Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Όταν στέρεψε η Λαψίστα - Κάποτε, στα νερά που χάθηκαν

Το γράψιμο, τα στοιχεία και τα ντοκουμέντα που παραθέτει στο σχετικό βιβλίο του ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Στέφανος Κωλέττας, δείχνουν με τρόπο γλαφυρό και νοσταλγικό τους τρόπους που η ανθρωπότητα «κατακρεουργεί» και καταναλώνει τους πόρους της, αλλά και τους ίδιους τους τόπους της! Γιατί βέβαια, η αποξήρανση και εξαφάνιση της λίμνης της Λαψίστας στα Ιωάννινα το 1958, είναι μόνο μια μικρή σταγόνα στην ιστορία και στη «γεωγραφία» ανάλογων «έργων» της ανθρωπότητας...

Ξεκίνησε με τον άθλο του Ηρακλή και τις Στυμφαλίδες όρνιθες, έναν δηλαδή τόσο πραγματικό μύθο που απηχεί τον φόβο του ανθρώπου για τα ακίνητα και σιωπηλά νερά των βάλτων, που από τη μια φιλοξενούσαν την ελονοσία και από την άλλη εμπόδιζαν τη γεωργική εκμετάλλευση εύφορων εδαφών. 

Και δεν πρόκειται φυσικά μόνο για ελληνικό «σύμπτωμα»! Από το 539 π.Χ. που ο μέγας αυτοκράτορας των Περσών Κύρος εξέτρεψε τα νερά του Ευφράτη για να μπορέσει να καταλάβει τη Βαβυλώνα, η ανθρωπότητα διεξήγαγε χιλιάδες μάχες για να εξαφανίσει και να εκμεταλλευθεί οικονομικά τους υδροβιότοπους.

Στόχος στην αρχή η δημιουργία γεωργικής γης και βοσκοτόπων, ενώ στη συνέχεια φράγματα, κανάλια και αναχώματα ολοκλήρωσαν την καταστροφή σε γιγαντιαία κλίμακα. 

Σε έναν μεγάλο βαθμό βέβαια, εκείνες οι αποξηράνσεις εξυπηρετούσαν ανάγκες. Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για καιρούς που η ελονοσία και άλλες λοιμώδεις ασθένειες αποδεκάτιζαν χιλιάδες ανθρώπους από τους παρόχθιους πληθυσμούς, ενώ υπήρχε και η αδήριτη πολιτική ανάγκη να διατεθεί γη σε κοινωνίες που τότε λιμοκτονούσαν.

Το  θανατικό

Στυμφαλία, Κωπαΐδα, Κάρλα και τόσα άλλα μέρη, έχουν να αφηγηθούν πολλά για εκείνες τις εποχές. Μια από τις πιο συγκλονιστικές «διηγήσεις» όμως, είναι αυτή που παραθέτει στο βιβλίο του ο Στέφανος Κωλέττας, περιγράφοντας τι συνέβη με τη λίμνη της Λαψίστας, όταν στις 4 Μαρτίου του 1958 το «έργο» της αποξήρανσης μπήκε σε εφαρμογή:

Φωτογραφία κυνηγών στη λίμνη της Λαψίστας την περίοδο 1908-1910 (φωτογραφικό αρχείο του Φίλιππα Γιωβάνη).

«Κι όταν άδειασε ολόκληρη, παρατηρήθηκε τούτο το μακάβριο φαινόμενο: σε αρκετούς εδαφικούς θύλακες με χαμηλότερα υψόμετρα, είχαν εγκλωβιστεί αναρίθμητα ψάρια, χέλια και καραβίδες, τα οποία συνωστίζονταν ασφυκτικά, μέσα στο ελάχιστο νερό που είχε απομείνει εκεί, το οποίο σε λίγες μέρες μετατράπηκε σε βούρκο. 
Δίχως οξυγόνο, δίχως αναπνοή, ολόκληρος ο κόσμος της λίμνης βρίσκει έναν αργό εφιαλτικό θάνατο!

H αιωνιότητα έμεινε κατάπληκτη μπροστά σε τούτο το αποτρόπαιο και φρικιαστικό οικολογικό έγκλημα... Κι έτρεχαν τότε, θυμούμαι, οι κάτοικοι της Λαψίστας αλλά και των άλλων χωριών και γέμιζαν τσουβάλια ολόκληρα με ψάρια, χέλια και καραβίδες, κινούμενοι από απληστία περισσότερο, παρά γιατί τα είχαν ανάγκη. Μα μην μπορώντας να μεταφέρουν τόσο βάρος μέχρι τα σπίτια τους, τα ξαναπετούσαν μέσα στον βούρκο. Έτσι κι αλλιώς εκείνα ήσαν πλέον καταδικασμένα!

Παντού εγκλωβισμένα ψάρια, χέλια, καραβίδες, βατράχια κ.ά. Ηταν τόσο πολλά σε αριθμούς, μέσα στους θύλακες εγκλωβισμού τους, ώστε σχημάτιζαν σωρούς, το ένα πάνω στο άλλο, μην έχοντας χώρο να κινηθούν. Κι έβγαζαν τα κεφάλια τους, όσα έβρισκαν ευκαιρία, έξω από τα νερά και το βούρκο, γιατί εκεί μέσα δεν υπήρχε πλέον άλλο οξυγόνο να συγκρατήσουν στα βράγχιά τους. Οσα ήσαν από κάτω είχαν ψοφήσει από ασφυξία! Κι αυτά που ακόμη "ψυχορραγούσαν" ήσαν πιο άτυχα, γιατί ελπίδα για ζωή δεν υπήρχε και το μόνο που κατάφερναν, ήταν να παρατείνουν το ανατριχιαστικό τους μαρτύριο. Λασπόνερα και βούρκος παντού! Κι από πάνω οι άνθρωποι να συνεχίζουν να μαζεύουν, να γεμίζουν τα τσουβάλια και πάλι να τα αδειάζουν, γιατί αυτή ήταν η τελευταία τους ευκαιρία να ψαρέψουν, τόσο εύκολα, τη μεγάλη αφθονία.

Αποσύνθεση

Ακόμη δεν είχε συνειδητοποιήσει κανένας τον πλούτο που χάθηκε για πάντα μέσα από τα χέρια τους. Ακόμη δεν έβλεπαν μέσα στο απέραντο αυτό "νεκροταφείο", ότι η φύση είχε ήδη αρχίσει την εκδίκηση της. Τα ψάρια, δυστυχώς, δεν έχουν φωνή. Κι όταν δεν έχεις φωνή και δεν μπορείς να εξωτερικεύσεις τον πανικό του επερχόμενου αποτροπιαστικού θανάτου, οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι πεθαίνεις, παρότι βλέπουν Σιωπηλά υπέμειναν το αφόρητό τους μαρτύριο μέσα σ' ένα μακάβριο τοπίο. Και μήτε το χώρο ή την άνεση να σπαρταρίσουν δεν είχαν.

Ύστερα άρχισαν να ψοφούν ομαδικά κατά περιοχές, ανάλογα με την ποσότητα του νερού και τον αριθμό των ψαριών που είχαν εγκλωβιστεί. Και βρωμούσε ο τόπος ολόγυρα από την αποσύνθεση και το βούρκο, που είχε γίνει ένα με τα ψάρια. Άνθρωπος δεν τολμούσε να πλησιάσει πλέον εκεί, από τη δυσοσμία και τη σήψη. Και κανένας δεν βρέθηκε να φωνάξει για τη μεγάλη "γενοκτονία"! Μήτε δημοσιογράφος, μήτε λογοτέχνης, μήτε ποιητής, μήτε συγγραφέας να γράψει κάτι τι.... Μήτε ζωγράφος, μήτε φωτογράφος ν' «απαθανατίσει» την απέραντη εικόνα του αργού θανάτου.

Ποτέ δεν έμαθε ο κόσμος της εποχής εκείνης το μεγάλο έγκλημα που διαπράχτηκε στη λίμνη της Λαψίστας, γιατί από κανέναν δεν δόθηκε καμιά δημοσιότητα στο ζήτημα αυτό.
Από το άλλο μέρος, οι κάτοικοι της Λαψίστας και των περιχώρων, το μόνο που ονειρεύονταν και προσδοκούσαν τότε, ήταν πώς και πότε θα μπορέσουν να πάρουν κάποια στρέμματα παραπάνω, να μεγαλώσουν τις περιουσίες τους, ν' αυξήσουν τις σοδειές τους... Και το ανοσιούργημα συντελέστηκε, δίχως φωνή, δίχως διαμαρτυρία, μήτε από τις υδρόβιες κοινωνίες, μήτε από τους ανθρώπους της περιοχής.

Όσα από τα είδη της ιχθυοπανίδας στάθηκαν τυχερά και μπόρεσαν να εισχωρήσουν, κατά την αποστράγγιση των νερών, στην κεντρική τάφρο ή στα δευτερεύοντα αποστραγγιστικά αυλάκια, κατάφεραν να παρατείνουν τη ζωή τους για 10-15 χρόνια ακόμη, όσο δηλαδή το νερό δεν είχε ακόμη μολυνθεί από τα λύματα και τα απόβλητα.

Απέραντος χαλασμός

Το ίδιο τυχερές στάθηκαν και πολλές από τις καραβίδες και κάποια χέλια, που βρέθηκαν από τύχη μέσα στην τάφρο, καθώς αποστράγγιζαν τα νερά. Τα περισσότερα χέλια χάθηκαν, κατά τη βίαιη έξοδο των νερών από τη σήραγγα. Άλλα κατέφυγαν στη Λίμνη των Ιωαννίνων και άλλα παγιδεύτηκαν μέσα στο βούρκο και συλλαμβάνονταν σε μεγάλες ποσότητες από τους περίοικους... To «Στοιχειό της λίμνης» έκλεισε για πάντα το στόμα του και εκείνο το παρατεταμένο υπόκωφο βογγητό του δεν πρόκειται να ξανακουστεί ούτε να κεντρίσει ξανά το ενδιαφέρον των ερευνητών. Τα βατράχια πανικόβλητα πηδούν; γυρεύοντας τόπους με βλάστηση και νερά. Τελικά αποφασίζουν να συγκεντρωθούν κι αυτά - όσα απόμειναν - μέσα στην αποστραγγιστική τάφρο και στα αυλάκια.

Τα νούφαρα ήσαν τα πρώτα είδη της χλωρίδας που εξαφανίστηκαν. Ακολούθησε η ρεζίνα, τα παπύρια και ολόκληρη η αλυσίδα των υδρόφιλων λιμναίων και ελόβιων φυτών. Η ορνιθοπανίδα, όπως ήταν φυσικό, αφού καταστράφηκε η άλλοτε τροπική χλωρίδα της λίμνης, εξαφανίστηκε για πάντα από τον υγρότοπο της Λαψίστας.

Πάνε οι ατελείωτες φαλαρίδες, τα γέσια, τα παπιά, τα γκαζάκια, τα μπιχριά, οι χουλιαρομύτες. Πάνε κι οι βουτηχτάρες κι οι αγριόχηνες, τα παλάζια, τα μπεκατσίνια. Πού να φωλιάσουν, πού να γεννήσουν και πού να βρουν καταφύγιο; Οι εκατοντάδες πελαργοί, που άσπριζαν άλλοτε τα λιβάδια και τα τέλματα δεν ξαναφάνηκαν ποτέ πια. Για χρόνια έχασκαν άδειες οι φωλιές τους και μάταια τους περίμεναν να επιστρέψουν. Μονάχα ένα - δυο ζευγάρια έρχονται τώρα.

Θάνατος απέραντος και χαλασμός σε όλη την έκταση του υγροσυστήματος. Το έδαφος είχε σχιστεί παντού με μεγάλες και βαθιές χαραμάδες, όντας άνυδρο πια, ιδιαίτερα όπου κυριαρχούσε η αργιλική σύσταση του. Τίποτε δεν απόμεινε που να θυμίζει ότι εδώ μόλις χθες ήταν μια πλουσιότατη λίμνη, με το δικό της κόσμο, με τους δικούς της νόμους;

Σε όλη της διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και τα πρώτα χρόνια της 10ετίας του 1970, εξακολουθούσε να υπάρχει μια μορφή υδρόβιας ζωής, σε μικρογραφία, μέσα στην κεντρική τάφρο και σε κάποια αυλάκια. Ομως, η μόλυνση, η ρύπανση και τα απόβλητα πολλών μονάδων, εγκαταστάσεων, διοχετεύονταν στην κεντρική τάφρο, αφού αυτή ήταν η πιο εύκολη και η πιο συμφέρουσα λύση!
Πρώτες, σαν πιο ευαίσθητες, αποδεκατίστηκαν, σε ελάχιστο μόνο χρονικό διάστημα, όλες οι καραβίδες, κι ακολούθησαν τα ψάρια και τα υπόλοιπα είδη».

Οι δύο δεκαετίες του '60 και του ΄70 ήσαν τα τελευταία χρονικά περιθώρια, που δόθηκαν σαν προθεσμία να "επιβιώσουν" τα εναπομείναντα είδη της ιχθυοπανίδας, για να επέλθει τελικά ο ολοκληρωτικός αφανισμός τους.
Aπόμειναν κάποια βατράχια, μερικές νεροχελώνες και λίγα νερόφιδα! Ετσι αφανίστηκε για πάντα η λίμνη της Λαψίστας, όπως άλλωστε συνέβη και με τόσες άλλες λίμνες της χώρας μας.
Eντελώς απαρατήρητα και αθόρυβα... Κανένας δεν συγκινήθηκε. Και μια φωνή διαμαρτυρίας δεν ακούστηκε, και τίποτε δεν έχει γραφεί...

Δημήτρης Στριλάκος

Κάποτε, στα νερά που χάθηκαν...

Η λίμνη της Λαψίστας, που κάποτε κάλυπτε χιλιάδες στρέμματα στα βορειοδυτικά των Ιωαννίνων, δεν υπάρχει πια... Η χαριστική βολή στο οικοσύστημά της δόθηκε το 1954, όταν η λίμνη αποξηράνθηκε τελείως για να παραδοθεί ο άδειος πυθμένας της στην καλλιέργεια, για να γίνουν τα νερά και οι καλαμιώνες της χωράφια. Ο εκλεκτός εκπαιδευτικός και συγγραφέας Στέφανος Κωλέττας δεν ξέχασε όμως... Και σε ένα συγκλονιστικό βιβλίο του - «Οι Λίμνες Ιωαννίνων και Λαψίστας»- περιγράφει με ευαισθησία, ακρίβεια και φωτογραφικά ντοκουμέντα, έναν ολόκληρο κόσμο που χάθηκε. Ο Στέφανος Κωλέττας γεννήθηκε και μεγάλωσε στις όχθες της λίμνης Λαψίστας, στην οποία με το βιβλίο του αποτίει έναν φόρο τιμής, διασώζοντας πολύτιμες μνήμες που την αφορούν. Και μερικές από τις πιο έντονες μνήμες αφορούν το κυνήγι στη λίμνη και τη σχέση των ανθρώπων μαζί του.


«...Η λίμνη της Λαψίστας ήταν ένας απέραντος και πλουσιότατος υγρότοπος, μέσα στον οποίο, εκτός των άλλων, εύρισκε φυσικό καταφύγιο ένα αναρίθμητο πλήθος πουλιών...

Ηταν λοιπόν πολύ φυσικό να προσελκύει όλους τους κυνηγούς της περιοχής, οι οποίοι γύριζαν στο σπίτι τους πάντα φορτωμένοι με πλούσια κυνήγια. Υπήρχαν όμως και πολλοί ντόπιοι κυνηγοί, οι οποίοι σχεδόν ζούσαν από το κυνήγι και γενικότερα από την ενασχόλησή τους με τη λίμνη.

Κυνηγούσαν καθημερινά δεκάδες παπιά, φαλαρίδες, χήνες, παλάζια και διάφορα άλλα, χωρίς να κινδυνεύει ποτέ η διατάραξη της βιολογικής ισορροπίας και χωρίς να απειλείται η μείωση ή η εξαφάνιση κάποιου είδους.

Τα «καΐκια»...
Τις παγερές μέρες του χειμώνα κατέφθαναν κατά σμήνη οι μεγάλες και νόστιμες αγριόχηνες, πετώντας πάνω από τη λίμνη. Αυτές αποτελούσαν ένα από τα πιο πλούσια και ακριβά κυνήγια των κατ’ επάγγελμα κυνηγών. Και δεν ήσαν βέβαια μόνο οι κάτοικοι της Λαψίστας και των περιχώρων αυτοί που ασχολούνταν με το κυνήγι...

Κυνηγοί στη λίμνη Λαψίστας την περίοδο 1908-1910 (αρχείο Φίλιππα Γιωβάννη).

Έρχονταν εδώ και πολλοί Γιαννιώτες με τα καΐκια τους, οι οποίοι πολλές φορές γίνονταν υπαίτιοι διαπληκτισμών, που έφταναν και σε επίπεδο μικροσυμπλοκών ή ακόμη και... "καϊκομαχιών" με τους ντόπιους κατοίκους, όχι μόνο για το κυνήγι αλλά και για το ψάρεμα! Πολλοί Γιαννιώτες και Νησιώτες έφτιαχναν μικρές καλύβες με καλάμια και παπύρια, ορμητήρια για τα κυνήγια τους αλλά και καταφύγια για τις νύχτες.

Όπως έχει γράψει ο Δημήτριος Σαλαμάγκας, ο μπάρμπας του γύριζε πάντα με γεμάτο το κυνηγετικό του σακκίδιο. Οταν κατέβαινε στη Λαψίστα έμενε εκεί δύο και τρία μερονύχτια! Το ατομικό του καραβούλι, σκεπασμένο με ιδιαίτερο κάλυμμα, μεταβαλλόταν σε υδρόβια σκηνή. Μέσα στρωμένες παχιές βελέντζες μαγκαλάκι και ρακί, και για μεζέδες ψημένο στη φωτιά κυνήγι...

Ο κλοιός...
Κάθε βράδυ οι τουφεκιές έπεφταν αδιάκοπα και το πρωί τα κυνήγια έφταναν στα Γαννιώτικα σπίτια, σε πολύ καλές τιμές. Εξυπακούεται ότι απαραίτητο μέσον για το κυνήγι ήταν και το καΐκι... Υπήρχαν επιδέξιοι σκοπευτές κυνηγοί, που μπορούσαν να σκοτώσουν μέχρι και εκατό πουλιά σε ένα μερόνυχτο! Σαν τέτοιος αναφέρεται ο Λάζο-Ντίνος, τον οποίο παραδέχονταν όλοι οι κυνηγοί της εποχής του. Ηταν ένας ακόμη Γιαννιώτης που, με μία μόνο "ριξιά" είχε σκοτώσει 35 πουλιά!

"Θεαματικό" εξάλλου, εκείνα τα χρόνια της ευφορίας και του πλούτου του υγροσυστήματος, ήταν το ομαδικό κυνήγι ή ΄"κλείσμα" (κλείσιμο, αποκλεισμός), όπως το αποκαλούσαν.

Ο Γάλλος πρόξενος Ιωαννίνων (αριστερά) με τον ντόπιο κυνηγό Αναστάσιο Ντίνο (αρχείο Γιαννούλη Ντίνου).

Συγκεντρωνόταν δηλαδή πολλοί μαζί κυνηγοί, με πολλά καΐκια, μέσα στα οποία επέβαιναν, εκτός από τον κωπηλάτη και ένας-δύο κυνηγοί. Ακολούθως γινόταν ανάπτυξη όλων των καϊκιών, κατά την έννοια μιας τοξοειδούς γραμμής από τα βαθιά, με το κοίλο μέρος προς τις ακτές της λίμνης. Υστερα όλοι μαζί ξεκινούσαν λάμνοντας τα νερά, χωρίς να χαλούν το τόξο που σχημάτιζαν, έχοντας κατεύθυνση την ακτή.

Απέκλειαν μ’ άλλα λόγια ένα αρκετά μεγάλο μέρος της λίμνης με βλάστηση πολλή, όπου συνήθως φώλιαζαν πάρα πολλά πουλιά. Προχωρώντας συνεχώς προς τις ακτές, εξωθούσαν και τα πουλιά προς τα εκεί, τα οποία τρομαγμένα πετάγονταν από κάθε σημείο πολλά μαζί και, μη μπορώντας να κάνουν πίσω, προχωρούσαν κατ’ ανάγκη μπροστά.

Έτσι, όταν ο κλοιός στένευε πολύ και πλέον δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια υδάτινης έκτασης, τα πουλιά, φτεροκοπώντας πάνω στα νερά και στις καλαμιές, σηκώνονταν, με σκοπό να ξαναγυρίσουν εναερίως πίσω στη λίμνη... Τότε πλέον ήταν η πιο κατάλληλη ευκαιρία, όπου όλοι μαζί οι κυνηγοί έριχναν τις ομοβροντίες τους...

Τέτοιοι κλοιοί γινόταν πολλά στα παράκτια μέρη της Λίμνης των Ιωαννίνων (Ντραμπάτοβα, Ντουραχάνη, Αρδομίστα, Γστρίτσα, Χούνη και Λασπότοπος). Εξάλλου, στη λίμνη Λαψίστας, εκτός από τα "κλείσματα", που ήσαν κι εδώ συνηθισμένο φαινόμενο, τα χειμωνιάτικα βράδια, δεν άκουγες τίποτε άλλο μέσα στις καλαμιές και στα παπύρια, παρά τις τουφεκιές των κυνηγών, μέχρι αργά τα μεσάνυχτα. Σαν να γινόταν πόλεμος πραγματικός!

Κυνηγοί έτοιμοι να αρχίσουν έναν «κλοιό» στην περιοχή της σημερινής «Ασφάκας» (αρχείο Φίλιππα Γιωβάννη)
Αλησμόνητες μέρες
Τα περισσότερα είδη των πουλιών αναπαράγονταν εδώ... Μέσα στις τροπικές και πλούσιες φυτικές κοινωνίες έφτιαχναν τις χορταρένιες φωλιές τους, γεννούσαν τα αυγά κι εκκολάπτονταν οι νεοσσοί. Ήταν ένας παραδεισένιος υγροβιότοπος, μέσα στον οποίο η ορνιθοπανίδα δεν ήταν μονάχα ανεξάντλητη αλλά είχε να επιδείξει πολλά είδη και οικογένειες πουλιών, σε αναρίθμητους πληθυσμούς. Ένας απέραντος εξωτικός λειμώνας που έσφυζε από ζωή!
Όμορφες αλησμόνητες εικόνες του περασμένου καλού καιρού, που χάθηκαν για πάντα και που δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν ποτέ πια! «Στους καιρούς μας οι φαλαρίδες και τα παπιά, ζούσαν κατά χιλιάδες στη Λίμνη μας και τις καλαμιές της.

Τα μαζέματα τους μαύριζαν μεγάλες εκτάσεις νερού», γράφει χαρακτηριστικά ο Δημήτριος Σαλαμάνκας.

Σήμερα αυτές οι εποχές έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το βέβαιο είναι ότι η ορνιθοπανίδα της Λαψίστας εξαφανίστηκε για πάντα, ενώ αυτή της Λίμνης των Ιωαννίνων είναι ελάχιστη. Τώρα τη θέση του υδάτινου λειμώνα, έχει πάρει ένα νεκρό, ομιχλώδες, σκούρο και μουντό τοπίο το χειμώνα, και η πρασινάδα των καλαμποκιών το καλοκαίρι.


Όμως, και τη σοδειά των καλαμποκιών τις περισσότερες χρονιές, δεν προλαβαίνουν να τη μαζέψουν οι αγρότες, γιατί με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές τα χωράφια τους πνίγονται...»

Στα κυνήγια της Λαψίστας συμμετείχαν, εκτός από τους ντόπιους, και πολλοί Γιαννιώτες κυνηγοί. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν κατασκευάσει μέσα στη λίμνη ατομικές καλαμένιες καλυβούλες (φωλιές), σαν μόνιμα στέκια τους.

Δημήτρης Στριλάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου