Antoine de Saint-Exupéry 29 Ιουνίου 1900 - 31 Ιουλίου 1944
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι αδελφοί Ράιτ πραγματοποιούν την πρώτη πτήση στους ουρανούς. Την ίδια εποχή γεννιέται ένα παιδί στη Λυών της Γαλλίας που έμελε να μαγευτεί από τα αεροπλάνα απογειώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους με τα ταξίδια της αναζήτησης του «μικρού πρίγκιπα»...
Εκείνος ζει από τότε στον πλανήτη της παιδικής του ηλικίας, στη πιο όμορφη χώρα του κόσμου. Εκεί που οι μεγάλοι δύσκολα φτάνουν, μα κι όταν φτάνουν χρειάζεται να κοπιάσουν, για να καταφέρουν να δουν τα μικρά και μεγάλα μυστικά που κρύβει αυτός ο υπέροχος κόσμος.
Από μικρός αγαπούσε πολύ τα παραμύθια. Το 1904 σε ηλικία 4 μόλις ετών έχασε τον πατέρα του. Η μητέρα του, τα τέσσερα αδέρφια του, τα λουλούδια στις αυλές, ο ουρανός και τ’ άστρα, το φεγγάρι, τα πουλιά, οι γρύλλοι που πάλευε να εκγυμνάσει, έγιναν μια μεγάλη οικογένεια που τον τύλιγε κάθε νύχτα με σεντόνι το φεγγάρι κι όνειρα, για ταξίδια μακρινά σε κόσμους που ακόμα και σήμερα δεν έχουν αποκαλυφθεί.
Ήθελε να πετάξει. Και βρήκε τον τρόπο! Το αγόρι, που πετούσε καθημερινά με τις λέξεις και τους στίχους στον ουρανό της φαντασίας, έντυσε το ποδήλατό του με μεγάλα πανιά κι έφτασε τόσο μακριά που δεν πρόφτασε κι ο ίδιος να μας πει. Το ταξίδι της αναζήτησης, το ταξίδι του μικρού πρίγκιπα, ξεκίνησε την μέρα που το ποδήλατο του Αντουάν φόρτωσε τα πανιά του με άνεμο κι υψώθηκε προς τα σύννεφα. Κι ύστερα ήρθε εκείνος ο Ναζί που πετούσε τυχαία στα ίδια μέρη. Και πυροβόλησε. Γιατί ο Ναζί δεν «πετάει στα σύννεφα». Σκοτώνει τα σύννεφα κι ό,τι ακόμα ζει κοντά τους.
Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να τυλίξουν τα δίχτυα ενός ψαρά τα σίδερα του αεροπλάνου που πήρε μαζί του τον Αντουάν στη Μεσόγειο. Ο αριθμός του δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες. Πέρασαν ακόμη περισσότερα χρόνια για να μιλήσει ο Ναζί, που μετάνιωσε λέει, γιατί δεν ήξερε ότι ήταν ο συγγραφέας του «μικρού πρίγκιπα» μέσα στο αεροπλάνο που είχε καταρρίψει. Τον είχε διαβάσει λέει κι εκείνος. Ανάθεμα όμως αν μίλησε ποτέ μαζί του. Ανάθεμα αν κατάλαβε ποτέ τι έκανε, κι αυτός και τόσοι άλλοι ακόμα σε εκείνο το μακελειό, στο ανθρωποσφαγείο που προκάλεσαν οι Ναζί στο Β’ Παγκόσμιο.
Εκεί ψηλά, στον ουρανό, σε ένα απίστευτο ύψος, έπιασε την πένα του για πρώτη φορά ο Αντουάν κι αποφάσισε να μας μιλήσει. «Ήμουν φτιαγμένος για να γίνω κηπουρός» έγραφε και μετά «Ζω, σημαίνει γεννιέμαι αργά».
Το 1912 σε ηλικία 12 χρονών πέταξε ψηλά με αεροπλάνο για πρώτη φορά. Το ποδήλατο άλλαξε μορφή. Τα πανιά που το σήκωναν στους ουρανούς με την βοήθεια του ανέμου αντικαταστάθηκαν με έλικες και μια θορυβώδη μηχανή που μπορούσε να σε κάνει να πλησιάσεις τα αστέρια. Τώρα πλέον όλα ήταν δυνατά.
Στα δεκαεφτά του έχασε τον καλύτερο του φίλο. Ο «μηχανικός» του, ο Φρανσουά, ο μικρότερος αδερφός του Αντουάν, έφυγε για ένα μεγάλο ταξίδι. Το ταξίδι όπου το σώμα δεν επιστρέφει ποτέ.
Ο Αντουάν κατατάχθηκε στο στρατό. Όχι για να πολεμήσει. Ούτε γιατί του άρεσε η «τάξις και η ασφάλεια». «Η τάξη» έγραφε, «είναι σταμάτημα της ζωής». Δεν ζητούσε την αναγνώριση μέσα από τα υφάσματα της στολής κι απ’ τα καρφιτσωμένα παράσημα ανδρείας. Όλα αυτά δεν είχαν καμία μα καμία σημασία για τον Αντουάν. Αντίθετα μισούσε τη στρατιωτική θητεία.
«Παρακαλώ πολύ να μη χρησιμοποιείτε τον τίτλο κόμης στα γράμματα που μου στέλνετε» έγραφε στη αγαπημένη του μητέρα. Η οικογένεια του είχε αριστοκρατική «ρίζα» αλλά δεν ήταν αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «ευκατάστατη».
Ένα χρόνο έπειτα από το χαμό του Φρανσουά αρραβωνιάστηκε μια οικογενειακή φίλη, η οποία τον εγκατέλειψε μερικά χρόνια αργότερα. Στα εικοσιένα του πέφτει με το αεροπλάνο του, σε ένα τρομερό ατύχημα στο Λε Μπουρζέ, όπου τραυματίζεται βαριά αλλά σαν από θαύμα ξεφεύγει απ’ το θάνατο. Αφού ολοκλήρωσε τη θητεία του με το βαθμού του ανθυποσμηναγού, παίρνοντας παράλληλα το πτυχίο του πιλότου μαχητικών, άλλαξε διάφορα επαγγέλματα. Εμπορικός αντιπρόσωπος, υπάλληλος σε αεροπορική εταιρεία και υπεύθυνος αργότερα στην αεροπορική ταχυδρομική γραμμή στο Μπουένος Άιρες.
Αυτή, η τελευταία, ήταν μια δουλειά που τον είχε ενθουσιάσει. Ταυτόχρονα γράφει τα βιβλία «Ο Πιλότος», «Ο Ταχυδρόμος του Νότου» και την «Νυχτερινή πτήση» που αποσπά λογοτεχνικό βραβείο.
Στα 1930 αναζητά έναν φίλο του που είχε χαθεί στις Άνδεις. Το αεροπλάνο του Γκιγιωμέ είχε γίνει συντρίμμια στα βουνά κι ο Αντουάν προσέτρεξε σε βοήθεια, αναζητώντας τον φίλο. Μαχητής κι εκείνος! Παρά την καταστροφή δεν το έβαλε κάτω. Ο Γκιγιωμέ πίστεψε πως θα πεθάνει αλλά ήθελε να ζήσει τόσο ώστε να πεθάνει όπως ήθελε ο ίδιος. Έτσι κατάφερε, αφού περιπλανήθηκε για μέρες σαν αγρίμι στις Άνδεις, να κατέβει προς τις πεδιάδες ελπίζοντας να φτάσει κάπου όπου θα μπορούσε να βρεθεί το πτώμα του, για να μπορέσει η σύζυγος του να εισπράξει την αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας από το ατύχημα που του είχε συμβεί. Να μη θεωρηθεί δηλαδή αγνοούμενος.
Την ίδια εποχή γνώρισε την Κονσουέλο με την οποία και παντρεύτηκε.
Επιδιώκοντας να σπάσει ένα ρεκόρ δοκίμασε να πετάξει από το Παρίσι στη Σαϊγκόν, όμως το ταξίδι δεν είχε την κατάληξη που θα περίμενε. Είχε μια διαφορετική πλοκή την οποία και θα αναγνωρίσετε, πιστεύω! Το καραβάνι που έσωσε τον Αντουάν στην έρημο της Λιβύης είχε γλιτώσει απ’ τον θάνατο έναν άνθρωπο, γεννώντας την ίδια στιγμή έναν ακόμη. Μικρό αλλά γνωστό μας πλέον. Ο μικρός πρίγκιπας είχε ήδη προσγειωθεί κι ας μην είχε γραφτεί ούτε μισή λέξη ακόμα για τις περιπέτειές του. Αυτές… τις ζούσε ήδη ο Αντουάν.
Τα οικονομικά του δεν ήταν καθόλου καλά και δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο με το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που συγκλόνισε και τότε τον κόσμο. Η επιτυχία της «Νυχτερινής πτήσης» όμως και ιδίως η μεταφορά της στον κινηματογράφο με έναν πιο… εμπορικό τίτλο, που της έδωσαν οι χολιγουντιανοί, με πρωταγωνιστή τον Κλαρκ Γκαίημπλ καθώς και η μεταφορά στην μεγάλη οθόνη δύο ακόμα κειμένων του Αντουάν, την «Αν-Μαρί» και το «Σαββατοκύριακο στο Αλγέρι» βελτιώνουν αισθητά την οικονομική του κατάσταση.
Τα σύννεφα περιμένουν κι εκείνος δεν έχει παρά να ανταποκριθεί στο κάλεσμα τους. Παρά το γεγονός πως τα χρόνια περνούν και ειδικά τα χρόνια για έναν αεροπόρο-εκείνη την περίοδο μάλιστα-που έτσι κι αλλιώς περιορίζονται από τα προβλήματα και την καταπόνηση που γεννά στον ανθρώπινο οργανισμό η πτήση, ο Αντουάν μοιάζει να αψηφά τον κίνδυνο. Έτσι, αναλαμβάνει πολεμικός ανταποκριτής γαλλικών εφημερίδων στον Ισπανικό εμφύλιο όπου και παίρνει ανοιχτά θέση υπέρ των δυνάμεων της δημοκρατίας κι εναντίον του δικτάτορα Φράνκο.
Ένα νέο ατύχημα τον συναντά στην πτήση Νέα Υόρκη-Γη του πυρός, απ’ όπου βγαίνει ζωντανός αλλά βαριά τραυματισμένος. Τα βιβλία του όπως «η γη των ανθρώπων» αγκαλιάζονται από τους φίλους της λογοτεχνίας κι ο Αντουάν ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει το Ναζισμό που έρχεται με ορμή να σκεπάσει ολόκληρο τον κόσμο με αίμα. Θέλει να καταταγεί. Να πολεμήσει κι αυτός το τέρας, όμως οι ιθύνοντες τον τοποθετούν σε μονάδα αναγνωρίσεως κάτι που δεν μπορεί να δεχτεί.
Ζητά επίμονα να μετατεθεί σε μάχιμη μονάδα κι έπειτα από μεγάλη πίεση το καταφέρνει. Φίλοι του που φοβούνταν για την εύθραυστη υγεία του προσπαθούν να τον μεταπείσουν. Του προτείνουν άλλες θέσεις σε γραφεία μα ο Αντουάν τούς απαντά: «Δεν σκοπεύω να γίνω ένας από αυτούς τους χαρτογιακάδες που μένουν στις αποθήκες για να φαγωθούν μετά τον πόλεμο σαν βάζα μαρμελάδας αραδιασμένα στα ράφια».
Τα γεγονότα παίρνουν την γνωστή, άσχημη, τροπή. Η γραμμή Μαζινό δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη ναζιστική προέλαση. Πολλοί λένε ότι έχει ισχυρή υποστήριξη ο ναζί μέσα στη χώρα, σε πολιτικούς, στρατιωτικούς και οικονομικούς κύκλους οι οποίοι συντελούν στην σχεδόν αμαχητί παράδοση της Γαλλίας. Ο Αντουάν διαπίστωσε σύντομα, πετώντας, πως μια νέα γενιά μαχητικών αεροσκαφών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα στη ναζιστική επίθεση είχαν μείνει καθηλωμένα στο έδαφος, γιατί ποτέ δεν δόθηκε εντολή απογείωσης.
Η κατάρρευση του στρατού, το χάος που ακολούθησε, η σφαγή παιδιών και γυναικών από την ναζιστική αεροπορία, τα ταρατατζούμ και οι παράτες των κατακτητών, ήταν λες και κατέβηκαν ιπτάμενοι βόες στη γη, που κατάπιναν ανθρώπους στο πέρασμά τους.
Ο κόσμος νύχτωνε τώρα κι η αίσθηση της προδοσίας έζωνε την ατμόσφαιρα.
Η κυβέρνηση του Βισύ, η οποία συνθηκολογεί και συνεργάζεται με τους Ναζί μεταθέτει τον Αντουάν στο Μπορντώ, μα εκείνος δεν έχει καμιά διάθεση να μείνει στην υπηρεσία μιας ναζιστικής μαριονέτας. Αρνείται και αμέσως μετά δραπετεύει από τη Γαλλία. Οι συνεργάτες των Χιτλερικών, απαγορεύουν τα βιβλία του. Καταφεύγει στις ΗΠΑ όπου και γράφει το βιβλίο «Πιλότος πολέμου».
Ο φίλος του ο Γκιγιωμέ που βγήκε ζωντανός από το ατύχημα στις Άνδεις χάνει τη ζωή του από ναζιστικό βλήμα. Οι σύμμαχοι αποβιβάζονται στη Β. Αφρική. Ο κόσμος ολόκληρος πλέον είναι τυλιγμένος στη φωτιά του πολέμου. Ο Αντουάν δεν μπορεί να κρατηθεί. Θέλει να πολεμήσει, θέλει να πετάξει ξανά. Τα 44 χρόνια του κάνουν την πτήση πολύ επικίνδυνη υπόθεση.
Με παρέμβαση φίλων του, αξιωματούχων της αμερικανικής κυβέρνησης, θα τον αφήσουν να πετάξει ξανά. Έτσι επιστρέφει στο παλιό του σμήνος, όμως τώρα νέες αντιθέσεις έχουν προκύψει. Ο ανταγωνισμός του Ντε-Γκωλ με άλλες ομάδες συμφερόντων της στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ελίτ της Γαλλίας απαιτεί, από τον διάσημο πλέον συγγραφέα Αντουάν, να ταχθεί με τη μεριά του ενός ή του άλλου.
Εκείνος αρνείται να πάρει οποιαδήποτε τέτοια θέση κι έτσι βρίσκεται εν μέσω πυρών. Οι φιλοναζιστές τον μισούν γιατί τους πολέμησε με την «Αστραπή»- έτσι ονόμαζε ο Αντουάν το αεροπλάνο του- αλλά και κυρίως με τη πέννα του και τον κατηγορούν για πατριώτη. Οι νέοι «πατριώτες» του Ντε Γκώλ, τον απεχθάνονται γιατί έχει το θάρρος της γνώμης του και δεν δέχεται να παίξει στα παιχνίδια εξουσίας, που βρίσκονταν σε εξέλιξη κι επίσης τον κατηγορούν για φιλοναζισμό!!
Το αποτέλεσμα; Ο Ντε Γκώλ απαγορεύει τα βιβλία του Αντουάν στη Γαλλία. Σύννεφα λύπης πυκνώνουν στον ουρανό του Αντουάν. Ο ατρόμητος αεροπόρος που αναζητούσε τα νοήματα των ταξιδιών και τον σκοπό του ουρανού στα κύματα της θάλασσας, έτσι όπως την έβλεπε από ψηλά, χανόταν αρχικά μέσα στις αγκαλιές των συμπολεμιστών του κι αμέσως μετά εισέπραττε την επιφυλακτικότητα και την απομόνωση.
Μοιάζει η Μεσόγειος σαν να τάχθηκε σε έναν ρόλο για τον Αντουάν. Να γίνει η δική του πατρίδα, η πατρίδα της μοναξιάς καθώς ο μικρός πρίγκιπας κουράστηκε και ζήτησε λίγο να ξαποστάσει.
Το αεροπλάνο που κατέρριψε ο Ναζί στις ακτές της Τουλόν, λένε πως ήταν του Αντουάν. Μα κι εγώ κι εσύ και πολλοί ακόμα ξέρουμε πως ο πιλότος της «Αστραπής» ζει για πάντα μέσα σε κάθε τριαντάφυλλο της ψυχής μας. Κι όσο το ποτίζεις ανθίζει. Όσο το εγκαταλείπεις, μαραίνεται.
Ίσως από εκεί, ίσως από τα βάθη της θάλασσας, εκεί που βρέθηκε η «Αστραπή» παρέα με Ποσειδώνια και άνθη του βυθού, μας μιλά ακόμα εκείνη η φωνή. Η φωνή που βγαίνει απ’ τον πλανήτη της παιδικής μας της ψυχής… η φωνή που, πολλές φορές, ξεχνάμε πως υπάρχει…
Χρήστος Τσαντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου