Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Το διήγημα της Κυριακής: Ο τελευταίος ταμπάκος

Σαββατόβραδο στα Γιάννενα της δεκαετίας του '50. Μια συντροφιά μεσόκοπων βιοπαλαιστών έχει μαζευτεί στο χάνι του Γκουγιάννου, κατά το μόνιμο συνήθειό της εδώ και χρόνια. Απρόσμενα απών ο Χαρίσης ο ταμπάκος, ο τελευταίος απ' τους ταμπάκηδες, γεροντοπαλίκαρο και μερακλής, σφόδρα αγαπητός και σχεδόν μυθικός. Το ποιόν και το ήθος του ανθρώπου ζωντανεύουν μες απ' τις κουβέντες και τις περιγραφές των φίλων του.
 Διήγημα του Χριστόφορου Μηλιώνη...

Ο παπουτσής ο Μέρμηγκας πήρε με τη σειρά τα χάνια στο Κριθαροπάζαρο. Έριξε μια ματιά απ’ την τζαμαρία στο Γυαλί-Καφενέ -τι γυρεύει εδώ ο Χαρίσης, τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Έφτασε ως το χάνι το Κόρακα, ρώτησε κι εκεί:
«Μη φάνηκε ο Χαρίσης ο ταμπάκος;»
«Δεν τον είδαμαν» του λένε...
Ξαναγύρισε στο Κριθαροπάζαρο. Κοίταξε ακόμα μια φορά στο χάνι του Ζώη, ξαναρώτησε μην πέρασε εντωμεταξύ, «δε φάνηκε», του λένε, και κατηφόρισε στη λίμνη. Νύχτωσε για τα καλά, ανάψανε απ’ ώρα τα ηλεκτρικά. Έχει και μια υγρασία, του κερατά. Φυσάει νοτιάς, που περονιάζει τα κόκαλα. Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη. Την ακούει που βρυχιέται και ξερνάει τα κύματα στο μώλο -πάλι κάποια βρώμα έκανε το μούλικο και δε θα ησυχάσει, ώσπου να το ξεβράσει σε τίποτα καλαμιές. Κοίταξε έναν-έναν τους καφενέδες ανηφορίζοντας στο Κουρμανιό κι έφτασε εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει, στο μαγέρικο του Γκουγιάννου.

«Στεφάνωσα» τους είπε. «Τίποτα δεν έκαμα». Εκείνοι τον κοίταξαν με στόμα ανοιχτό: ο Ζώης ο χανιτζής, ο Καραμπίνας ο κουρέας ή κωλοσούσα, ο Κατσούλης ο αμαξάς, ο Γκριμπογιάννης ο φαναρτζής, ο Σιέμος ο ντουφεξής. Στην πιατέλα απείραχτος ο μεζές κόντευε να κρυώσει. Και τα ποτήρια γιομάτα.
«Τι με τηράτε;» τους λέει, «σαν χάχηδες. Δεν τον ήβρα πουθενά». Κι ο Γκουγιάννος, κοιλαράς και λιγδιασμένος, με την ξύλινη κουτάλα μετέωρη πίσω απ’ τον πάγκο του:
«Εμένα δε μου φαίνεται για καλό» είπε. Μα οι άλλοι τον αποπήραν:
«Άε γκρεμίσου παλιοκιαρατά» του λένε. «Κάπου έντεσε ο άνθρωπος. Αρχέψτε κι όπου να ‘ναι θα ‘ρθει, τι θα κάνει». Κάρφωσαν τα πιρούνια στα συκωτάκια, βούτηξαν με τα δάχτυλα το ψωμί στο λάδι, «άντε γεια μας», είπαν, «εβίβα το πρώτο». Μα το κρασί δεν έκανε κάτω.
«Τι διάολο πάθατε;» είπε ο Ζώης. «Με το ζόρι το μισολάενο».
«Αν είχαμε τώρα το Χαρίση, θα ‘ταν αλλιώς».

Κι ύστερα έπεσε μια βουβαμάρα για πολλή ώρα. Μια μούγκα, που γινόταν αβάσταχτη όσο λιγόστευαν οι ελπίδες να φανεί.
«Μας την έσκασε ο παλιοταμπάκος» ξέσπασε επιτέλους ο Κατσούλης. «Αν ήταν αυτός, θα ‘ταν αλλιώς απόψε. Αυτός ήξερε ιστορίες, με σημασία, κι είχε έναν τρόπο να τις λέει. Ήξερε για τους παλιούς Γιαννιώτες, τους σκωταράδες, που δεν κινούσαν το πρωί στη δουλειά, αν δεν περνούσαν πρώτα απ’ το μαγέρικο -συκώτια και μισολάενο αναντάμ παπαντάμ».
«Καλλιώρα σαν κι εμάς».
«Τι σαν κι εμάς; Μια φορά κάθε σαββατόβραδο, το λες σαν κι εμάς εσύ; Εκείνοι ήταν άλλοι άνθρωποι».

Ήξερε για τη Βασιλαρχόντισσα ακόμα, που την είχαν πάρει οι κλέφτες, για να τους στείλει λύτρα ο Βλαχλείδης, κι ύστερα της βγάλανε το τραγούδι:
δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι κι αμαρτία
να μένει η Βάσιω στα βουνά, σε κλέφτικα λημέρια.

«Ντε, μωρέ Σιέμο, κάνε την αρχή».
«Δε βγαίνει» είπε ο Σιέμος. Σώπασαν.

Παλιοτικός άνθρωπος. Τα ‘χε ζήσει αυτά και τα ‘λεγε. Ήξερε τους παλιούς, τους Μολυβάδες, τον Σαμπεθάη τον Καμπιλή, που πήρε στο λαιμό του τους Εβραίους. Τότε με τους Γερμανούς. «Άντε να φύγουμε», του λέγανε, «να βγούμε στα Ζαγόρια, να τραβήξουμε απογάλια και τον κόσμο μας». Εκείνος το χαβά του, με το νόμο και τα γρόσια, να ταΐσει τον ένα, να μπουκώσει τον άλλο. Δεν τους έβγαζε στα βουνά, που έβραζε τ’ αντάρτικο.
«Εγώ τον θυμάμαι τον Καμπιλή» είπε ο Κατσούλης. «Και τη Μαργαρίτα του Μολυβάδα τη θυμούμαι. Την έπαιρνα με το παετόνι. Ύστερα την εκτελέσανε οι Γερμανοί. Μα ο Χαρίσης τα ‘λεγε αλλιώς. Είχε τον τρόπο του».
«Και στα πολιτικά, μπασμένος. Ιδεολόγος»
«Σαν κι εμάς».
«Τι σαν κι εμάς; Ποιος από μας βγήκε στο βουνό, σαν τον Χαρίση; Εμείς -κάνα μπερντάχι στο τμήμα μοναχά. Σαν κι εμάς το λες εσύ αυτό;»

Λεβέντης σ’ όλα του. Κι άμα έβλεπε θηλ’κό έστριβε τα μουστάκια του. Έλεγε κι εκείνο για τις εβραιοπούλες- «πως το ‘λεγε, μωρή κωλοσούσα;»
«Μαρή Ρεβέκα! Απόψε που έλειπι ο άντρασι μ’, έρθε ένας κύριος στο σπίτι και μ’ άνοιξε την πόρτα. – Κι εσύ τι έκαμες;- Εγώ τον άφ’κα, να ιδώ τι θα κάμει. Βγάνει το παλτό του και το κρεμάει σαν κύριος στην κρεμάστρα. Τον αφήνω εγώ, να ιδώ τι θα κάμει. Με παίρνει, με πηγαίνει στο κρεβάτι, βγάνει τα ρούχα του, βγάνει και τα δικά μου. Εγώ τον αφήνω, να ιδώ τι θα κάμει. Ξαπλώνει απάνω μου και μου βάνει κάτι ανάμεσα στα σκέλια. – Τι κάνεις αυτού; του λέω…». Ο λόγος του κουρέα έμεινε μετέωρος, κανένας δε γέλασε. Σώπασαν με βλέφαρα κατεβασμένα, βαριά από το κρασί. Ο καημένος ο Χαρίσης, πώς τα ‘λεγε και γελούσε ο πρόσωπός του! Άνθρωπος μερακλής, γεροντοπαλίκαρο. Το θηλυκό δεν το χε μπουχτίσει.

Τ’ Αϊ-Γιαννιού γύριζε το βράδυ όλες τις γειτονιές, από φωτιά σε φωτιά. Τον τραβολογούσαν οι γυναίκες να τους πει τραγούδια -«τις τρανές, μπρε μπρε μπρε, τις τρανές αποκριές». Κι εκείνο τ’ άλλο, που το παράσταινε κιόλας:
Πώς το τρίβουν το πιπέρι
Του διαόλ’ οι καλοέροι

– άεντε, Χαρίση, να μας δείξεις πώς το τρίβουν το πιπέρι. Χαλασιά σου.
«Χαλασιά σου, Χαρίση» είπαν κι έφεραν τα ποτήρια στα χείλη τους.

Μα πιο καλά τα ‘λεγε για τους ταμπάκηδες. Πώς αργάζονταν τα τομάρια στη λίμνη, πίσω απ’ τα ξυλάδικα, χωμένοι ως το γόνατο στα βρωμονέρια, μες στην μπόχα. Με το βρακί ξεκούμπωτο, να παίρνουν αγέρα τ’ αχαμνά τους. Κι όλο αφυσικιές έλεγαν. Είχαν δικά τους χούγια αυτοί, δικά τους ζακόνια. Αλλά στο σπίτι νοικοκύρηδες. Και στην αγορά με υπόληψη. Εκείνος ο Σιούλας, αρχοντάνθρωπος. Πάνε όλοι τους, τους έφαγαν τα εμπόρια, όλο ψεύτικο πράμα. Ψεύτισε ο κόσμος. Μονάχα ο Χαρίσης τώρα, ο τελευταίος ταμπάκος… Κόπηκε πάλι η κουβέντα στη μέση. Σώπασαν, κοιτάχτηκαν με μάτια θολά. Σκοτεινιασμένοι.
«Άεντε, εβίβα! Πανάθεμά σε, Γκουγιάννο κιαρατά. Λειψό το φέρνεις». Κι ο Γκριμπογιάννης άπλωσε τη χωματένια κανάτα στον πάγκο του μάγερα. Κι εκείνος,
«Δεν πάτε, λέω γω, να ιδείτε τι γένεται ο άνθρωπος;» τους λέει. Και τότε σαν να τους έζωσαν τα μαύρα φίδια, σηκώθηκαν, ένας ένας ξεπόρτισαν. Κατηφόρισαν κατά τη λίμνη, στα παλιά ταμπάκικα, ένας πίσω τον άλλο, με σκυφτό κεφάλι, βαρύ απ’ το κρασί, γερασμένοι, με τα φαρδιά παντελόνια τους, τα μπαλωμένα -εκτός απ’ τον κουρέα τον Καραμπίνα, που πήγαινε μπροστά σεινάμενος κουνάμενος, βεργολυγώντας, κι ούτε νοτιάς τον έπιανε ούτε υγρασία. Όλα τα σοκάκια τα ‘ξερε κι όλες τις πόρτες τις κρυφές, η κωλοσούσα. «Πέρα απ’ τα ξυλάδικα έχει το σπίτι του, πίσω απ το παλιό το Συναγώι, ξέρω εγώ». Κι όλο γύριζε και τους έκανε κουνήματα να τον ακολουθήσουν, η παλιοκαραμπίνα, η οπιστογεμές – κι αυτοί να μην μπορούν να τον φτάσουν, τους έβγαλε την ψυχή, στους έρημους δρόμους.

Έκοψαν μέσ’ απ’ τα ξυλάδικα, που μύριζαν μουλιασμένο πριονίδι, και χώθηκαν σ’ ένα στενό σοκάκι, λησμονημένο. Ο Καραμπίνας σταμάτησε στο μισάνοιχτο πορτάκι, οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω του. Κανένας δεν τολμούσε. Μόνο κοίταζαν το παλιόσπιτο με τον γκρεμισμένο τσατμά, και πάνω απ’ την πόρτα το χαρβαλωμένο παραθύρι- είχε φως μέσα ή ήταν από το ηλεκτρικό στη γωνία, με το τενεκεδένιο καπέλο, που το ταρακουνούσε ο αγέρας και το ‘κανε να τρίζει λυπητερά; Κανένας δεν τ’ αποφάσιζε να σπρώξει τη θύρα. Κι ο Καραμπίνας, τώρα που τους έδειξε, έκανε πίσω και δε σάλευε.

Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. Ήταν ένα έμπα-σμα θεοσκότεινο, μύριζε μούχλα. Όμως εκεί στην κώχη ξεκινούσε μια σκάλα που πότε πότε φωτιζόταν αχνά από ένα φως που κατέβαινε από ψηλά. Σκουντουφλώντας πήραν να την ανεβαίνουν και σε κάθε πόδι που πατούσε θρηνούσε το ξύλινο σκαλοπάτι, έτσι που ο θρήνος ανέβαινε μαζί τους ως επάνω, στη μικρή κάμαρη, όπου είδαν ένα ντιβάνι καταμεσής, με δυο λαμπάδες, κι ανάμεσα τους ο Χαρίσης αναπαυόταν, με μισό χαμόγελο κάτω από τις άσπρες μουστάκες του. Οι άντρες στριμώχτηκαν στη γωνία. Δυο γριές κάθονταν στα σκαμνιά, με τα χέρια δεμένα στην ποδιά τους. Μονάχα σήκωσαν τα μάτια. Ύστερα από λίγο η μια είπε:
«Φουρτούνα σου, Χαρίση’ έρθαν οι φίλοι σου».
Κι εκείνοι, σαν μόλις να κατάλαβαν, ανέβασαν τα βαριά τους χέρια, έκαναν το σταυρό τους και πάλι απόμειναν ασάλευτοι κι αμήχανοι.
«Τι στέκεστε έτσι;» ξανάπε η γριά. «Τι δεν κάθεστε;»

Κοίταξαν γύρω, όλοι μαζί. Ύστερα στρώθηκαν, δυο στο πάτωμα, δυο στο τζάκι, που ήταν κλεισμένο μπροστά μ’ έναν μπερντέ, ένα παλιό πανί, σκούρο -χρόνια θα ‘χε ν’ ανάψει φωτιά. Ο Σιέμος κι ο Γκριμπογιάννης απόμειναν όρθιοι, με τα σκέλια ανοιχτά, τα χέρια κρεμασμένα.
«Καλά ήρθατε» είπε η δεύτερη γριά. Έκανε νόημα στην άλλη και σηκώθηκε κι εκείνη.
«Καλά ήρθατε εσείς, να πάμε κι εμείς στα σπίτια μας, να κλείσουμε μάτι. Γειτόνισσες είμαστε… Θα μας έρθει και λιγοθυμιά απ’ την κρασίλα, π’ ανάθεμα σας. Πάρτε τα σκαμνιά».
«Κι αύριο μπονώρα εδώ είμαστε».
Κι ενώ η μια κατέβαινε τη σκάλα, η δεύτερη ακολουθούσε, ξεγοφιασμένη, σκαμπανεβάζοντας τα πισινά της μια πάνω μια κάτω, σαν βάρκα δεμένη στο μώλο, και μουρμούριζε:
«Ποιο αύριο; Ούτε τρεις ώρες νύχτα δεν απόμειναν».
Έφυγαν οι γυναίκες, κι εκείνοι, καθισμένοι σταυροπόδι, με τον Χαρίση στη μέση, ξανάσαναν.
«Δεν έπρεπε να μας το κάνεις αυτό, αδερφέ» είπε ο Σιέμος, κι εκείνος χαμογελούσε αχνά και σαν λυπημένα στο λιγοστό φως που ρίχνανε οι λαμπάδες.
«Ν’ ανάβαμε τη λάμπα…».

Ο Μέρμηγκας έπιασε τη μικρή γυάλινη λάμπα, που ήταν κρεμασμένη από ένα καρφί στον τοίχο, δίπλα στο τζάκι. Την κούνησε, είχε λίγο πετρέλαιο. Την άναψε. Ένα ήμερο φως απλώθηκε στους μαυρισμένους τοίχους, στο ντουλάπι με το τζαμωτό, στα σκαμμένα πρόσωπα με τα πρησμένα μάτια, τα βοϊδίσια. Κι η ώρα άρχισε να κυλάει ήσυχα, σπιτικά, κι ο καθένας σκεφτόταν τα δικά του -αν είχε τίποτα να σκεφτεί. Το κρύο έμπαινε απ’ όλες τις χαραμάδες κι ανάγκαζε τους άντρες να σφίγγονται και να τυλίγονται στα φαρδιά τους σακάκια, τα μπαλωμένα, κουκουβισμένοι καθένας στη μεριά του. Κάποια στιγμή ο Καραμπίνας, εκεί που καθόταν στην ποδιά του τζακιού, άπλωσε το χέρι κι ανασήκωσε τον μπερντέ -μια κίνηση αυθόρμητη, να ιδεί αν θα μπορούσαν ν’ ανάψουν κάτι, να ζεσταθούν. Το χέρι του έπιασε μια νταμιτζάνα. Την κούνησε κι ακούστηκε το πάφλασμα της.

«Ο καημένος ο Χαρίσης» είπε, «εδώ το φυλάει το ρακί». Και τα μπιρμπιλωτά του μάτια παίξανε πάνω στο τζαμωτό ντουλάπι. Γλίστρησε ως εκεί με μια κίνηση γατίσια, το άνοιξε κι ανάμεσα σ’ αδειανά μπουκάλια βρήκε τρία ρακοπότηρα.

«Από ένα» είπε. «Για τ’ αντέτι».
Γέμισε πρώτα τα τρία ποτήρια, τα πήραν οι διπλανοί του -«ο θεός να μακαρίσει την ψυχή του» είπαν. Ύστερα, το ίδιο, οι άλλοι τρεις. Το ρακί κατέβηκε ζεστό στην καρδιά τους -«ρακί ματαβγαλμένο, μερακλής άνθρωπος». Φούντωσαν.
«Σήκου, Καραμπίνα» πετάχτηκε ο Μέρμηγκας, «σβήσε εκείνες τις λαμπάδες και δεν τις αντέχω. Μας μπούκωσαν καπνό οι ρουφιάνες». Κι ο Καραμπίνας πάλι γλίστρησε σαν τη γάτα και φύσηξε τις λαμπάδες. Πριν καθίσει στη θέση του, περιμάζεψε κοντά του τα ποτήρια, ύστερα έστριψε εκεί που καθόταν στο τζάκι και ξαναγέμισε -δεύτερη σειρά. Ο Σιέμος τότε άρχεψε σιγανά να μουρμουρίζει ένα θλιβερό σκοπό σαν μοιρολόι.
για σήκου απάνω, Γιάννο μου, και μη βαριοκοιμάσαι
βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι

«Σιέμο!» τον έκοψε ο Γκριμπογιάννης. «Όχι λυπητερά του Χαρίση -στα Γιάννενα στον Κουραμπά, αυτό να πούμε».
Και τότε ξεκίνησαν όλοι μαζί, όπως στου Γκουγιάννου τ’ άλλα σαββατόβραδα:
στα Γιάννενα στον Κουραμπά ειν’ ένα χιλιδόνι

φωνές βραχνές, ασυντόνιστες, σπασμένες απ’ το παράπονο.
«Καραμπίνα» έκοψε πάλι το τραγούδι ο Ζώης, «φέρε μωρή κωλοσούσα την νταμιτζάνα, να μη σε βλέπω να κλωθογυρίζεις όλη την ώρα αυτού στο τζάκι, σαν ο γανωματής στον τέντζερη. Βάλ’ την εδώ στη μέση να γιομίζουμε τα ποτήρια σαν άνθρωποι, να βλέπει κι ο Χαρίσης, να χαίρεται η ψυχή του. Μια Κυριακή…», συνέχισε τα λόγια του με τραγούδι, κι οι άλλοι ακολούθησαν:
μια Κυριακή, μια πίσημην ημέρα
ήρθε μια περιστέρα
να μην την είχα ιδεί…

Είπαν ύστερα δε σ’ άρεγαν τα Γιάννενα, Φέζο ντερβέναγα, είπαν Βασιλική προστάζει, βεζύρη Αλήπασα, είπαν το Σιαμαντάκα, ώσπου βράχνιασαν οι φωνές και δεν έβγαιναν, κι ένας ένας σώπαινε, όχι αμέσως, παρά μόνο έλεγε πρώτα το τραγούδι ως τη μέση, ύστερα ένα στίχο εδώ έναν παρακάτω, ύστερα λέξεις, κατόπι συλλαβές ασύνδετες και τέλος έγερνε στο πάτωμα κι αποκοιμιόταν, και μαζί τους έσβηνε ένας άλλος κόσμος, ώσπου βαθιά ησυχία απλώθηκε στην κάμαρη. Το πετρέλαιο στη λάμπα είχε τελειώσει, ανέβηκε η φλόγα μια δυο φορές ως την κορφή στο λαμπογυάλι, ν’ ανασάνει, και τέλος έσβησε. Και τότες ήσυχα ήσυχα πέρασε μέσα το φως της αυγής και φώτισε το ήμερο πρόσωπο που χαμογελούσε αχνά, κουρασμένο λίγο, μα βαθιά ευχαριστημένο, κάτω από τα πεσμένα άσπρα μουστάκια.

Αυτή ήταν η τελευταία νύχτα του Χαρίση, του τελευταίου ταμπάκου. Όταν καλοξημέρωσε, ήρθαν τέσσερις του δήμου, μαζί κι οι φίλοι του, μαζί κι οι δυο γριές της νύχτας, και τον πήρανε.
Τ» άλλα που είπανε οι εφημερίδες, τάχα πως τον λέγανε αλλιώς και πως τον θάψανε στο πρώτο νεκροταφείο, στην Αθήνα, είναι όλα ψέματα. Αυτά τα γράψανε οι δημοσιογράφοι, οι ανίδεοι.


Αναδημοσίευση από το Ανθολόγιο Ηπειρώτικης Πεζογραφίας «η Πόλις Άδουσα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου