Την εργασιακή και μισθολογική κόλαση στην οποία έχει πεταχτεί η ελληνική εργατική τάξη με αφορμή την κρίση τεκμηριώνουν και τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας τα οποία εμπεριέχονται σε «ενημερωτικό σημείωμα» προς την «Διεθνή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων», η «διαρροή» του οποίου αποτελεί μια προπαγανδιστικού τύπου «απάντηση» της κυβέρνησης στις αξιώσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου...
Πέρα, όμως, από τους κυβερνητικούς επικοινωνιακούς στόχους – αφού, στην πραγματικότητα, ο νέος γύρος επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα που απέμειναν ετοιμάζεται ανεξάρτητα από τους φορείς εκτέλεσής του και βέβαια με συμμετοχή και της κυβέρνησης – τα στοιχεία είναι ενδεικτικά της εξαθλίωσης στην οποία έχει περιέλθει η τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης.
Στο ενημερωτικό σημείωμα, όπως αναφέρουν πληροφορίες του ΑΠΕ, υπογραμμίζεται ότι, «με σκοπό την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας και τη διευκόλυνση της επανένταξης των ανέργων στην αγορά εργασίας, ο ονομαστικός κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% και εισήχθη, το 2012, ακόμα χαμηλότερος μισθός (13% κάτω από το ελάχιστο) για τους νέους κάτω των 25 ετών. Επιπλέον, εισήχθη, το 2013, ένας νέος μηχανισμός καθορισμού του μισθού, που προβλέπει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση αντί των κοινωνικών εταίρων.
Σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογία, τη μείωση των συντάξεων και των προνοιακών επιδομάτων και τις μεταβολές του δείκτη τιμών, η μείωση των μισθών, ιδιαίτερα του κατώτατου μισθού, οδήγησε στην κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας, επισημαίνεται στο σημείωμα που απευθύνεται στη Διεθνή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Συγκεκριμένα, η σωρευτική μείωση του ΑΕΠ ανήλθε στο 25% από το 2008, ενώ οι εργαζόμενοι έχασαν περίπου το 50% της αγοραστικής τους δύναμης, το οποίο οδήγησε σε σημαντική μείωση της εσωτερικής ζήτησης. Επιπλέον, η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί και τα νοικοκυριά που βρίσκονται στο κατώτατο επίπεδο της εισοδηματικής κλίμακας έχουν υποστεί σχετικώς μεγαλύτερες απώλειες στο πλαίσιο της συνολικής μείωσης των εσόδων που καταγράφεται στην οικονομία. Οι μειώσεις του κατώτατου μισθού όχι μόνο απέτυχαν να διευκολύνουν την επανείσοδο των ανέργων στην αγορά εργασίας, αλλά, αντίθετα, οδήγησαν σε μία άνευ προηγουμένου αύξηση των επιπέδων της ανεργίας.
Επίσης, τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας των νέων, καθώς και η απότομη μείωση του κατώτατου μισθού, σε συνδυασμό με την εισαγωγή ενός ακόμα χαμηλότερου μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών, οδήγησε σε σημαντική αύξηση στις μεταναστευτικές ροές των νέων εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια της περιόδου 2008-2013, 427.000 Έλληνες μετανάστευσαν σε αναζήτηση υψηλότερων αποδοχών και καλύτερων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, ενώ οι ετήσιες ροές διπλασιάστηκαν, μετά το 2010. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να κάνει χρήση του ανθρώπινου κεφαλαίου της με υψηλή εξειδίκευση, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας.
Σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ όπου ο κατώτατος μισθός μειώθηκε, κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 11,3% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 8,2% στο Βέλγιο, 7,6% στη Γαλλία, 5,6% στην Ολλανδία και πάνω από 20% σε ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Επίσης, άλλες οικονομίες που επηρεάστηκαν σημαντικά από την παγκόσμια ύφεση, μπόρεσαν να αυξήσουν τον κατώτατο μισθό – στην Πορτογαλία και την Ισπανία αυξήθηκε κατά 2%.»*.
Επιπλέον, «η συνεχής διαδικασία της βαθιάς δημοσιονομικής εξυγίανσης, τα τελευταία χρόνια, η οποία περιλαμβάνει, κυρίως, τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, έχει οδηγήσει στην αποδυνάμωση του ήδη ανεπαρκούς συστήματος κοινωνικής προστασίας για τους ανέργους». «Δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού συστήματος προστασίας για τους ανέργους (μικρή διάρκεια της επιδότησης της ανεργίας, αποκλεισμός των μακροχρόνια ανέργων, μικρό ποσοστό αναπλήρωσης του μισθού), οι εργαζόμενοι που έχουν μείνει εκτός της αγοράς εργασίας, δεν μπορούν να διατηρήσουν ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο» και «ως αποτέλεσμα, αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει κανένα δίκτυο κοινωνικής ασφάλισης που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην περίπτωση που το πλαίσιο για την προστασία έναντι των απολύσεων γίνει πιο ελαστικό».
Συγκεκριμένα, δίνονται τα ακόλουθα στοιχεία: «Όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ σε μία από τις πρόσφατες εκθέσεις του: «Η ευθυγράμμιση της νομοθεσίας για τις ομαδικές απολύεις προς τα λιγότερο περιοριστικά πρότυπα, παρόμοια με αυτά της Φινλανδίας σήμερα, θα ενισχύσει το ΑΕΠ κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες, κατά τα επόμενα δέκα έτη. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ αναφορικά με τους πρόσθετους περιορισμούς για τις ομαδικές απολύσεις, αν επικεντρωθούμε στις χώρες της ΕΕ, βλέπουμε ότι μεταξύ των 22 χωρών της ΕΕ, το 2013, η Ελλάδα κατατάσσεται 13η, μαζί με την Αυστρία (σημ. υψηλότερη θέση σε αυτόν το δείκτη σημαίνει πιο «περιοριστικοί κανονισμοί»). Αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα ακολουθεί τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν βλέπουμε κανένα όφελος στην αλλαγή του πλαισίου των ομαδικών απολύσεων.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι ο μηχανισμός δεν είναι ευέλικτος, ότι εξαρτάται αποκλειστικά από την έγκριση της (Δημόσιας) Διοίκησης και καθιστά δυνατές τις ομαδικές απολύσεις, τονίζεται στο ίδιο έγγραφο.
Σύμφωνα με την naftemporiki.gr, από το σημείωμα προκύπτει ότι «126.956 εργαζόμενοι αμείβονται με μικτό μηνιαίο μισθό έως 100 ευρώ. Συνολικά 343.760 εργαζόμενοι αμείβονται με μηνιαίους μισθούς από 100 έως και 400 ευρώ μικτά. Ουσιαστικά πρόκειται για εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασία 2, 3 ημερών την εβδομάδα ή ακόμη και μερικών ωρών την εβδομάδα. Αξίζει να επισημάνουμε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΚΑ, ο μέσος μισθός για μερική απασχόληση κυμαίνεται από 400 ευρώ μικτά έως και 420 ευρώ μικτά το μήνα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι στην Ελλάδα ο αριθμός των νεόπτωχων εργαζομένων που αμείβεται με μισθούς έως και 510 ευρώ μικτά ανέρχεται συνολικά σε 432.033 άτομα».
Επίσης, «από τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ του υπουργείου Εργασίας προκύπτει ότι στο διάστημα από 1/7/2013 έως και τον Ιούνιο του 2016 είχαμε 152.636 μετατροπές συμβάσεων από πλήρους απασχόλησης σε μερικής απασχόλησης ή εκ περιτροπής εργασίας.
»Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι από το 2013 και μετά έχουμε κάθε χρόνο σταθερή αύξηση των μετατροπών συμβάσεων εργασίας από πλήρους απασχόλησης σε μερικής είτε με τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων είτε με μονομερή απόφαση του εργοδότη.
»Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι μορφές ελαστικής απασχόλησης, ενώ το 2004 κάλυπταν στην Ελλάδα μόνο το 4,5% του συνόλου των εργαζομένων, μέσα σε διάστημα 10 ετών παρουσίασαν αύξηση σχεδόν 100% φτάνοντας το 2014 στο 9,3%.
Από τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας προκύπτει ότι οι κλαδικές συμβάσεις εργασίας αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση, ενώ, αντίθετα, τα τρία τελευταία χρόνια κυριαρχούν οι επιχειρησιακές συμβάσεις, καθώς και οι συμβάσεις που υπογράφουν οι «ενώσεις προσώπων».
Έτσι, προκύπτει ότι τα τρία τελευταία χρόνια οι επιχειρησιακές συμβάσεις που υπέγραψαν τα συνδικάτα ανέρχονται συνολικά σε 492, ενώ οι επιχειρησιακές συμβάσεις που υπογράφηκαν από τις «ενώσεις προσώπων» έφθασαν τις 407».
* Μακράν όλα αυτά δεν σημαίνουν εργασιακό «παράδεισο» σε εκείνες τις χώρες. Η κυβέρνηση αποφεύγει συνειδητά την άθλια πραγματικότητα των μισθών στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και το γεγονός ότι οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις (και) στις εργασιακές σχέσεις έχουν εφαρμοσθεί πολλά χρόνια πριν στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου