μπήκαμε 15 μέρες σε καραντίνα για να γίνουν ιατρικοί έλεγχοι. Μετά κυκλοφορούσαμε ελεύθερα. Η Τασκένδη είχε μεγάλες πλατείες, φαρδιούς δρόμους και δύο μεγάλες τεχνητές λίμνες. Δε τα ’χαμε ξαναδεί εμείς αυτά. Μέναμε σε 14 πολιτείες. Είχαν εστιατόριο που μας μαγείρευαν τρεις φορές τη μέρα και κοινό μπάνιο. Κάθε πολιτεία είχε τη δική της μονάδα υγειονομικής περίθαλψης και μια επιτροπή πολιτισμού. Φτιάξαμε ομάδες ποδοσφαίρου, χορού, θεάτρου. Εγώ ήμουν τερματοφύλακας στο ποδόσφαιρο και καρφί στο βόλεϊ. Τον Αύγουστο γινόταν μια μεγάλη γιορτή που κράταγε δέκα μέρες με τραγούδια και παιχνίδια. Εμείς δεν ξέραμε ούτε από γράμματα, ούτε από πολιτισμό. Εκεί μας έμαθαν».

Δούλεψαν όμως πολύ. Μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση πάσχιζε να μεγιστοποιήσει τους ρυθμούς παραγωγής και δεν άφηνε περιθώρια για χαλάρωση. «Στην αρχή κάνανε διαλογή. Τους υπερήλικους αντάρτες τους βάλανε σε βοηθητικές δουλειές, τους υπόλοιπους μας έσπρωξαν στην παραγωγή. Εγώ πήγα σ’ ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε εκσκαφείς. Την πρώτη μέρα μας δώσανε καθαρά ρούχα, παπούτσια και 500 ρούβλια. Βέβαια, εμείς για κάμποσο καιρό νομίζαμε ότι κάναμε διάλειμμα και ότι θα μας ξανακαλέσουν στο βουνό. Κάνανε αμάν να μας πείσουν να βγάλουμε τα στρατιωτικά μας ρούχα. Όταν πήγα εγώ στο εργοστάσιο, ο στόχος ήταν να βγάζουμε 5 φαγάνες το μήνα, όταν έφυγα είχε ανέβει στις 28. Έπρεπε να βγαίνει το πλάνο. Αν το πιάναμε, πληρωνόμασταν καλά. Φτάναμε έως και τα 1.500 ρούβλια το μήνα. Πολλή δουλειά όμως, 10-12 ώρες την ημέρα. Κάθε φθινόπωρο μαζεύαμε βαμβάκια με τα χέρια». Δεν παραπονιέται καθόλου. Όση ώρα ζωντάνευαν ξανά μπροστά του οι αναμνήσεις με τις ψείρες, το κρύο, τη δουλειά στο εργοστάσιο, δεν διαισθάνθηκα ούτε για μια στιγμή το ηχόχρωμα της φωνής του να αγριεύει ή να πνίγεται. Τα ’λεγε με την τρυφερή ηρεμία του παππού που διαβάζει παραμύθια στα εγγόνια του. Κι ας ήταν αληθινά, κι ας μην είχαν happy end. Η Τασκένδη, εξάλλου, δεν χρειάζεται δραματοποίηση. Εσωκλείει από μόνη της το αυθεντικό δράμα του εξόριστου που αρκεί για να βαραίνει την ανάσα και να υγραίνει τα μάτια. Ο λόγος όμως, όπως μας έμαθε η ψυχολογία, λειτουργεί καθαρτικά. Όχι μόνο γι’ αυτόν που μιλάει. Αλλά και γι’ αυτόν που ακούει. Κι εγώ είχα μεγάλη ανάγκη να ακούσω τη συνέχεια αυτής της ιστορίας, ανασυγκροτώντας μέσα από τα ατομικά βιώματα ένα αθέατο κομμάτι ιστορικής μνήμης.
Μου είπε λοιπόν γι’ αυτούς που τα κατάφεραν και γι’ αυτούς που λύγισαν από τις αντιξοότητες. Τους Έλληνες οι Ρώσοι και οι Ουζμπέκοι τους υποδέχτηκαν με θέρμη. Είχαν την αίγλη του παρτιζάνου που κατέβηκε από το βουνό. Δεν προσαρμόστηκαν όλοι εύκολα. Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν για τις σκληρές συνθήκες, πήγαν στην πρεσβεία της Μόσχας και ζήτησαν επαναπατρισμό. «Ήταν μεγάλη ντροπή αυτό» υποστηρίζει. «Όλοι πιστεύαμε ότι θά ’ρθει η ώρα να γυρίσουμε, όχι όμως να ζητήσουμε επαναπατρισμό. Κι εμένα μου έλειπε το χωριό. Με έτρωγε η αγωνία για τη μάνα μου. Γυναίκα δεν είχα, όσο ήμασταν στο αντάρτικο δεν παντρευόμασταν. Φοβόμασταν μη πεθάνουμε και την αφήσουμε χήρα».

Για κάμποση ώρα, όση διαρκούσε αυτό το κομμάτι της διήγησης, φουρτουνιάζει, όπως οι περισσότεροι που ενεπλάκησαν σ’ αυτά τα γεγονότα. Τα ανακαλούν με θυμό και πίκρα, υπερασπίζονται με σθένος το δικό τους υποφωτισμένο κομμάτι της αλήθειας, αναβιώνουν το σχίσμα που δεν κατόρθωσαν να τιθασεύσουν και μετά ανακτούν μια όψη αναπάντητου και μάταιου. Τα πρώτα χρόνια οι επαναπατρισθέντες δίσταζαν να μιλήσουν για εκείνα τα ζόρικα βράδια, απέστρεφαν το βλέμμα σαν να αποζητούσαν ένα βάλσαμο στη λήθη. Κάποιοι δεν ήθελαν να δυσφημίσουν το κόμμα, κάποιοι άλλοι δεν είχαν καταφέρει καλά-καλά να επεξεργαστούν τα αστραπιαία καρέ μιας ζωής που γύρναγε τούμπα.
Ο Δημήτρης Ζαφείρης μετά από αυτά πήρε το δρόμο της επιστροφής. Έφυγε από την Τασκένδη στις 8 Απριλίου του 1958. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν θα έφευγα αν δεν είχαν δημιουργεί αυτές οι φαγωμάρες μεταξύ μας» εξομολογείται σήμερα. Έφτασε στην Ελλάδα με αεροπλάνο. Στο αεροδρόμιο του είπαν να κάνει δήλωση. Εννοούσαν για τα πράγματα και τις βαλίτσες που έφερνε μαζί του. Καταραμένη λέξη η «δήλωση» τότε για τους αριστερούς. Παρέπεμπε στο ρεβανσισμό και την αποποίηση ιδεών. «Καλά δε ντρέπεστε μετά τόσα χρόνια;» αναφώνησε. Γελάει μ’ αυτό το χαριτωμένο στιγμιότυπο, αλλά πικραίνεται όταν θυμάται ότι του απαγόρευσαν το 1967 να πάει στην Αμερική για την κηδεία του αδερφού του. Γνώρισε τη γυναίκα του, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά. Το 1964 επί Γεωργίου Παπανδρέου ήρθε και η ανάκτηση της πολυπόθητης ιθαγένειας.
«Και τελικά γιατί έγιναν όλα αυτά;» τον ρώτησα στον αποχαιρετισμό. «Ήμασταν νέα παιδιά κοπέλα μου. Έβραζε το αίμα μας. Θέλαμε να δημιουργήσουμε μια κοινωνία ειρήνης και δημοκρατίας. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι» απάντησε.
Κείμενο: Μαρία Λούκα
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου