Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Το διήγημα της Κυριακής: Το Μπακακόκ

Το μπακακόκ είναι το "κολλητήρι" κατά το Γιαννιώτικο γλωσσάριο. Δημοσιεύουμε σήμερα το  διήγημα του  Νίκου Χουλιαρά "Μπακακόκ" από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Παύλο Σάγια με λεν. Παύλος το βαφτιστικό μου. Εσύ τώραγια δε μέ ξέρεις, άλλα έγώ από μικρός, τέτοιος ήμουν. Πήγαινε ρώτα άμα θέλεις. Τράβα κάτω στη Σιαράβα και ρώτα, όλοι με ξέρουν. «Ποιον μωρέ, το Βατσίνια;» θα σου πουν. Ας είναι. Έτσι με ξέρουν. Όλος ο κόσμος έτσι με φωνάζει έμενα.

Το πραγματικό μου όμως είναι...
 
Παύλος. Παύλο Σάγια με λεν, για να ξέρεις, κι έμενα πού με βλέπεις, μ’ αρέσει το ωραίο. Πολύ μ’ αρέσει, κι όπου το βρίσκω, πάω. Μέχρι τα μπάνια της Πάργας έχω φτάσει εγώ για το ωραίο, κι έχεις τώρα τους άλλους που σου λεν, να βγει ο Βατσίνιας απ’ το σύλλογο, λεν, γιατί μας βάζει σε κίνδυνο! Τι να πεις!… Δε με θέλουν, λέει, γιατί δεν έχω μέτρο. Δεν είμαι συμμαζεμένος και θα τους βάλω σε μπελάδες. Δε πα να λεν ότι θέλουν!… Αφού τους ξέρω! Δεν ξέρω νομίζεις τι ψοφίμια είναι;… Όλο κάτω απ’ τις καπαρτίνες κρύβονται, κι αυτό που κάνουν, με φόβο το κάνουν και στα μουλωχτά, γιατί αυτοί, βλέπεις, νοιάζονται και για την υπόληψη.

Και που ‘σαι…, γι’ αυτό δε με θέλουν! Δε με χωνεύουν γιατί εμένα δε μου καίγεται καρφί για την υπόληψη. Εγώ δεν έχω πρόσωπο στην κοινωνία, ούτε και καμία δουλεία, για να με κοφτεί. Γι’ αυτό δε με χωνεύουν. Τους κάθομαι εδώγια, στο στομάχι, γιατί εγώ είμαι λεύτερος από τέτοια, και τα καταφέρνω καλύτερα. Είμαι, βλέπεις, και ξεκρέμαστος εγώ. Ντιπ στον αέρα είμαι, και δεν περιμένω από κανέναν τίποτα. Γι’ αυτό, δε με πειράζουν εμένα οι προσβολές. Έχω μεγάλη τρέμουλα εγώ για το ωραίο, και δε με πιάνει τίποτα. Να,… για να σου δώκω να καταλάβεις τι θέλω να πω. Τις προάλλες… Το μήνα που μας πέρασε ήταν. Όχι, θα σ’ το πω για να δεις σε τι γκρεμό κρεμιέμαι άμα λάχει… Να δεις τι πάει να πει μπακακόκ, Όχι αστεία!

Θα ‘ταν οχτώ η ώρα, που λες. Έπαιρνε να νυχτώσει, και λέω. Δε βγαίνω, λέω, να πάω καμιά βόλτα;… Εν τω μεταξύ, ήξερα ότι αυτή την ώρα, τα πόστα θα ‘ταν πιασμένα. Στα αστικά δε θα ‘χε τίποτα. Ότι είχε, θα ‘ταν απάνω στην πλατεία, στη φιλαρμονική που μαζεύει κόσμο, θα ‘χε και κάτι λίγο κάτω στο παζάρι, άλλα εκεί όσο να ‘ναι η κίνηση θα ‘ταν άραιη. Αν τα κατάφερνες να σταμπάρεις κανά καλό πράμα, θα το ‘χανες αμέσως, γιατί δεν είχε και τόσο κόσμο, να πεις, που να στέκεται στην ουρά. Γι’ αυτό και λέω. Ας τους, λέω. Αυτοί θα ‘χουν ξαμοληθεί τώρα. Το κάλο το πράμα, αν έχει, θα το ‘χουν κελάρει. Έτσι κι αλλιώς — στο λέω για να το ξέρεις, δεν έχει σημασία που δε με θέλουν στο σύλλογο — εμείς, μεταξύ μας, χαλάστρες δεν κάνουμε. Ασ’ το, λέω, ας πάω έτσι, για βόλτα.

Βγαίνω, που λες, και τραβάω κατά το μώλο. Κοιτάω από μακριά, ψυχή. Ήταν περασμένος, βλέπεις, ο καιρός, κι ο κόσμος δεν κατέβαινε στο μώλο. Εδώ που τα λέμε, είχε ρίξει και μια βροχή από τα πριν, κι όσο να ‘-ναι ο άλλος το σκέφτονταν. Τέλος πάντων… Κοιτάω, που λες, ψυχή στο μώλο! Δε γαμιέται, λέω, ας πάω έτσι, για βόλτα. Γιατί έμενα, ξέρεις, μ’ αρέσει να περπατάω κιόλας! Να βγαίνω οξω κι ας μην έχει ψωμί. Μ’ αρέσει να την κάνω πότε-πότε αυτή τη βόλτα. Όχι μακριά. Μέχρι τα παλιά τα μπορντέλα, να πούμε. Καμία φορά, άμα είμαι στεναχωρεμένος, φτάνω και μέχρι τα πριονιστήρια. Μέχρι πέρα στα μποστάνια πάω, γιατί εδώ που τα λέμε, κάτι με πιάνει σ’ αυτό το δρόμο. Πιο πολύ αμα σκολναει το καλοκαίρι, με πιάνει αυτό το πράμα. Γιατί, μη νομίζεις, εγώ από μικρός έτσι ήμουν. Στριμένο άντερο. Κι άμα δεν το πιστεύεις, ρώτα να σου πουν πως την έχω κάνει εγώ τη ζωή μου. Σμπαράλια την έκανα! Δουλειές και γράμματα εγώ τα βρόντηξα κάτω. Γυναίκα δεν έχω. Ούτε και παιδιά. Την αδερφή μου καθόλου δεν τη βλέπω κι η μάνα μου είναι πεθαμένη. Με τον πατέρα μου δε μιλιέμαι, ούτε και με τη γυναίκα του.

Φίλους εγώ δεν έκανα. Όχι πως δεν τους ήθελα, άλλα να… οι φίλοι πάνε μαζί με τις δουλειές και με τα συμφέροντα. Κι από μένα κανένας δεν είχε συμφέρον. Τι να με κάνουν έμενα; Εγώ πουθενά δεν στέριωσα. Σε καμιά δουλειά δεν είμαι μέσα. Τι να τις κάνω; Οι δουλειές είναι γι’ αυτούς που το ‘χουν βάλει αμετ-μουχαμέτ να προκόψουν, γιατί νιώθουν ότι τους κοιτάνε απ’ όλες τις μπάντες. Δε βαρυέσαι… Άνθρωποι χωρίς πρασινάδα, στεγνοί. Εκεί, όλη μέρα σαν τα σκυλιά, στα ίδια και στα ίδια. Εγώ δεν τα μπορώ αυτά. Έμενα το μυαλό μου τρέχει στα όμορφα. Έχω λαχτάρα, πως να σ’ το πω. Τρέμουλα με πιάνει!… Λίγο ακουμπάω κι ανάβουν τα λαμπάκια. Είναι το φυσικό μου τέτοιο. Από μικρός έτσι ήμουν, άλλα που να την έβρισκες τότε τη γυναίκα. Μοναχά με την παντρειά την έβρισκες. Έμενα όμως δε μ’ άρεσε αυτό. Τι να την κάνω μια γυναίκα δικιά μου για χρόνια. Εγώ μετ’ από λίγο δε θα τη γούσταρα, θα ‘πιανα τον κώλο της και θα ‘ταν σα να ‘πιανα τον δικό μου. Δεν είμαι, βλέπεις, και κάνας μεροκαματιάρης στον έρωτα εγώ, για να τ’ άντεχω αύτα. Έμενα μ’ αρέσει το ωραίο, κι ωραίο είναι αυτό που δε σε θέλει! Εγώ λέω, ότι αυτό είναι το ωραίο! Αυτό που σε κάνει νά τρέμεις από μέσα σου και να το λαχταράς γιατ’ είναι άγνωστο, και γιατί δε σε θέλει κιόλας.

Γι’ αυτό, που λες, δεν παντρεύτηκα εγώ. Δεν πέφτω στη λούμπα!… Έμεινα έτσι, ξεκρέμαστος, χωρίς κανέναν δίπλα μου, κι είναι καλύτερα έτσι. Γιατί, να ξέρεις, εγώ δε θέλω τίποτα που να ‘ναι μόνιμο. Ούτε και τίποτα δικό μου, θέλω. Μου φτάνει που τα ‘χουν οι άλλοι. Εγώ είμαι κλέφτης. Κλέφτης και γρήγορος. Κι ότι πάρω, το πήρα στ’ αρπαχτά και δρόμο. Για τον πολύ τον κόσμο αυτό είναι κουσούρι. Το ξέρω. Τί να κάνω… Ο καθένας όπως μπορεί πορεύεται. Εγώ έτσι την πήρα τη ζωή μου απ’ την αρχή, κι έτσι θα την πάω. Άλλα μη νομίζεις…, δε νιώθω και χαμένος. Τι έχουν κερδίσει αυτοί που ‘ναι σε μια σειρά και περιμένουν το εφάπαξ; Όξω απ’ τη ζωή είναι. Μεγαλωμένοι με τα γηρατιά στο νου τους είν’ αυτοί! Εγώ όμως… Με βλέπεις; Εδώ!… Έχω περάσει τα σαράντα κι ακόμα νιώθω την ιδία την τρέμουλα που ένιωθα και τότε που ήμουν δεκαοχτώ! Γι’ αυτό σου λέω… Εγώ είμ’ ο κερδισμένος. Να μη με λεν Βατσινια αν δεν είναι έτσι όπως στα λέω… Και μη νομίζεις πως είμαι κανά ρεμάλι. Μέχρι και στην ‘Αγία Αικατερίνη πηγαίνω εγώ και ψέλνω. Παίρνω από πίσω τον επιτάφιο, και δε θα το πιστέψεις, με πιάνουν τα κλάματα αύτη τη νύχτα. Δεν το θέλω. Μου ‘ρχεται έτσι από μοναχό του, γιατί σκέφτομαι τα κορμιά που μαραζώνουν. Που τραβάν τη ζωή τους, έτσι, απείραχτα. Σκέφτομαι κι αυτά τα κόλπα που μας κάνει η ζωή κάθε τόσο, με τις μυρουδιές και με τα τέτοια, και με πιάνουν τα κλάματα.

Δε λέω…, κι οι άλλοι που ‘ναι στο σύλλογο, κι αυτοί μπορεί να σκέφτονται τα ίδια, αλλά δεν τους είδα να γίνονται έτσι, ρεζίλι, θα τα σκέφτονται με ρέγουλα φαίνεται, γιατί είναι στη μέση κι η υπόληψη. Αυτοί κρατάνε θέσεις, έχουν μαγαζιά, κι όσο να ‘ναι τους κόφτει άμα γίνονται ρεζίλι. Έμενα όμως μου κάνει το ίδιο. Αφού να φανταστείς την άλλη τη φορά που ‘χα μπει στο λεωφορείο για την Ανατολή κι είχα κολλήσει πίσω από ‘να πασιόπουλο με ποδιά, με τσάκωσαν στα πράσα! Έβαλε τις φωνές το μικρό, κι εκείνος ο κοκκινοτρίχης ο εισπράκτορας απ’ τη Μπάφρα μου τράβηξε δυό σφαλιάρες μπροστά στον κόσμο. Δε βαρυέσαι… Μη νομίζεις πως μ’ ένοιαζε και πολύ που μ’ έβγαλαν καροτσάκι απ’ το λεωφορείο. Όλα μες στο πρόγραμμα είναι. Έμενα μου ‘φτανε η τρέμουλα. Εκείνη η άνατσιρια που ‘χα σ’ όλο το κορμί και με μούδιαζε!

Της την είχα κάνει την ποδιά… Χάρτη τής Ελλάδας της την έκανα!… και τους άφησα, που λες, ταραγμένους όλους εκεί μέσα. Να φεύγουν με το λεωφορείο για τα σπίτια τους αναψοκοκκινισμένοι, και να με σκέφτονται. Γιατί μη νομίζεις… εμένα δε με νοιάζει για την υπόληψη. Τη ζωή μου εγώ, την αποφάσισα. Αλλά αιδώ που τα λέμε, σάματι την πάμε τη ζωή μας και για μάς; Για τους άλλους την πάμε. Στο τι θα πουν οι άλλοι κρεμιόμαστε. Δε βαριέσαι… Αυτό έμενα δε με κόφτει. Το ξέρω ότι στον κόσμο ετούτο μοναχοί μας είμαστε, και στον Άγιο Νικόλαο, μοναχοί μας πάλι. Ξέρεις τι μούλιασμα κάνουν τωραγια τα κορμιά κάτω απ’ τις πρασινάδες; - Χιλιάδες κορμιά μουλιάζουν, καώ το καθένα μοναχό του… Και πηγαίνουν, που λες, οι καθωσπρέπει, από πάνω, και κάνουν τρισάγια!… Και χαίρονται κιόλας, τάχα ότι αυτοί είναι ζωντανοί με τους ζωντανούς, κι έχουν μπροστά τους κορμιά πολλά και κρεβατοκάμαρες.

Δεν τα χάφτω εγώ αυτά! Όχι, δεν τα χάφτω. Το ξέρω ότι με περιμένει και μένα στη στροφή. Ποιος τη γλύτωσε για να τη γλυτώσω κι εγώ;… Γι’ αυτό σου λέω… Όσο μπορώ και το ‘χω τούτο δώγια το ανατρίχιασμα ακόμα, δεν το χαλαλίζω για τη μετρημένη ζωή και για τη γνώμη των άλλων. Γι’ αυτό και ρίχνομαι καταπάνω. Δε νοιάζομαι για τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, το ‘χω πάρει απόφαση. Το πολύ - πολύ να μου ρίχνουν που και πού καμιά σφαλιάρα. Άιντε, να τρώω και καμία τσάντα στο κεφάλι. Δουλειές που σκολάν σε δυό λεφτά. Χαρά στο πράμα!… Εδώ οι άλλοι, ζωή ολόκληρη, τρώνε στη μάπα τ’ αφεντικά τους και τις γυναίκες τους. Γι’ αυτό σου λέω. Τα παίζω όλα για όλα, κι όπου με βγάλει. Τί σου ‘λεγα… Α, ναι! Με πήρε η φόρα και το ξέχασα. Απ’ άλλου αρχινίσαμε κι άλλου το πάμε. Τέλος πάντων… Να μη τα πολυλογούμε. «Ήθελα να σου πω για κείνο το απόγεμα. Ήταν που λες, οχτώ ή ώρα… Έπαιρνε να νυχτώσει… Το μήνα που μας πέρασε ήταν. Όχι, θα στο πω, για να δεις τι πάει να πει μπακακόκ!

Βγήκα που λες όξω και τράβηξα για το μώλο. Κάτω στο Μαβίλη, εκεί πο ‘χει τ’ αλογάκια. Κοιτάω από μακριά, που λες, ψυχή. Δε γαμιέται, λέω, ας πάω έτσι για βόλτα. Εκεί συνήθως, ξέρεις, ήταν καλό πόστο γιατί μαζεύονταν κόσμος πολύς, στα κρικάκια και στους καθρέφτες. Είχε κι ένα γύρο του θανάτου στις αρχές του καλοκαιριού άλλα τον ξήλωσαν και τράβηξαν γι’ άλλου. Τέλος πάντων… Πήγαινα πολλές φορές εκεί γιατί είχε ψωμί. Ούτε και μπόραγε κανένας να σου πει τίποτα… «Τι συμβαίνει κύριος… με σπρώχνουν από πίσω!» Γίνονταν τέτοιο στριμωξίδι που ‘χανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Τέλος πάντων. Παρασέρνομαι απ’ αυτά που λέω και φεύγουμε απ’ το θέμα…

Ας είναι. Εκείνο τ’ απόγευμα, που λες, δεν είχε τίποτα. Ψυχή στο μώλο. Δυό τρεις άνθρωποι περπάταγαν όλο κι όλο στο δρόμο, κι οι πανηγυρτζήδες ήταν άφαντοι. Τ’ αλογάκια ήταν σταματημένα μπροστ’ απ’ τα νερά και γυάλιζαν. Τραβάω κατά κει και μόλις φτάνω, βλέπω μια γυναίκα. Ντιπ μοναχιά της, σου λέω! Ακούμπαγε στα κάγκελα και κοίταγε κατά πέρα σα χαμένη. Περνάω δίπλα της, τίποτ’ αυτή. Ούτε που γύρισε να κοιτάξει. Είχε μεγάλη ερημιά. Φύσαγε κι ένα αεράκι να δου πιάνεται η ψυχή. Βατσίνια, λέω, τότε. Τι κάνουμε τώρα; Τι γυρεύει αυτή εδώ, μοναχιά της τέτοια ώρα! Σταματάω λίγο παρακάτω και κάνω τάχα ότι χαζεύω τα νερά. Εν τω μεταξύ αρχίνισε να με πιάνει η τρεμούλα! Η καρδιά μου βάραγε δυνατά και μου κόβονταν ή ανάσα. Γυρίζω και την κοιτάω. Ήταν μεγαλούτσικη στα χρόνια, θα ‘ταν καμιά σαρανταριά σαρανταπέντε. Είχε μπρέκνες στα μούτρα αλλά ήταν καλοφκιαγμένη. Ψηλή, με κάτι καπούλια σα φοράδα. Φόραγε ένα φουστάνι φεγγερό κι ακούμπαγε με τους αγκώνες στα κάγκελα. Σα να ‘ταν από τόπο ξένο έμοιαζε. Γύρισε για μια στιγμή, με κοίταξε με κάτι μάτια φευγάτα, κι ύστερα, πάλι τα ίδια. Εκεί ξανά! Τα μάτια της στηλωμένα στ’ αλογάκια και στα νερά.

Εμένα, εν τω μεταξύ, μου ‘χαν λυθεί τα γόνατα. Κοιτάω ένα γύρο να δε τι γίνεται… Ερημιά! Βατσίνια, λέω, τότε από μέσα μου. Εδώ σε θέλω. Αν είσαι μάγκας, τώρα σε θέλω!… Τράβα! Ούτε κατάλαβα πως πήγα. Τα ποδάρια μου έτρεμαν, κι η καρδιά μου βάραγε σα ζουρλή. Την πέφτω, που λες, δίπλα της, κι έκανα τάχα ότι χαζεύω κι εγώ τ’ αλογάκια. Εν τω μεταξύ, έτρεμα μη σηκωθεί και φύγει. Δεν έφυγε όμως! Έμεινε εκεί όπως ήταν. Καθόλου δε σάλεψε. Μ’ έπιακε τότε ένα λαχάνιασμα γιατ’ ήμουν ντιπ κολλητά κι έβλεπα τα ρουθούνια της ν’ ανοιγοκλείνουν.

Της έπαιρνε ο αέρας τα μαλλιά, κι απ’ τις μασχάλες της έρχονταν μια μυρουδιά που με ζούρλανε. Δεν κρατήθηκα άλλο. Έκανα μια έτσι, και πήγα από πίσω της. Στην αρχή την ακούμπαγα λίγο, γιατί έτρεμα μη φύγει, κι όλο έκανα τάχα ότι κοιτάω απάνω απ’ τον ώμο της τ’ αλογάκια. Μου ‘χε μείνει, βλέπεις, η συνήθεια απ’ τις άλλες τις φορές, κι έκανα σα να ‘μουν σε παρέλαση πού ‘χει κόσμο πολύ, και με μποδαγε τάχα να βλέπω. Μετά όμως σκέφτηκα, και λέω. Τί κάνεις ρε Βατσίνια;… λέω. Εδώ δεν υπάρχει ψυχή. Ούτε η γκάτζιω σπαράζει απ’ τη θέση της! Μόλις το σκέφτηκα αυτό, τότε ήταν που μ’ έπιακε η μεγάλη η τρεμούλα… Και λέω: Εδώ αυτή τώραγια, το νοιώθει τι γίνεται, άλλα κάθεται! Το θέλει και κάθεται!… Για σένα κάθεται και για πάρτη της!… Της αρέσει, λέω, Βατσινια. Δε βλέπεις πως τούρλωσε τον τάχα της και τρέμει ολόκληρη; Της αρέσει! Τώρα είν’ η ώρα, Βατσινια. Μην τη χάσεις. Τώρα, γρήγορα!

Κολλάω, που λες, ολόκληρος απάνω της και χώνω το κεφάλι μου, πίσω, στο δικό της. Πήραν και φύσαγαν τα μαλλιά της στα μούτρα μου και μύριζαν χορτάρι βρεμένο. Γυρίζω και κοιτάω κατά πίσω στα γρήγορα. Ήταν κανά δυό-τρεις πέρα στο δρόμο και περπάταγαν. Κάνω τότε, μια έτσι, και ξεκουμπώνομαι. Τον βγάζω απ’ όξω. Τον βγάζω και της τον ακουμπάω στα μπούτια. Η γκάζιω αμέσως ανατρίχιασε κι έβγαλε ζέστα! Και λέω τότε. Τι κάνεις, ρε Βατσινια, λέω… Προχώρα! Εδώ η δουλεία είναι σκολασμενη! Τί στέκεσαι απόξω! Αρπάζω, που λες, το φουστάνι της στα γρήγορα και το σηκώνω. Κάνω μια έτσι, και της τραβάω το βρακί. Το κατεβάζω ως κάτω στα γόνατα, πέφτω απάνω της, και τής τον χώνω. Δεν ξέρεις πως μου ‘ρθε!… Πρώτη φορά πού έμπαινα εγώ έτσι, σε κάτι ζεστό που μ’ ήθελε! Μόλις τον έβαλα, αυτή η γυναίκα η ξένη, έκανε άι!…, κι υστέρα άπλωσε τα χέρια της κατά πίσω και με κράταγε. Ακούς;… Με κράταγε! Πρώτη φορά που με κράταγαν εμένα, και μ’ έπιακε τότε ένα λίγωμα πού δεν κρατήθηκα. Σα θανατικό ήταν, και τινάχτηκα! Τινάχτηκα μέσα της και σκόλασα. Αυτή όμως μ’ είχε σφιγμένο ακόμα. Δε μ’ άφηνε. «Έκανε μια δυό φορές σα να σπαρτάραγε κι ύστερα χαλάρωσε. Τίναξε λίγο το κεφάλι κατά πίσω κι έβαλε τα κλάματα. Σιγανά έκλαιγε και κοίταγε κατά πέρα.

Έμενα τότε μ’ έπιακε ένα ξάφνιασμα. Ξάφνιασμα άγριο και πόνος μου ‘ρθε, κι είπα από τα μέσα μου: Τι διάολο κάθομαι τώρα εδώγια κολλημένος απάνω της;… Ποια είν’ ετούτη η ψυχή που με κρατάει έμενα ακόμα μέσα της και δε με διώχνει!… Και δε μπορείς να φανταστείς πως μου ‘ρθε… Ήταν σα να ‘βλεπα από πάνω. Απ’ τα ψηλά. Έμενα κι αυτήν, έτσι, κολλημένους, μες στην ερημιά. Σα να κρυώναμε ήταν! Τότε δεν ξέρω τί μ’ έπιακε… Κάτι σα φόβος ήταν κι είπα από μέσα μου… Φεύγα, Βατσινια! Ξεκόλλα γρήγορα και φεύγα!… Μη ξεγελιέσαι… Δεν είσ’ εσύ για τέτοια. Φεύγα! Κάνω μια έτσι, που λες, και ξεκολλάω. Κουμπώνω τα πανταλόνια μου στα γρήγορα και πάω πίσω, πίσω μέχρι που εφτακα στο δρόμο. Εκεί σταμάτησα λίγο και την κοίταξα. Την είδα να κάθεται ακόμα έτσι όπως ήταν, με το βρακί πεσμένο, και να κοιτάει τα νερά. Ούτε που γύρισε να κοιτάξει κατά το μέρος μου.

Ο τόπος όλος είχε σκοτεινιάσει. Πέρα στα πριονιστήρια είχαν ανάψει τα φώτα, κι εγώ είπα να τραβήξω για τη Σιαράβα. Να πάω να βρω τους άλλους, να τους το πω. Έτσι, για να δουν τι πάει να πει Βατσινιας, άλλα το σκέφτηκα καλύτερα και δεν πήγα γιατί θα με κορόιδευαν. Κανένας δε θα πίστευε πως ήταν μια που μ’ ήθελε. Πως μ’ έβαλε μέσα της και με κράταγε! Ότι είχε στην κοιλία της τα υγρά μου και περπάταγε! Γιατί εμάς, στο λέω για να το ξέρεις, κανένας δε μας θέλει. Εμείς πάμε και πέφτουμε απάνω στους άλλους, κι ακόμα πιο πολύ εγώ, που ‘μαι έτσι ξεκρέμαστος χωρίς κανέναν δίπλα μου, και φέρνω γύρα, μ’ αυτή την τρεμούλα, σαν το σκυλί από τόπο σε τόπο. Γι’ αυτό σου λέω, δεν πήγα. Δεν το ‘πα σε κανέναν. Έκατσα εκεί στο μώλο, μέχρι αργά, γιατί ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν το πίστευα. Κι όμως, έγινε έτσι όπως σ’ τα είπα. Να μη με λεν Βατσίνια αν δεν έγινε έτσι!… Κι άμα δε με πιστεύεις, πάμε να σου δείξω και το μέρος! Εκεί είν’ άκομα τ’ αλογάκια.

Αναδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων «Το Μπακακόκ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου