Η καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας το 1909, έναν αιώνα πριν, ήταν το πρώτο μέτρο εργατικής νομοθεσίας που ψηφίστηκε στην Ελλάδα. Το ξήλωμα, στα χρόνια των μνημονίων, κάθε νομικού πλαισίου που περιορίζει τον βαθμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας δεν θα μπορούσε να την αφήσει αλώβητη. Έχει ενδιαφέρον, πιστεύουμε, μια αναδρομή στο ιστορικό της καθιέρωσής της και η εξέταση των κοινωνικών και ιδεολογικών συμμαχιών που την προώθησαν. Ίσως εκπλήξει τον αναγνώστη η (διαφορετική από τη σημερινή) στάση των μεγάλων και μικρών εργοδοτών απέναντι στην αργία της Κυριακής, την οποία θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε με βάση τις διαφορετικές δομές...
Η τήρηση της αργίας με βάση τις χριστιανικές επιταγές παρέμενε ζωντανή ως πρακτική σε πολλούς βιοτεχνικούς κλάδους και σε εργοστάσια, σε γενικές γραμμές όμως είχε ατονήσει κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα στην Ελλάδα. Σε επιμέρους πόλεις και κλάδους επιτυγχάνονταν συχνά λιγότερο ή περισσότερο βραχύβιες συναινέσεις για το κλείσιμο των καταστημάτων τις Κυριακές, αρκούσε όμως η πεισματική άρνηση ελάχιστων επαγγελματιών να συμμετάσχουν στο κλείσιμο για να ναυαγήσουν οι σχετικές προσπάθειες. Στις αρχές του 20ού αιώνα είχε γίνει πια συνείδηση ότι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί μια μόνιμη «συνεννόηση κυρίων» και απαιτούνταν νομοθετική ρύθμιση.
Το ζήτημα το έθεταν επί τάπητος κυρίως οι εργατικές διεκδικήσεις –οι οποίες αποτελούσαν συνήθως και την κινητήρια δύναμη πίσω από τις συμφωνίες μεταξύ των εργοδοτών τους που αναφέραμε. Στην Αθήνα η διαμάχη επικεντρώθηκε ιδίως στα «εμπορικά» καταστήματα (ένδυσης, υπόδησης κλπ) των κεντρικών δρόμων, με σημαντικότερες κινητοποιήσεις αυτές του 1890, 1891 (απεργία) και 1896, καθώς και στους τυπογράφους (1882 και 1909-1910), στους ζαχαροπλάστες (1896 και 1899), στους κουρείς (1894, 1902 και 1903), στους αρτοποιούς (1879, 1904-1905 κ.ε.) και λίγο πριν το 1909 στα παντοπωλεία.
Η καθιέρωση λοιπόν της κυριακάτικης αργίας μετά το κίνημα στο Γουδί βασιζόταν σε ένα αίτημα που είχε πια ωριμάσει –αντίθετα με τις εκτιμήσεις που συχνά συναντάμε στη βιβλιογραφία για το πρόωρο της εργατικής νομοθεσίας της δεκαετίας του 1910. Θεμελιώθηκε στη βούληση του Στρατιωτικού συνδέσμου να δείξει ένα φιλολαϊκό πρόσωπο, στη βραχύβια συμμαχία του με τις «συντεχνίες», σ’ ένα γενικότερο μεταρρυθμιστικό πνεύμα που εκφράστηκε με την ψήφιση εκατοντάδων νόμων από τη βουλή μετά το κίνημα και στη στήριξη συντηρητικών πατερναλιστών όπως ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος που εισηγήθηκε τον σχετικό νόμο στη βουλή. Η αργία της Κυριακής καθιερωνόταν με διαφορετικούς όρους σε κάθε επάγγελμα, και καταρχάς σε τρεις μόνο πόλεις (Αθήνα, Πειραιά και Βόλο): μπορούσε να επεκτείνεται σε άλλους δήμους εφόσον το ζητούσαν τα κατά τόπους δημοτικά συμβούλια, και στα επόμενα χρόνια δημοσιεύεται ένας μεγάλος αριθμός διαταγμάτων που αφορούν την ισχύ ή την κατάργηση της αργίας σε διάφορες πόλεις και χωριά, συχνά με το ίδιο δημοτικό συμβούλιο να αλλάζει την απόφασή του σε μικρό χρονικό διάστημα.
Πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η κυριακάτικη αργία, στον βαθμό που αποσκοπούσε ως μέτρο στη μείωση του χρόνου εργασίας των μισθωτών, θα μπορούσε να έχει τη μορφή του «εβδομαδιαίου ρεπό» που καθιερώθηκε εκείνα τα χρόνια στα καταστήματα της «κοσμικής» Γαλλίας, χωρίς δηλαδή να προσδιορίζεται μια θρησκευτικά φορτισμένη κοινή μέρα ρεπό για τους υπαλλήλους και κλεισίματος των μαγαζιών. Στη Γαλλία όμως είχε μόλις προηγηθεί μια σφοδρή σύγκρουση με επίδικο την εκκοσμίκευση του κράτους, ενώ στην Ελλάδα και σοβαρό αντικληρικαλιστικό ρεύμα δεν υπήρχε και οι συμμαχίες με την εκκλησία και θρησκευόμενους συντηρητικούς κύκλους παρουσιάζονταν ως αναγκαίες καθώς πρόσφεραν μια σημαντική νομιμοποιητική βάση για το αίτημα.
Άλλωστε ήταν φανερό ότι η επιτήρηση της εφαρμογής των νόμων που περιόριζαν τον εργάσιμο χρόνο ήταν ευκολότερη όταν αυτοί ίσχυαν για όλα τα καταστήματα συγχρόνως: ενώ η παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας από τους εργοδότες αποτελούσε τον κανόνα κατά τον μεσοπόλεμο, οι νόμοι για το ωράριο των καταστημάτων και την αργία της Κυριακής ήταν αυτοί που παραβιάζονταν λιγότερο σύμφωνα με τις εκθέσεις των επιθεωρητών εργασίας –οι οποίοι πρότειναν την επέκταση του πρότυπου του ταυτόχρονου και υποχρεωτικού κλεισίματος των καταστημάτων και σε άλλες περιπτώσεις. Ζητούμενη, επιπλέον, ήταν η μείωση του χρόνου εργασίας όχι μόνο των εργατών αλλά και των επαγγελματιών: δεν θα ήταν λίγοι οι μικροαστοί που επιθυμούσαν να μην αναγκάζονται για λόγους ανταγωνιστικότητας να εργάζονται Κυριακές, κι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με το κλείσιμο των καταστημάτων.
Κυρίαρχη στάση της εργοδοσίας, πάντως, μεγάλης και μικρής, φαίνεται ότι ήταν η αντίθεση σε οποιαδήποτε κρατική πρωτοβουλία περιόριζε τα διευθυντικά της δικαιώματα. Η στάση αυτή είναι εμφανής όσον αφορά το σύνολο της εργατικής νομοθεσίας της δεκαετίας του 1910, ενώ ειδικά όσον αφορά το νόμο για την κυριακάτικη αργία αφενός διαβάζουμε αμέσως μετά την ψήφισή του ότι «οι προϊστάμενοι γενικώς δυσφορούν» μ’ αυτόν, αφετέρου τους επόμενους τρεις μήνες τροποποιήθηκε δύο φορές εξαιτίας των διαμαχών που ξέσπασαν ως προς τους ακριβείς όρους εφαρμογής της αργίας, της επέκτασης ή της ακύρωσής της σε κάθε επάγγελμα (πχ φαρμακεία, οινοπαντοπωλεία, κουρεία, κρεοπωλεία, εστιατόρια). Οι διαμάχες αυτές επανέκαμπταν τακτικά σε διάφορα επαγγέλματα (πχ ένας από τους όρους των εργοδοτών στα βυρσοδεψεία για να σταματήσουν το λοκ-άουτ που επέβαλαν τον Δεκέμβριο ήταν η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας), και εκτιμάμε ότι συνέβαλαν καθοριστικά στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αθήνας τον Μάρτιο του 1910.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, η στάση των εργοδοτών δεν ήταν ενιαία αλλά διαφοροποιούνταν ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική τους επιφάνεια. Αντίθετα όμως με ό,τι συμβαίνει σήμερα, δεν ήταν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις αυτές που αντιδρούσαν στην κυριακάτικη αργία αλλά οι μικρότερες. Συναντάμε μάλιστα περιπτώσεις μεγάλων επιχειρηματιών που συμμάχησαν ανοιχτά με το εργατικό κίνημα για την προώθησή της, όπως ο πρόεδρος της συντεχνίας αρτοποιών Φ. Ηλιόπουλος που το 1905 είχε παροτρύνει τους αρτεργάτες να ιδρύσουν σωματείο για να διεκδικήσουν τη νομοθέτηση της αργίας της Κυριακής.
Στα παντοπωλεία της Αθήνας, διαβάζουμε το 1910, ενάντια στην κυριακάτικη αργία στρέφονταν κυρίως οι «μπακάληδες των μικροσυνοικιών». Στα μπακάλικα ήταν ιδιαίτερα εμφανές ένα μοντέλο με λίγο πολύ γενική ισχύ: οι ανεξάρτητοι παραγωγοί επιβίωναν ως τέτοιοι υποβαλλόμενοι (και υποβάλλοντάς τους υπάλληλούς τους) σε υπερεργασία . στο εμπόριο με το να μένουν τα συνοικιακά και τα μικρά μπακάλικα περισσότερες ώρες ανοιχτά, αποκτώντας έτσι ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, την προσφορά της αναγκαίας υπηρεσίας ή αγαθού κοντά στην κατοικία του πελάτη σε ώρες και μέρες που οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές τους ήταν κλειστοί.
Τα κουρεία αποτελούσαν έναν άλλο κλάδο στον οποίο ένα πλήθος μικρών μαγαζιών επιβίωνε χάρη στο παρατεταμένο ωράριο λειτουργίας τους, ιδίως το Σαββατοκύριακο που ξυριζόταν η λαϊκή πελατεία τους. Το χαρακτηριστικό αυτό επικαλούνταν οι καταστηματάρχες κουρείς «δευτέρας και τρίτης τάξεως», όπως αυτοαποκαλούνταν, που «διατηρούνται εκ [πελατείας] των εργατικών τάξεων» και περίμεναν το Σαββατοκύριακο για να δουλέψουν, σε αντίθεση με τα κουρεία της Σταδίου των οποίων η «εκλεκτή πελατεία» δεν περίμενε την Κυριακή για να ξυριστεί: ζήτησαν και πέτυχαν να δουλεύουν τα κουρεία το πρωί της Κυριακής, παρότι οι υπάλληλοι και κάποιοι καταστηματάρχες κινητοποιήθηκαν για να το αποτρέψουν.
Ο σχηματισμός τέτοιων στρατοπέδων δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα. Στην Αγγλία και τον Καναδά στα τέλη του 19ου αιώνα πολλοί από τους μεγαλύτερους καταστηματάρχες υποστήριξαν ενεργητικά νόμους περιορισμού των ωρών εργασίας των μαγαζιών, ενάντια στις αντιδράσεις των μικρών καταστηματαρχών, δίχως να διστάσουν να συμπορευτούν (ή και να συμμαχήσουν) με το εργατικό κίνημα. Στη Γαλλία τη δεκαετία του 1930 για την επιβολή ενιαίου ωραρίου στα κουρεία συμμάχησαν το εργατικό σωματείο με τους ιδιοκτήτες των μικρομεσαίων κουρείων, σε σύγκρουση με τους ιδιοκτήτες τόσο των μικροσκοπικών όσο και των μεγάλων κομμωτηρίων.
Πώς να ερμηνεύσουμε την ανοίκεια αυτή εικόνα, τη στιγμή που βλέπουμε σήμερα τους κολοσσούς του εμπορίου να επιδιώκουν την κατάργηση των περιορισμών στο ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων και τους μικρομαγαζάτορες να συμμαχούν με το εργατικό κίνημα στην υπεράσπισή τους; Είναι πολλά αυτά που έχουν αλλάξει στο λιανικό εμπόριο από εκείνη την εποχή, και πρώτα πρώτα τα επίπεδα συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου: στην Ελλάδα του 1909 δεν υπήρχαν εμπορικά κέντρα, πολυκαταστήματα και μεγάλες αλυσίδες, ούτε καν σουπερμάρκετ, και οι δυνατότητες ελέγχου της αγοράς από τα μεγάλα καταστήματα ήταν μικρότερες.
Η αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων, η ευκολία μετακίνησης στην πόλη σήμερα και η μείωση της σημασίας της γειτονιάς για την κοινωνική ζωή με την ανάπτυξη υπερτοπικών πόλων κατανάλωσης και διασκέδασης κατέρριψαν μεγάλο μέρος των «τοπικών» φραγμών στην προέλαση των μεγάλων επιχειρήσεων σε πολλούς κλάδους. Για άλλους κλάδους σημαντικότερη υπήρξε η κανονικοποίηση των εισοδημάτων των λαϊκών τάξεων (πχ με την κυριαρχία της μορφής του μισθού έναντι του μεροκάματου), η οποία οδήγησε σε παρακμή τον μηχανισμό του βερεσέ που παλιότερα έθετε όρια στις προόδους που μπορούσαν να κάνουν οι μεγάλες μονάδες στο λιανικό εμπόριο των «βασικών ειδών»: η αγορά με πίστωση, η οποία «έδενε» τον πελάτη σε συγκεκριμένα καταστήματα, μπορούσε να λειτουργήσει μόνο στα πλαίσια των σχέσεων αλληλογνωριμίας που επίκεντρο είχαν το μικρό συνοικιακό μαγαζί, ενισχύοντας έτσι τα χωρικά πλεονεκτήματα που οδηγούν σε «τοπικά μονοπώλια» στην πόλη.
Με λίγα λόγια, το 1909 οι μεγάλες επιχειρήσεις ήταν πολύ λιγότερο πιθανό να ωφεληθούν δυσανάλογα από τη λειτουργία των καταστημάτων την Κυριακή, κάτι που μπορούν σαφώς να προσδοκούν σήμερα. Τέλος, η πενιχρότητα των υποδομών, η πολύ περιορισμένη ακόμα χρήση του ηλεκτρικού ρεύματος και η ανυπαρξία υποχρέωσης υπερωριακής αμοιβής των υπαλλήλων σήμαινε ότι ήταν μικρή η αύξηση στα λειτουργικά έξοδα που συνεπαγόταν η λειτουργία την Κυριακή και οι μικρές μονάδες δεν δυσκολεύονταν να αντεπεξέλθουν σ’ αυτά.
Μπορεί να υποθέσει κανείς βέβαια ότι, χάρη και στην επανεμφάνιση του βερεσέ, από την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας θα ευνοηθούν (στους κλάδους των «βασικών αγαθών») μικροσκοπικά μαγαζιά που βασίζονται στην υπερεργασία του ιδιοκτήτη τους και της οικογένειάς του. Συνολικά, πάντως, οι φόβοι που εκφράζονται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των επαγγελματιών και των εμπόρων για επιτάχυνση του ρυθμού χρεοκοπιών των μικρών επιχειρήσεων και ενίσχυση του μεριδίου των μεγάλων στην αγορά φαίνονται απολύτως βάσιμοι.
Νίκος Ποταμιάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου