Μια δήλωση, η οποία μάλιστα παραποιήθηκε, ήταν αρκετή για να αρχίσει πάλι αυτή η «συζήτηση» για την αναγκαιότητα ή μη της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών, να καταθέσει ο καθένας το «εκπαιδευτικό του όραμα» για το πόσες ώρες διδισκαλίας των Αρχαίων χρειάζονται στο Γυμνάσιο, πόσες στο Λύκειο και με ποιόν τρόπο πρέπει διδάσκονται.
Αν με ρωτήσετε πόσες ώρες και σε ποιες τάξεις πρέπει να διδάσκονται τα Αρχαία Ελληνικά η απάντηση μου αβίαστα είναι ότι...
δεν ξέρω. Υπάρχουν ειδικότεροι εμού να κάνουν προτάσεις και να αποφασίσουν.
δεν ξέρω. Υπάρχουν ειδικότεροι εμού να κάνουν προτάσεις και να αποφασίσουν.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν έχω άποψη γι αυτόν τον σκοτωμό ανάμεσα σε αρχαιόπληκτους και αρχαιομάχους, που έρχεται συχνά στο προσκήνιο με κάθε ευκαιρία και το περιεχόμενό του ελάχιστη σχέση έχει με την άποψη του καθενός για την Παιδεία. Είναι κυρίως αποτέλεσμα ιδεοληψιών.
Μπορώ λοιπόν να πω με βεβαιότητα ότι δεν μαθαίνεις καλύτερα τα Νέα Ελληνικά όταν διδάσκεσαι περισσότερες ώρες Αρχαία Ελληνικά. Καλύτερα Νέα Ελληνικά μαθαίνεις όταν διδάσκεσαι περισσότερες ώρες και με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο Νέα Ελληνικά. Μοιάζει αυτονόητο, αλλά τα αυτονόητα είναι μια περιττή πολυτέλεια στο δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα, ειδικά όταν οι περισσότεροι εκφράζουν άποψη με την πεποίθηση ότι είναι ευλογημένα πνεύματα.Σας βεβαιώνω λοιπόν ότι το καμάρι σας αν μάθει (αν παπαγαλίσει για την ακρίβεια) επιτυχώς, στα 13 του, τον συντελεσμένο μέλλοντα του «δείκνυμι» δεν θα σας προκύψει ρήτωρ στη Νέα Ελληνική. Για ένα παιδί σ΄αυτή την ηλικία το αρχαίο κείμενο δεν είναι αυτό το σουπερ όχημα που θα το κάνει να μιλάει εξαιρετικά Ελληνικά. Είναι μια άγνωστη γλώσσα, στην οποία ορισμένες φορές μπορεί να ανακαλύψει κάτι γνώριμο.
Οι υποστηρικτές της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών είναι συχνά άνθρωποι με απολύτως προβληματική παιδεία, που αντιλαμβάνονται την διδασκαλία των Αρχαίων περίπου ως μία τιμωριτική τακτική απέναντι στους μαθητές που «πρέπει να ζοριστούν για να μάθουν». Συνήθως δε αυτή η άποψη συνοδεύεται από τη βεβαιότητα ότι «παλιότερα στα σχολεία μάθαινες γράμματα, αλλά τώρα όχι». Ούτως ή άλλως είναι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα που «επιβεβαιώνεται» συνήθως από γραφικές φιγούρες, όπως του θείου Χαράλαμπου που στα οικογενειακά τραπέζια έκανε επίδειξη αρχαιογνωσίας και πετούσε ένα «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη…” και εκεί η αρχαιογνωσία του φρέναρε, διότι δεν είχε άλλη. Απλώς αυτό είχε αποστηθίσει και του έφτανε για να κάνει το κομμάτι του.
Είναι γεγονός ότι τα αρχαία Ελληνικά στην χώρα μας ταλαιπωρήθηκαν από διάφορους απίθανους, κάποιους επιφανείς των αστικών σαλονιών που μιλούσαν μία συμβολαιογραφικού τύπου καθαρεύουσα, η οποία για τους ίδιους παρέπεμπε στην «αρχαιογνωσία». Αργότερα ήρθε και ο ασυνάρτητος λόγοςτων χουντικών, που χρησιμοποιούσαν έναν λόγο με μείγμα καθαρεύουσας, αρχαΐζουσας και τρικυμίας εν κρανίω για να δείξουν ότι τιμούν την γλώσσα και τον πολιτισμό. Ότι τιμούν το αρχαίον κάλλος, αν και το πιο κοντινό σε κάλος που είχαν ήταν αυτό μέσα στο κεφάλι τους, που είχε πάρει τη μορφή κακοήθους όγκου.
Αυτή η «απαλλοτρίωση» της αρχαίας Ελληνικής, αυτή η αρχαιοπληξία συντηρητικών και φασιστικών ομάδων στην Ελλάδα οδήγησε και την Αριστερά ή ένα μεγάλο μέρος της τουλάχιστον «χαρίζει» όλο αυτόν τον πλούτο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στην Δεξιά ή ακόμα χειρότερα στην ακροδεξιά.
Και σ’ αυτή την πλευρά του πολιτικού χάρτη είχαμε – και έχουμε- ανάλογες γραφικότητες, όπου η αποφυγή χρήσης τύπων που παραπέμπουν στην αρχαία Ελληνική ή στην καθαρεύουσα έγινε εμμονική. Ακόμα και σήμερα αν πω ότι έχουμε 3 Ιουνίου και όχι τρεις του Ιούνη διατρέχω σοβαρά κίνδυνο να χρεωθώ στα τσιράκια της λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης. Διάβαζα πρόσφατα ένα παλιότερο κείμενο αριστερού κόμματος όπου χρησιμοποιούνταν η λέξη «πισωδρόμηση» για να περιγράφει η «οπισθοδρόμηση», λέξη που προφανώς σε κατέτασσε στους οπισθοδρομικούς. Δεν τολμώ να φανταστώ πώς ο «προοδευτικός», που έχει αυτές τις εμμονές, περιγράφει στο αυτοκίνητο του την «όπισθεν».
Μια λέξη ή μια φράση δεν σε κάνει λιγότερο ή περισσότερο προοδευτικό. Σε κάνει λιγότερο ή περισσότερο γνώστη της γλώσσας, σε κάνει ενδεχομένως γραφικό, αλλά δεν είναι το απόλυτο μέτρο για να κρίνεις το αξιακό σύστημα και την ιδεολογία του άλλου.
Η συζήτηση που γίνεται δεν έχει κανένα νόημα. Δεν γίνεται από αγάπη για την γλώσσα, δεν γίνεται για να τιμήσει κανείς τον πλούτο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Γίνεται για να επιβεβαιώσει ο καθένας τις εμμονές του και το χειρότερο να επιβεβαιώσει ότι αυτές πρέπει να επιβληθούν επί των ανήλικων τέκνων της χώρας. Αλλά με εμμονές και ιδεοληψίες ποτέ κανείς δεν μαθαίνει να γράφει και να μιλάει καλύτερα. Μαθαίνει να σκέφτεται στενότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου