Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Πέντε μικροδιηγήματα του χιονιού

Πέντε σύντομα διηγήματα από τη συλλογή «Του χιονιού» της Τασίας Βενέτη που εκδόθηκε το 2013. 
Η συλλογή «Του χιονιού» έχει έντονο ηπειρώτικο χρώμα. Τα διηγήματα έχουν και λεξιλογικό ενδιαφέρον αφού βρίσκουμε αρκετές λέξεις της ηπειρώτικης ντοπιολαλιάς.  

Ας δούμε τα διηγήματα...

Εδώ κοιτάξτε

Στη φωτογραφία είναι κόσμος συνωστισμένος. Δείχνουν να βρίσκονται σε αντράλα*. Οι περισσότεροι άντρες, νέοι, αγριεμένοι. Στη μέση – στα χέρια σηκωμένο ψηλά – κρατούν το φέρετρο, σαν να το επιδεικνύουν… Εδώ κοιτάξτε… Σαν να επιδεικνύονται κι οι ίδιοι κοιτώντας στο φακό… Εμάς κοιτάξτε…

Ο νεκρός μοιάζει πολύ με τους ζωντανούς. Είναι κι αυτός νέος. Φοράει κι αυτός άσπρο πουκάμισο, σκούρο παντελόνι, τα μοναδικά του παπούτσια. Έχει κι αυτός τα μάγουλα σωμένα, όπως οι ζωντανοί! Μόνο που έχει τα μάτια κλειστά κι έτσι δε μοιάζουν με τρύπες που αντιφεγγίζουν την κόλαση.

«…Ένας λεβέντης, ένας ομορφάντρας… Νιάτα! Είχε πεθάνει από φυματίωση… λίγο πριν από τον πόλεμο. Ήτανε ο μικρός μας ο αδερφός…», πρόσθεσε τρυφερά η γιαγιά κι έσπρωξε τη φωτογραφία στη χαρτοσακούλα μαζί με τις άλλες.

Μόνο τόσο

Πήγαιναν η μία μπροστά κρατώντας το μήλο κι η άλλη παρακαλώντας.

«Σύρε να βρεις δικό σου!»

«Μια δάγκα μόνο, μια δαγκωνίτσα…»

«Σύρε βρες.»

«Λίγο, μια σταλίτσα…»

«Άντε καλά, λίγο», κάλυψε το μήλο με τα χέρια αφήνοντας ελεύθερο ένα στρογγυλό ίσα με το μάτι και της έδωσε:

«Να.»

Η μικρή δάγκωσε χέρια και μήλο μαζί. «Βοήθειαα, χεράκια μουου.»

Πείναγαν. Στη φωτογραφία του τοίχου, που τραβήχτηκε μες στην Κατοχή, είναι όλοι ανέκφραστοι. Στην καρέκλα κάθεται η μάνα, πίσω όρθιος ο πατέρας και γύρω τους μπόλικες θυγατέρες˙ έστελναν την πιο μικρή να ζητήσει ψωμί.

«Άμα δεν πας, θα πούμε ότι είπες να πεθάνει ο πάππους, η μάνα η μεγάλη, η μάνα, ο πατέρας, εμείς…» Την άφηναν να κλαίει κάμποσο κι ύστερα πήγαιναν όλες μαζί.

Το κλειδί το φύλαγε η μάνα η μεγάλη – η γιαγιά. Μαζεύονταν γύρω απ’ τα φουστάνια της κι απ’ το κλειδωμένο αμπάρι.

«Λίγο! Λίγο, μωρ’ μεγαλίτσα μας. Λίγο για… τόσο!»

«Όρ’ Αντίχριστοι, φευγάτε… Όλο να ροκανάτε σαν τα πελέχια* θέλετε!»

Τις έδιωχνε.

«Γιά, τόσο… Μόνο τόσο!» έδειχναν πόσο ψωμί στις άκρες απ’ τα δάχτυλα.

Όλα αυτά τα μικρούτσικα δάχτυλα.

Παιδιά ολουνών

«Οι άνθρωποι έχουν γίνει για να ζει ο ένας χάρη του άλλου.»
Μέγας Βασίλειος

Έρχονταν τον ανήφορο μονοψυχής. Έμπαινε στην αυλή κι ακούμπαγε με το ζάλωμα στο πεζούλι. Έβγαζαν το παιδί απ’ τη σαρμανίτσα* και της το ‘διναν και ζαλωμένη όπως ήταν με τα ξύλα το ‘βανε για θήλασμα. Με το ένα χέρι το βάσταγε και με το άλλο άρπαζε το μαστραπά να πιει νερό. Γκλακ-γκλακ-γκλακ. Δεν ξεχώριζες ποιανού λαιμός λαιμάργαγε έτσι, του παιδιού ή της μάνας…

Τη νύχτα κατέβαιναν οι αντάρτες απ’ το βουνό. Τη μέρα ανέβαιναν οι στρατιώτες. Όλοι στο χακί, δεν ήξεραν ποιος είναι ποιος…

Με τον καιρό τους ξεχώριζαν. Οι αντάρτες έλεγαν «συναγωνίστρια», ενώ οι στρατιώτες έλεγαν «δεσποινίς» ή «κυρία», όταν τους απηύθυναν το λόγο.

Χαράματα που σηκώθηκε να βγάλει τα γίδια τον είδε που κοιμόταν εκεί παραπέρα. Τώρα χακί φόραγε… Τι αντάρτης τι στρατιώτης, κρίμα! Παιδιά ολουνών…

«Τι είσαι συ;»

«Στρατιώτης.»

«Ω, μαυροπαλίκαρο, οι άλλοι έφυγαν απ’ τη νύχτα! Σήκω να σου δείξω.»

Μπροστά αυτή , πίσω αυτός, κι οι δυο είδαν ένα σακί γεμάτο κουραμάνες ξαπλωμένο στα χορτάρια, φόρτωμα που είχε πέσει του στρατού, αλλά κι οι δυο καμώθηκαν πως δεν είδαν τίποτα˙ πού ήξερε κι αυτός με τι είχε να κάνει, κι αυτή… Καλά που δε φάγαν τα κεφάλια τους. Μια στάνη παιδιά την περίμεναν πίσω, μόνο δικά της – συλλογιούνταν και πέταγε απ’ τη χαρά της που θα τα χόρταινε ψωμί, άσπρο… Ψωμάκι!

«Τώρα απ’ εδώ, όλο κάτω να κάμεις», του είπε, όταν τον έβγαλε στα σίγουρα τα μονοπάτια. «Όλο κάτω.»

Κι αυτός λοιπόν, πώς να ‘λεγε, δεν ήξερε άμα είχε ιδεί κι αυτή το ψωμί πώς να της έλεγε… από ευγνωμοσύνη που του ‘σωσε τη ζωή…

«Κι εσύ, κυρία, από δω που ήρθαμε», της έκαμε νόημα με τα μάτια πίσω, «απ’ τον ίδιο το δρόμο να γυρίσεις σπίτι σου… Κατάλαβες;» της τόνιζε και της ξανατόνιζε. «Από δω που ήρθαμε, απ’ τον ίδιο δρόμο να γυρίσεις για το σπίτι σου.»

Τα μοιράδια

Μας έλεγε για τότε που για ένα φεγγάρι και ως να γυρίσουν οι γονέοι τους έμειναν με τη θεια τους˙ σακατεμένη απ’ τα φορτώματα στις ασβεσταριές μικρή όταν ήταν, μια στάλα κοριτσάκι, το μπόι που ήταν να ρίξει της είχε μαζευτεί στην πλάτη και τώρα, καθώς πίεζε η καμπούρα τα πνευμόνια, ακούγονταν η ανάσα της ακόμα και με την πόρτα κλειστή.

Μια μέρα τους έφτιαξε ζυμαρόπιτα με καθάριο*, όλο καθάριο! Είχε τυρί, αυγά μέσα, λίγο βούτυρο, έφαγαν, φύλαξαν και γι’ αυτόν. Σούρουπο που γύρισε απ’ το βουνό με τα γίδια τον περίμεναν οι αδερφές του, όξω απ’ την αυλή, όλο χαρές. «Σύρε μέσα, σύρε να ιδείς, κάτι είναι κρεμασμένο για σένα! Δεν έχεις ξαναφάει τέτοιο, δεν έχεις ξαναφάει! Σύρε να δεις…» τον έσπρωχναν. Ξεκρέμασε το σακούλι απ’ τον τοίχο κι έχωσε το χέρι, κι αυτές – χαρές, λες και θα ξανάτρωγαν – τον κοίταζαν πώς άρπαζε το κομμάτι, μαζί κι ένα μικρότερο που ήταν αποκάτω και τα ‘χωσε στο στόμα – μια φορά! Τη νύχτα ακούγονταν άντερα που έσκουζαν αδικημένα, ήθελαν κι άλλο. Την άλλη μέρα, στο βουνό, μέτρησε δυο παλάμες , λειψές, στο χώμα κι έκαμε γύρω έναν κύκλο όσο το ταψί, να υπολογίσει με βάση το δικό του και τα άλλα μοιράδια. Της θειάκως ένα, και τέσσερα των κοπελών πέντε, της γιαγιάς έξι, του παππού εφτά, και το δικό του – δεν έβγαιναν. Τα ξαναχώριζε. Όλη μέρα έσβηνε το ταψί στο χώμα, ξαναμέτραγε, ζωγράφιζε άλλο, ξαναμοίραζε, δεν έβγαιναν τα μοιράδια ίσα με το δικό του˙ πώς τα χώρισε η θειάκω!… Το απόγεμα που κατέβηκε τη βρήκε πίσω απ’ το σπίτι. «Φρ, φφ», στηριγμένη με τους αγκώνες και την πλάτη στο φουρνομπέζουλο* και τα μάτια όλο αγανάχτηση και αγωνία καταπάνω στον ουρανό, κοντόφτυνε ανάσες. «Σου ‘βαλα ψια* περσότερο εσένα», του είπε. «Κουράζεσαι.»

Αλλά τι χαρά είχανε κάνει κείνη τη μέρα οι κοπέλες! «Σύρε μέσα, σύρε να ιδείς…» Συγκινήθηκε. Σαν να τις έβλεπε μπροστά του που τον κοιτούσαν να καταπίνει το μοιράδι του, με μισάνοιχτα στόματα.

Μη, ψυχούλες, μη

«Μια μέρα, μια παλιόμερα, είχα πάει κοντά με τη σχωρεμένη τη θεια μου την Κούλα, εγώ καμιά δεκαριά κι αυτή ούτε ούτε δεκαεφτά. Απ’ το πρωί που φύγαμαν με τα γίδια μας μούσκευε η βροχή, ψιλή και ασταμάτηγη˙ χειμώνας. Ο τόπος βρεμένος, μας περόνιαζε – πού να καθόμασταν; Ορθοί ως το μεσημέρι. Είχε φέρει κι ένα μπακράτσι* με λίγο φασολάδα, δυο κουτάλια στην τσέπη, τη φάγαμαν όρθιοι. Την τρώγαμε και μας έτρωγε… Φαντάσου, κρύα φασουλάδα, με το κρύο… Σαν τα ζαγάρια, μας έτρεμε το κορμί, το κεφάλι… Με το ζόρι να κουμαντάρουμε το χέρι, να βρει το κουτάλι στόμα! Αναφιλητά βγάζαμαν. Αν μας άκουγε κανένας, θα ‘λεγε; “Τι τρώνε τούτα και κλαίνε!” Κουκουνιάσαμαν εκεί, με τα τσιαγούλια* στα γόνατα – και πού να σταματήσουν…

Με την αδερφή μου τη Λαμπρινή ήμασταν και κοντά στην ηλικία, όλο τσακωνόμασταν για “ένα σκοινί” – όχι δικό μου, όχι δικό σου – , πελεκιόμασταν! Εγώ με το κεφάλι κουρεμένο γουλί, μ’ άρπαζε απ’ τα αυτιά κι εγώ απ’ τα μαλλιά, είχε κοτσίδες. Γύρα-γύρα και γύρα-γύρα μες στο σπίτι και κλότσα και δάγκα και φτύσε και σκούξε. “Μη, ψυχούλες, μη…” Ποιος την άκουγε τη γιαγιά… Μια φορά μας άκουσε η μάνα που έρχονταν. Αφήνει τη βαρέλα στην αυλή και περνάει μέσα με τη γλώσσα δαγκαμένη, αρπάζει την τσιμπίδα απ’ τη θράκα και γράου στα ποδάρια! Η τσιμπίδα καμένη, κόκκινη, το τζάκι αναμμένο! Μας την πέταξε στα ποδάρια˙ κι όπως ήμασταν πιασμένοι μαλλιά κι αυτιά, πηδήσαμαν κι οι δυο μαζί στον αέρα κι όξω απ’ την πόρτα, ξαφανιστήκαμαν! Και μετά ξαφανιστήκαμαν στ’ αλήθεια. Κάπου το ’45 ήταν˙ εγώ τότες ήμουν στα δεκατρία κι αυτή στα δεκαπέντε κι έφευγα κείνη τη μέρα για τα Γιάννενα κι από κει θα πήγαινα στη Φιλιππιάδα όπου δούλευε ο πατέρας. Η Λαμπρινή γύρναγε απ’ το χωριό, την είχε στείλει η μάνα, και τυχαία βρεθήκαμαν στο δρόμο τότες και χαιρετηθήκαμαν, τυχαία! Έπιασε μετά ο Εμφύλιος. Κι έκαμαν κι αυτοί σαν τε μας και χειρότερα…

Κι από κείνη τη μέρα που χαιρετηθήκαμαν και φιληθήκαμαν στο δρόμο, αυτή με ένα μπακράτσι στο χέρι κι εγώ με μια αλλαξιά παραμάσχαλα, κάναμαν κοντά τριάντα χρόνια που ανταμώσαμαν πάλι. Από κείνη τη μέρα που διασταυρωθήκαμαν στο δρόμο τυχαία! Κατάλαβες; Κατάλαβα να λες. Και τη θεια-Κούλα ούτε την ξανάειδαμαν»

Γλωσσάρι

αντράλα: σύγχυση, ζαλάδα, ψυχική φόρτιση

πελέχια: τα σκιουράκια

σαρμανίτσα: η κούνια του μωρού

καθάριο: το αλεύρι πρώτης ποιότητας

φουρνομπέζουλο: εξοχή στο χτιστό χωριάτικο φούρνο

ψια: λίγο (από το ψίχα, υποθέτω)

μπρακάτσι (και μπακράτσι): μικρό χάλκινο σκεύος με λαβή

τσιαγούλια: σαγόνια

Τασία Βενέτη, Του χιονιού, Το Ροδακιό 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου